Από μακριά θυμίζει τα χαρακτηριστικά μπαλκόνια των παραδοσιακών μακεδονικών αρχοντικών. Παρά, όμως, την εμπνευσμένη από την παράδοση αρχιτεκτονική του, το θέατρο του Καραπάντσειου Πολιτιστικού Κέντρου του Δήμου Αμπελοκήπων-Μενεμένης, που εξέχει τολμηρά από την υπόλοιπη κατασκευή, είναι δείγμα πρωτοποριακού βιομηχανικού σχεδιασμού, καθώς ανατρέπει τα μέχρι τώρα δεδομένα που ήθελαν την αίθουσα θεαμάτων στη βάση τέτοιου είδους κτιρίων.
Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό το στοιχείο στο οποίο το Καραπάντσειο πολιτιστικό κέντρο οφείλει το γεγονός ότι θεωρείται ως ένα από τα έξι καλύτερα δημόσια κτίρια της τελευταίας πενταετίας που έγιναν από Έλληνες αρχιτέκτονες. Είναι επίσης ο δημόσιος, ανοιχτός στο κοινό, χώρος που βρίσκεται στο ισόγειο με το φυτεμένο δώμα που χρησιμοποιούνται για εκδηλώσεις και η κατασκευή του με το μικρότερο δυνατό κόστος, χωρίς καμία επίπτωση στη λειτουργικότητα ή την ασφάλειά του.
«Το κτίριο αυτό έγινε ένα σημείο αναφοράς σε μια γειτονιά με συμβατικές πολυκατοικίες», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ένας από τους δημιουργούς του, ο καθηγητής του τμήματος Αρχιτεκτόνων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Νίκος Καλογήρου. Εξηγεί ότι κατασκευάστηκε σε ένα ενδιάμεσο μικρό οικόπεδο και, παρά τις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες, έγινε ένα τολμηρό έργο που τυγχάνει μεγάλης αποδοχής από την τοπική κοινωνία. Επιλέχθηκε, μάλιστα, από την Επιτροπή Επιλογής Έργων του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής ως ένα από τα αρχιτεκτονικά έργα που διεκδικεί το βραβείο αρχιτεκτονικής του Ινστιτούτου για το 2017 στην κατηγορία «κτίρια κοινόχρηστης λειτουργίας». Το βραβείο αυτό θα απονεμηθεί τον ερχόμενο Σεπτέμβριο στο Μουσείο Μπενάκη, στην Αθήνα.
Το έργο της ομάδας αρχιτεκτόνων Νίκου Καλογήρου, Πρόδρομου Βασιλειάδη, Τέλη Βασιλειάδη, Βίκυς Ευταξά, Νιόβης Καραμήτρου, Δημήτρη Σιμώνη και Αλεξίας Φιλίππου από την αρχή φιλοδοξούσε να διαφοροποιηθεί από το συμβατικό περιβάλλον στο οποίο κατασκευάστηκε, όχι με τη βοήθεια πολυτελών υλικών ή ακριβής αρχιτεκτονικής, αλλά με την ίδια του τη μορφή.
«Αφήσαμε το ισόγειο ελεύθερο και φτιάξαμε μια πυλωτή, μια στοά και ένα φυτεμένο δώμα για να φιλοξενούνται εκεί δημόσιες εκδηλώσεις. Το θέατρο το τοποθετήσαμε στο υψηλότερο επίπεδο σε έναν τολμηρό πρόβολο που εξέχει δέκα μέτρα από το κτίριο και μοιάζει με ένα βιομηχανικό υπόστεγο πάνω από το δρόμο. Η μορφή του θυμίζει λίγο την αρχιτεκτονική της Μακεδονίας, όπως τα μπαλκόνια στα Μακεδονικά αρχοντικά. Στο υπόγειο έχει δημιουργηθεί ένα μεγάλο πάρκινγκ», σημειώνει ο κ. Καλογήρου.
Σε ό,τι αφορά την προσαρμογή της κατασκευής στις διαστάσεις ενός ρεαλιστικού κόστους, διευκρινίζει: «Δεν κάναμε κάτι παραπάνω πολυτελές από ό,τι έπρεπε, ωστόσο δημιουργήθηκε μια δομή πλήρως εξοπλισμένη, με αίθουσα θεαμάτων, βιβλιοθήκη, αίθουσες χορού και γυμναστικής, φουαγιέ, αίθουσες μεταφραστών, γραφεία. Επιλέξαμε φτηνά υλικά, διατηρώντας όλες τις απαραίτητες προδιαγραφές λειτουργικότητας και ασφάλειας σε βαθμό μεγαλύτερο από ό,τι απαιτείτο. Για όλα αυτά είμαστε πολύ ευχαριστημένοι που είναι το μόνο έργο που επιλέχτηκε από τη Βόρεια Ελλάδα για τις συγκεκριμένες βραβεύσεις».
Ο καθηγητής του ΑΠΘ αναφέρει, άλλωστε, ότι το Καραπάντσειο Πολιτιστικό Κέντρο ήταν αποτέλεσμα μιας συνεργασίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τον Δήμο Αμπελοκήπων-Μενεμένης και δεν παραλείπει να πει ότι ο Δήμος αντιλήφθηκε το χαρακτήρα του έργου και βρήκε ενδιαφέρουσα τη μορφή και τη γεωμετρία του.
«Πρόκειται για ένα έργο πολιτισμού, το οποίο από κατασκευαστική και τεχνική άποψη είναι αιρετικό καθώς ξεφεύγει από τις συνηθισμένες αρχιτεκτονικά κατασκευές» επισημαίνει από την πλευρά του, στο ΑΠΕ- ΜΠΕ, ο δήμαρχος Αμπελοκήπων-Μενεμένης, Λάζαρος Κυρίζογλου. Και ο ίδιος κάνει ιδιαίτερη αναφορά στο θέατρο που βρίσκεται στους τελευταίους ορόφους και σε εξοχή σε σχέση με το κυρίως κτίριο, αλλά και στον ελεύθερο χώρο με κήπο που διαθέτει.
Γνωστοποιεί, άλλωστε, ότι το πολιτιστικό κέντρο που βρίσκεται στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου, κοντά στην πλατεία Επταλόφου, ονομάστηκε «Καραπάντσειο» προς τιμήν των δωρητών Καλλιόπης και Δημητρίου Καραπάντσιου που έδωσαν 300.000 ευρώ για να ξεκινήσει η ιδέα και η προσπάθεια κατασκευής του. Παράλληλα το έργο χρηματοδοτήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού ενώ εντάχθηκε στα έργα πολιτισμού του περιφερειακού επιχειρησιακού προγράμματος της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας.