Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θυρρείου Αιτωλοακαρνανίας εκτίθεται ένα πλακίδιο από μάργαρο με ανάγλυφη εικονιστική παράσταση στην άνω όψη. Το έκθεμα φαντάζει παράταιρο στην προθήκη με τα αγγεία των ελληνιστικών χρόνων, καθώς γίνεται άμεσα αντιληπτό πως πρόκειται για διακοσμητικό αντικείμενο των τελευταίων αιώνων. Βρέθηκε τη δεκαετία του 1960 στα χέρια αρχαιοκάπηλου, κάτοικου Θυρρείου Αιτωλοακαρνανίας, και κατόπιν εκτίμησης από την τότε αρμόδια ΣΤ΄ Αρχαιολογική Περιφέρεια Αχαΐας–Αιτωλοακαρνανίας χαρακτηρίστηκε ως αντικείμενο αρχαιολογικού ενδιαφέροντος (σημ. 1).

Η παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών έχει, δυστυχώς, ως συνέπεια την απώλεια της ταυτότητας και την αμφισβήτηση της αυθεντικότητας πολλών έργων τέχνης. Το ίδιο συμβαίνει και με το ανάγλυφο πλακίδιο, το οποίο φέρει παράσταση με κλασικιστικά και αρχαιοπρεπή στοιχεία. Ωστόσο, δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί κίβδηλο, γιατί δεν μιμείται –και μάλιστα αποτυχημένα, όπως παρατηρείται σε τέτοιες περιπτώσεις– κάποιο εγνωσμένης και αγοραστικής αξίας εικονογραφικό πρότυπο. Με την παρούσα μελέτη επιχειρείται η ταύτιση, η εξακρίβωση της γνησιότητας και η χρονολόγηση του μικροτεχνικού έργου, ενώ παράλληλα αναζητούνται και οι καταβολές της μυθολογικής παράστασης.

Το πλακίδιο είναι ελλειψοειδές, ελαφρώς κυρτό, διαστάσεων 7,5×5,3 εκ. και διατηρεί σε μικρό βαθμό το αρχικό περίγραμμα του μαργαριτοφόρου όστρεου. Το μάργαρο ή αλλιώς σεντέφι (sedef στα τούρκικα) είναι η εσωτερική λεία, κρυστάλλινη, ιριδίζουσα ουσία, που εναποτίθεται σε επάλληλα στρώματα μέσα σε ορισμένα όστρεα. Για να μπορέσει να εξαχθεί το μάργαρο θα πρέπει κατ’ αρχάς να αφαιρεθεί το τραχύ σκουρόχρωμο περίβλημα του όστρεου, διαδικασία ιδιαίτερα απαιτητική και χρονοβόρα. H επεξεργασία των όστρεων για διακοσμητική χρήση πιστοποιείται ανασκαφικά ήδη από την Εποχή του Λίθου (σημ. 2). Η χρήση μικρών πλακιδίων από μάργαρο με την τεχνική της ένθεσης σε άλλα υλικά, όπως π.χ. σε ξύλο, πρωτοεμφανίζεται την Εποχή του Χαλκού και συνεχίζεται ως τις μέρες μας (σημ. 3). Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά και μετέπειτα στην Πρωτοβυζαντινή εποχή, το μάργαρο χρησιμοποιήθηκε ως ένθετο υλικό σε περίτεχνα ψηφιδωτά που κοσμούσαν δάπεδα, τοίχους ή κόγχες παλατιών και επαύλεων.

Στον τομέα της μικρογλυπτικής, που μας ενδιαφέρει ειδικότερα, ξεχωρίζουμε το ιδιαίτερα σπάνιο ολόγλυφο έργο που παριστάνει λεοπάρδαλη και βρέθηκε σε κτηριακό συγκρότημα της Πρωτοβυζαντινής περιόδου στους Δελφούς (σημ. 4). Οι ανάγλυφες παραστάσεις, σκαλισμένες σε μάργαρο, κάνουν την εμφάνισή τους στη Δυτική Ευρώπη το β΄ μισό του 15ου αιώνα αντλώντας τη θεματογραφία τους από σκηνές της Βίβλου και κοσμώντας σκεύη της εκκλησιαστικής τέχνης (ρετάμπλ Αγίας Τράπεζας, λειψανοθήκες, ροζάρια, σταυροί, εγκόλπια κ.λπ.). Την περίοδο της Αναγέννησης και του Ουμανισμού οι θρησκευτικές αναφορές δίνουν τη θέση τους σε αφηγήματα του κοσμικού ή μυθολογικού κύκλου, οπότε και ξεχωρίζουν οι καμέες με πορτρέτα, λαξευμένα σε μάργαρο. Tον 18ο αιώνα το σκαλισμένο μάργαρο επιστρατεύεται για τη διακόσμηση αγαλματίδιων, μικρών κουτιών, κουμπιών και λοιπών μικροαντικειμένων, ενώ τον 19ο αιώνα επενδύει μπολ πίπας και λαβές μπαστουνιών.

Η παραγωγή των ανάγλυφων έργων μικρογλυπτικής προϋπέθετε τη χειρουργική μαεστρία επιδέξιου τεχνίτη. Η λάξευση του μάργαρου γινόταν σε εξειδικευμένα εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας, όπου χρησιμοποιούνταν τα ίδια εργαλεία με αυτά της κατεργασίας των μετάλλων, του ελεφαντοστού ή των πολύτιμων λίθων. Η δημιουργία του ανάγλυφου μπορούσε να επιτευχθεί και με την εφαρμογή οξέων που διευκόλυναν την κοίλανση των επιθυμητών μερών, αφού προηγουμένως οι επιφάνειες που θα παρέμεναν έξεργες αλείφονταν με κερί για να προστατευτούν.

Το πλακίδιο που εξετάζουμε φέρει άρτια σωζόμενη ανάγλυφη παράσταση, που απεικονίζει ένα αρχαίο χαλκουργείο και πιο συγκεκριμένα ένα εργαστήριο αγαλματοποιίας. Τέσσερις γυμνοί ή ημίγυμνοι τεχνίτες περιβάλλουν άκμονα που εδράζεται σε λιθόκτιστη ορθογώνια βάση. Οι τρεις κρατούν σφύρες και σφυρηλατούν εναλλάξ χάλκινη κεφαλή αγάλματος, ενώ ένας γενειοφόρος μεταλλοτεχνίτης, έχοντας λυγισμένα τα κάτω άκρα, συγκρατεί την κεφαλή με πυράγρα (σημ. 5). Ένας επιπλέον άνδρας εισέρχεται στο χώρο του εργαστηρίου από τα αριστερά κουβαλώντας στην πλάτη κοφίνι, το περιεχόμενο του οποίου δεν είναι ευκρινές (σημ. 6). Στη βάση του άκμονα κείτεται μία ακόμη αγαλμάτινη κεφαλή. Στο βάθος της παράστασης εικονίζεται στιβαρή λιθόκτιστη τοξοστοιχία με τρία διαδοχικά αψιδωτά ανοίγματα, ενώ στο δεξιό άκρο απεικονίζεται αναμμένο μεταλλουργικό καμίνι, κτισμένο με επάλληλες σειρές οπτόπλινθων (opus testaceum) και άνοιγμα στη βάση του.

Aπό τεχνοτροπικής άποψης, η ζυγισμένη σύνθεση σε χαμηλό ανάγλυφο έχει πολυπλοκότητα, γεωμετρική οργάνωση και θεματολογικό κέντρο. Οι μορφές έχουν καθαρά περιγράμματα και ορθές ανατομικές αναλογίες, οι οποίες αντιγράφουν τα ιδεώδη των γυμνών αντρών της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Οι μάζες των σωμάτων γύρω από το αμόνι οργανώνονται σε δύο ζεύγη που κινούνται αντιθετικά, αλλά ισορροπούν και συστρέφονται. Λαμβάνοντας υπόψη το μικρό μέγεθος και τη φύση του υλικού, παρατηρούμε την επιτυχημένη χρήση της προοπτικής για την απόδοση του βάθους, που μας παραπέμπει ευθύς εξαρχής σε αναγεννησιακά ή μετα-αναγεννησιακά πρότυπα. Συνάγεται ότι ο κοσμηματοποιός που λάξευσε το μάργαρο αντέγραψε κάποιο έργο του νεοκλασικού συρμού, το οποίο αντίστοιχα είχε αντλήσει στοιχεία από εικονογραφικά πρότυπα της κλασικής ή ύστερης αρχαιότητας.

Η σκηνή του αρχαίου χαλκουργείου παραπέμπει άμεσα στον μυθολογικό κύκλο του εργαστηρίου του Ηφαίστου, θέμα διαχρονικά αγαπητό στην τέχνη (σημ. 7). Παραστάσεις με το εργαστήρι του Hφαίστου μάς είναι γνωστές ήδη από την αττική αγγειογραφία των κλασικών χρόνων (σημ. 8). Η σύνθεση με τους τρεις Κύκλωπες να σφυρηλατούν όρθιοι τον κεραυνό του Δία (σημ. 9) αποκρυσταλλώνεται στη ρωμαϊκή τέχνη, όπως βλέπουμε σε τοιχογραφίες και ψηφιδωτά πολυτελών ρωμαϊκών επαύλεων (σημ. 10), αλλά και σε εικονογραφημένο χειρόγραφο του Βιργίλιου (σημ. 11) (εικ. 2). Την ίδια περίοδο, ο μύθος του Προμηθέα που κλέβει τη φωτιά από το εργαστήριο του Ηφαίστου παριστάνεται σε δύο ρωμαϊκές μαρμάρινες σαρκοφάγους (σημ. 12). Στη συνέχεια οι καλλιτέχνες της Αναγέννησης, που αντλούσαν τύπους, μορφές και λύσεις από τα έργα της κλασικής αρχαιότητας ή από τα αριστουργηματικά ανάγλυφα των σαρκοφάγων (σημ. 13), μετέγραψαν με τη σειρά τους το συγκεκριμένο θέμα με διάφορες παραλλαγές, όπως φαίνεται στα έργα των Giorgio Vasari (1511-1574), Jacopo Tintoretto (1518-1594), Francesco Primaticcio (1504-1570), Frans Floris de Vriendt (1517-1570), Antonio Lombardo (1458-1516) κ.ά. Την παράσταση συνέχισαν να πραγματεύονται εκπρόσωποι της τέχνης του Μπαρόκ, όπως ο Diego Velázquez (1599-1660), ενώ από τον 16ο αιώνα και εξής τη βρίσκουμε συχνά σε έργα χαρακτικής και χαλκογραφίας (σημ. 14).

Αναζητώντας, πιο συγκεκριμένα, το έργο που αντιγράφεται στο σεντεφένιο πλακίδιο, θα σταθούμε σε ένα προσχέδιο με κόκκινη κιμωλία, φιλοτεχνημένο το 1620 από τον Ιταλό γλύπτη Allesandro Algardi (1598-1654) (σημ. 15). Oι ομοιότητες τόσο στη διάταξη και στη στάση των μορφών, όσο και στα αρχιτεκτονικά στοιχεία (καμάρες, αναμμένος κλίβανος) είναι εμφανείς.

Η συγκεκριμένη παράσταση, που εικονίζει την Αφροδίτη πάνω σε άρμα να παρακολουθεί την κατασκευή των όπλων για τον Αινεία, αντιγράφηκε κατά κόρον από τον 17ο αιώνα και εξής με διάφορες παραλλαγές. Απεικονίζεται ως εκμαγείο σε πίνακα οπτικής «απάτης» (trompe l’oeil) του Cristoforo Munari (1667-1720) και εικάζεται πως ο καλλιτέχνης είχε στην κατοχή του το συγκεκριμένο εκμαγείο, το οποίο προφανώς έχαιρε της εκτίμησής του (σημ. 16). Η ίδια παράσταση απαντά σε ανάγλυφα κεραμικά πλακίδια (σημ. 17) (εικ. 3), βεντάλιες, προστατευτικά εστίας ή κουτιά διαφόρων ειδών.

Παραλλαγή της παράστασης, που συνιστά κοντινό παράλληλο με το εύρημα του Μουσείου Θυρρείου, βρίσκουμε σε μια καμέα πλάτους 7,6 εκ., η οποία πιθανόν κατασκευάστηκε στη Γερμανία τον 17ο αιώνα και σήμερα φυλάσσεται στο Βρετανικό Μουσείο (σημ. 18). Στο λευκό όστρακο, που πιθανόν διακοσμούσε το σκέπασμα κουτιού, έχει σκαλιστεί η επίμαχη σκηνή, αλλά επιπλέον εδώ δηλώνεται ο ουρανός και ένας ιπτάμενος ερωτιδέας (εικ. 4). Παρεμφερής είναι και η ανάγλυφη παράσταση που φέρει η ελεφαντοστέινη επένδυση ασημένιας ταμπακοθήκης, η οποία πιθανόν κατασκευάστηκε στη Διέπη της Γαλλίας, στο α΄ μισό του 18ου αι (εικ. 5). Τεχνοτροπικά είναι αμελέστερη σε ό,τι αφορά την απόδοση των μορφών, ενώ η εικονογράφηση περιορίζεται στις τέσσερις μορφές που περιβάλλουν το αμόνι και σφυρηλατούν τον οπλισμό πολεμιστή (σημ. 19). Όπως βλέπουμε, η παράσταση κάθε φορά επιδέχεται αλλαγές, ωστόσο στην περίπτωση του πλακιδίου από το Θύρρειο, ο καλλιτέχνης έχει απομακρυνθεί –άγνωστο γιατί– από το μυθολογικό αφήγημα, καθώς παριστάνει τους Κύκλωπες να κατασκευάζουν αγάλματα, αντί για όπλα.

Εκτός από το εικονογραφικό θέμα, το ελεφαντοστέινο πλακίδιο έχει παρεμφερές περίγραμμα με το σεντεφένιο πλακίδιο από το Μουσείο Θυρρείου. Η άνω πλευρά τους είναι ευθύγραμμη και οι υπόλοιπες κυματοειδείς, προσομοιάζοντας το σχήμα δίθυρου οστράκου σε κάτοψη. Μπορούμε, επομένως, να ισχυριστούμε πως το σεντεφένιο πλακίδιο θα συγκρατιόταν με ασημένιο ή χρυσό πλαίσιο, στο σκέπασμα ταμπακιέρας (tabatière a cage) (σημ. 20). Τέτοιου είδους πολυτελείς ταμπακοθήκες κάνουν την εμφάνισή τους στη Γαλλία στις αρχές του 18ου αιώνα, την εποχή που επικρατούν τα κινήματα του Rococo και του νεοκλασικισμού και παραμένουν σε ζήτηση για περίπου έναν αιώνα.

Χρησιμοποιούνταν κυρίως για τη φύλαξη καπνού, κοσμημάτων ή χρημάτων και φυσικά, λόγω των ακριβών υλικών και των εξεζητημένων περίτεχνων διακοσμητικών στοιχείων που έφεραν, αποτελούσαν σύμβολα πλούτου και κύρους (σημ. 21).

Συνοψίζοντας θα λέγαμε πως το σεντεφένιο πλακίδιο δεν αποτελεί τέχνεργο του ελληνικού πολιτισμού και κατά συνέπεια δεν έχει θέση στις προθήκες ενός μουσείου αρχαιοελληνικής τέχνης. Αυτό βέβαια σε καμία περίπτωση δεν μειώνει την καλλιτεχνική του αξία, μιας και πρόκειται για ένα εξαίρετο δείγμα ευρωπαϊκής νεοκλασικής τέχνης, κατασκευασμένο από κάποιον προικισμένο κοσμηματοποιό, που ήταν ενεργός στη Δυτική Ευρώπη, πιθανότατα στη Γαλλία, το α΄ μισό του 18ου αιώνα. Το γεγονός ότι το πλακίδιο αποσπάστηκε από το κουτί του, που ίσως έφερε την υπογραφή του καλλιτέχνη σε κάποιο άλλο σημείο, καθιστά την περαιτέρω ταύτισή του σχεδόν αδύνατη, ενώ το πώς κατέληξε στα χέρια ενός αρχαιοκάπηλου από το Θύρρειο είναι ένα ερώτημα που ίσως δεν θα απαντηθεί ποτέ…

 

Bίβιαν Στάικου

Αρχαιολόγος (Εφορεία Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδας)

 

* Ευχαριστίες οφείλω στον Αναπληρωτή Καθηγητή Βυζαντινής Αρχαιολογίας, Δρα Πλάτωνα Πετρίδη, και στο συνάδελφο κ. Κλεάνθη Σιδηρόπουλο για τις επωφελείς υποδείξεις τους, στο αρχικό στάδιο της μελέτης μου.