Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στα αρχαιολογικά έργα και, κυρίως, στα προγράμματα της ψηφιοποίησης στη Διεύθυνση Διαχείρισης Εθνικού Αρχείου Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού, παρουσίασαν την περασμένη Παρασκευή αρχαιολόγοι συμβασιούχοι, αλλά και μέλη σωματείων που ζητούν, μεταξύ άλλων, «την απρόσκοπτη συνέχιση του σημαντικού έργου της ψηφιοποίησης των κινητών μνημείων του ΥΠΠΟΑ και καμία απόλυση εργαζομένου». Διανύοντας τη δεύτερη ημέρα της 48ωρης απεργίας (6-7 Ιουλίου), που κήρυξε το ΔΣ του Συλλόγου Εκτάκτων Αρχαιολόγων (ΣΕΚΑ), οι εργαζόμενοι, οι συμβάσεις των οποίων λήγουν στο τέλος του μήνα, εξέθεσαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ μέρος των προβλημάτων και των διεκδικήσεών τους.
«Το πρόβλημα ξεκινά καταρχάς με την επέλαση αναδόχων, ιδιωτικών εταιριών, που τεμάχισαν τα εργασιακά δικαιώματα των αρχαιολόγων και δημιούργησαν ταχύτητες αρχαιολόγων όσες ήταν και οι ιδιωτικές εταιρίες. Ο ένας δεν δίνει το αρχαιολογικό ένσημο, ο άλλος δίνει μισθό λίγο πάνω από το επίδομα του ΟΑΕΔ, ο άλλος δίνει μικτά για την καταγραφή ενός αρχαίου αντικειμένου 1,5 ευρώ. Καινοφανή πράγματα, ειδικά το τελευταίο που είναι προσβολή για τον αρχαιολόγο», ανέφερε ο Δημήτρης Κουφοβασίλης, πρόεδρος του ΣΕΚΑ.
«Στην ουσία πρόκειται για δύο υποέργα στην ψηφιοποίηση», εξήγησαν οι εργαζόμενοι. «Το πρώτο είναι η καταγραφή ακατάγραφων κινητών μνημείων στο οποίο απασχολούνται αρχαιολόγοι της αυτεπιστασίας (δηλαδή πληρώνονται μέσω ΕΣΠΑ από το ΥΠΠΟ) και το δεύτερο, η καταγραφή καταγεγραμμένων αντικειμένων. Αυτά δόθηκαν σε εργολάβους, οι οποίοι επιλέγουν οι ίδιοι τους αρχαιολόγους που θα δουλέψουν», ανέφεραν, επεξηγώντας το διαχωρισμό.
«Ακατάγραφα είναι τα αρχαία ανασκαφών που δεν προλαβαίνει να καταγράψει και να μελετήσει ο αρχαιολόγος και τα οποία συσσωρεύονται σε αποθήκες εφορειών αρχαιοτήτων και μουσείων. Αν δεν τοποθετηθούν σωστά, έχουν χαθεί. Κι αν κλαπούν, τελείωσε η υπόθεση. Δεν μπορείς να ζητήσεις από την Ιντερπόλ ένα αρχαίο χωρίς φωτογραφία ή συγκεκριμένα στοιχεία», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γιώργος Μοστράτος, από την ομάδα κεντρικού συντονισμού που ελέγχει τις καταγραφές και συντονίζει το έργο, τονίζοντας ότι πρόκειται για χιλιάδες αντικείμενα που συνεχώς αυξάνονται, καθώς συνεχίζονται οι ανασκαφές.
«Σύμφωνα με έρευνα του 2010 τα ακατάγραφα αντικείμενα ήταν γύρω στα 14,5 εκατομμύρια. Σήμερα οι συνάδελφοι σε όλη την Ελλάδα έχουμε καταγράψει γύρω στις 203.000, μια τεκμηρίωση με όλα τα στοιχεία: διαστάσεις, περιγραφή, φωτογράφιση, ένας ξεχωριστός αριθμός ταυτότητας για κάθε αντικείμενο, που αν χαθεί θα μπορούμε με αυτό να το αναζητήσουμε», συμπλήρωσαν οι εργαζόμενοι, τονίζοντας ότι πρόκειται για ένα «πολύ σημαντικό έργο που κάνει η αυτεπιστασία και το οποίο ελπίζουμε να συνεχίσουμε να κάνουμε».
Ο κ. Μοστράτος έκανε λόγο για ακόμα μία παράμετρο. «Το όλο ζήτημα ξεκίνησε το 2008 με το πρόγραμμα “Πολέμων”, το πρώτο ψηφιακό έργο που έγινε. Εκεί υπήρξε μια ψηφιακή βάση που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του ’90 και όταν ήρθαμε το 2008 για να καταγραφούν τα αρχαία ήταν ήδη παρωχημένο. Δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ αυτό το ψηφιακό εργαλείο. “Στοίχειωσε” το έργο, γι’ αυτό λέμε αν τώρα τελειώσει το δικό μας, θα έχει την ίδια τύχη», τόνισε. Όπως πληροφορήθηκε το ΑΠΕ-ΜΠΕ από τους εργαζόμενους, το νέο έργο της ψηφιοποίησης ξεκίνησε το 2012, για το οποίο προσλήφθηκαν, σταδιακά, 88 αρχαιολόγοι. Σήμερα, έχουν μείνει 63.
«Το νέο έργο ξεκίνησε το 2012 από την Ομάδα Κεντρικού Συντονισμού, που αποτελείτο αρχικά από 2 πληροφορικούς και 12 αρχαιολόγους. Φτιάχτηκε ένα καινούργιο πληροφορικό σύστημα, μια καινούργια ψηφιακή βάση πάνω στην οποία θα καταγραφούν ψηφιακά όλα τα ακατάγραφα. Ένα νέο, εύχρηστο, εύληπτο για τον χρήστη εργαλείο καταγραφής με όλες τις σύγχρονες προδιαγραφές, κάτι μοναδικό στην Ευρώπη», όπως αναφέρθηκε. «Είναι προσόν για την Ελλάδα της κρίσης να είμαστε το μοναδικό κράτος στην Ευρώπη που θα έχει ένα τέτοιο σύστημα σε εθνικό επίπεδο. Δηλαδή, ίδιο σύστημα μπορεί να έχει το Βρετανικό Μουσείο, το Λούβρο κ.ά., αλλά ούτε το Ηνωμένο Βασίλειο ούτε η Γαλλία το διαθέτουν σε εθνική κάλυψη. Μόνο η Ελλάδα το εισαγάγει τώρα και αυτό λόγω της πρόθεσης της χώρας να το υλοποιήσει», πρόσθεσε ο κ. Μοστράτος.
Όσο για το 2ο υποέργο, αυτό αφορά τα καταγεγραμμένα μνημεία, που είτε εκτίθενται είτε βρίσκονται σε αποθήκες. «Οι αρχαιολόγοι που δουλεύουν στους εργολάβους δεν αμείβονται με μισθούς αρχαιολόγου αλλά με μισθούς γραμματειακής υποστήριξης. Αυτό τους κάνει να μην ενδιαφέρονται για το αντικείμενο ή να μην έχουν τον χρόνο για την καταγραφή των αντικειμένων, καθώς απαιτούνται το λιγότερο 50 καταγραφές την ημέρα για να πληρωθούν. Δίνουν δηλαδή περισσότερη σημασία στην ποσότητα και όχι στην ποιότητα. Και όταν γίνεται αυτό, τότε αναγκαστικά σημειώνονται λάθη. Και για να μην εκτεθεί η Εφορεία Αρχαιοτήτων και το ΥΠΠΟ, μπήκαμε στη διαδικασία, από επαγγελματική ευσυνειδησία και από συναδελφική αλληλεγγύη, να τους επιμορφώσουμε εμείς», ανέφερε η Δήμητρα Αντωνίου, μέλος του ΔΣ του ΣΕΚΑ και εργαζόμενη στο έργο.
«Επίσης, οι αρχαιολόγοι των αναδόχων δεν έχουν άμεση επαφή με τα αντικείμενα, είναι υπάλληλοι ιδιώτη και απαγορεύεται να πλησιάσουν το αρχαίο, ένα βασικό μείον, καθώς δεν μπορείς να εξοικειωθείς με αυτό, κάτι που για εμάς τους αρχαιολόγους έχει σημασία», συμπλήρωσε η Μιμίκα Κρίγκα, γραμματέας του ΣΕΚΑ και εργαζόμενη στο έργο. «Σε καμία περίπτωση δεν καταδικάζουμε τους συναδέλφους του αναδόχου, ούτε ότι δεν είναι καταρτισμένοι. Απλώς το εργασιακό καθεστώς στο οποίο εργάζονται, η πίεση που δέχονται, οι μισθοί οι οποίοι δεν είναι ανάλογοι των προσόντων τους, τους οδηγούν να μην ενδιαφέρονται το ίδιο για την καταγραφή των αντικειμένων ή να μην έχουν τον χρόνο. Όλα αυτά δείχνουν ότι οι ιδιωτικές ανάδοχες εταιρείες δεν μπορούν να κάνουν την ίδια δουλειά που κάνουν άνθρωποι που δουλεύουν στο Δημόσιο. Ίσως θα μπορούσαν οι ιδιωτικές εταιρείες να χρησιμοποιηθούν σε άλλους κλάδους, π.χ. στην ενίσχυση του πληροφοριακού συστήματος. Θεωρούμε ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να δίνονται σε ανάδοχες εταιρείες υπηρεσίες που μπορούν να προσφέρουν άνθρωποι οι οποίοι δουλεύουν υπό καθεστώς αυτεπιστασίας και πληρώνονται άμεσα από το ΥΠΠΟ. Πρέπει όλοι που κάνουμε την ίδια δουλειά να ανήκουμε στο ίδιο Υπουργείο», κατέληξαν οι εργαζόμενοι.
Παρέμβαση στη συζήτηση έκανε και ο Μιχαήλ Ζερβός, πρόεδρος του πανελλήνιου σωματείου εκτάκτου προσωπικού ΥΠΠΟ, που εκπροσωπεί όλες τις ειδικότητες, με προϋπόθεση η θέση εργασίας να είναι ορισμένου χρόνου.
«Εμείς λέμε ότι πρέπει να δημιουργηθεί τμήμα ειδικών ψηφιοποίησης, μόνιμο, που θα καταγράφει τα αμέτρητα ευρήματα τα οποία υπάρχουν και θα προκύπτουν γιατί οι ανασκαφές είναι συνεχόμενες. Όσον αφορά τους υπόλοιπους κλάδους, υπάρχει το ίδιο θέμα: Και οι εργάτες ανασκαφής και οι αρχιτέκτονες που κάνουν τις μελέτες και οι συντηρητές, όλοι χρειάζονται και πρέπει να είναι μόνιμοι. Επίσης, θεωρούμε απαράδεκτο να σου λένε πόσα κομμάτια και πότε να τα τελειώσεις, όταν αφορά ένα πολιτιστικό και πολιτισμικό αντικείμενο. Τέλος, ζητάμε την ίδια εφαρμογή των υπαρχόντων νόμων και διατάξεων όπως τις εφαρμόζουν για το αορίστου και μόνιμο προσωπικό».