«Γιάννης Μηλιάδης, Γράμματα στην Έλλη» είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου των Εκδόσεων Αρχείο που αναμένεται να κυκλοφορήσει τον Ιούλιο. Στο βιβλίο περιλαμβάνεται η αλληλογραφία του μεγάλου αρχαιολόγου με την Έλλη Λαμπρίδη από το 1914 έως το 1937.
Αποσπάσματα από τις επιστολές: Προδημοσίευση
«Σου γράφω για να σου παραπονεθώ για τη θέση μου. Θεέ μου! Αυτή λοιπόν είναι η Πρέβεζα; Η έδρα μου! Είναι αφάνταστη η φρίκη που μ’ έπιασε άμα την αντίκρυσα, και ιδίως το τρισάθλιο αυτό ξενοδοχείο που με φιλοξενεί (!) και που είμαι υποχρεωμένος να μείνω απόψε. Τι τόπος! Στους δρόμους τριγυρίζουν ένα σωρό –πώς να τους πω;– να, Καραϊσκάκηδες να πούμε, ώς εκεί επάνω, με χατζάρια, κουμπούρια, σελάχια, φέσια, κάπες. Στους τοίχους τάγματα κυρίων. Θα τρελλαθώ παιδί μου αν μείνω άλλη μια βδομάδα εδώ. Φαντάσου ότι έχω βιαστικότατες δουλειές να τελειώσω και δεν έχω ούτε τραπέζι, ούτε μελάνι να γράψω. Το δωμάτιο είναι τόσο στενόχωρο, που δεν μπορώ ν’ ανοίξω τη βαλίτσα μου! Δεν μπορώ ούτε ν’ αλλάξω».
…
«Τώρα με απασχολεί η Νικόπολη. Πρέπει να εξασφαλίσω –έστω και πρόχειρα– τα θαυμάσια ψηφιδωτά της γουρουνοανασκαφής του Φιλαδελφέα. Στις πρώτες εκθέσεις που θίγω και μερικά σημαντικώτατα γενικά ζητήματα που μπόρεσα ν’ αντιληφθώ και εν μέρει να λύσω εδώ (σχετικά με τις απαλλοτριώσεις αρχ[αιολογικών] τόπων), μου απάντησε το Υπουργείο ότι τις μελετάει σοβαρά και μου εγκρίνει μερικές πιστώσεις. Αλλά για να τα νοιώσουν αυτοί αυτά που τους γράφω, πρέπει να κατέβω ο ίδιος στην Αθήνα. Πότε όμως θα μπορέσει να γίνει αυτό, δε μπορώ ακόμη να πω. Άλλωστε αυτό θα εξαρτηθεί και από σένα. Ανασκαφές το χειμώνα δεν γίνονται. Σχεδιάζω όμως 2 στην Κασσώπη (ήρθε η έγκριση) και στα Δολιανά. Ακόμα εργάζομαι για να μπορέσω μέσα σε 1-2 χρόνια να προικίσω την Ήπειρο με 2 μουσειάκια στην Πρέβεζα και στα Γιάννενα. Αυτές είνε οι εργασίες μου των 2 μηνών. Τ’ αποτελέσματά τους θα φανούν αργότερα».
…
«Ως τις 13 του Δεκέμβρη πρέπει να είμαι εδώ για να συλλέξω τις στρατολογικές δηλώσεις των φυλάκων μου (άλλο βάσανο αυτό), έπειτα περιμένω απάντηση από το υπουργείο και πιστώσεις για τις εδώ δουλειές. Αυτοί δε, αργούν τρομερά και θα μου στείλουν πιστεύω την απάντηση όταν θα μου είνε δυσκολώτατο να προβώ στις εργασίες. Ίσως να ενεργήσω και εντελώς αυτοβούλως, αν αναλαβαίνοντας την ευθύνη για να κερδίσω χρόνο· αλλά είνε μερικές δουλειές πολύ μπερδεμένες με διάφορα Υπουργεία, Νομαρχίες, δήμους, κοινότητες, ιδιώτες, τράπεζες, το νομομηχανικό, την επιτροπή αποκαταστάσεως και απαλλοτριώσεως και τον Μητροπολίτη ακόμη! Ένας άλλος θα τάφηνε να κοιμηθούν, εγώ όμως θέλω να τα βγάλω πέρα».
…
«Δε θα ήταν έντιμο να σου κρύψω –ούτε που είχα διάθεση να το κάνω– ότι σήμερα έγραψα ένα γράμμα στον κ. Γληνό και του λέω μερικές παρατηρήσεις μου για την Αναγέννηση και το πανεπ[ιστήμιο] Θεσσαλονίκης και ιδιαίτερα του υποδηλώνω την τελευταία ζωηρή κίνηση των ανθρώπων της “σημαίας σου”, ανάμεσα στους οποίους και συ κατάλαβες μια εξαιρετική θέση. Το γράμμα μου είνε αρκετά τσουχτερό και τον καλώ να ξαναγυρίσει στο καθήκον του, απ’ όπου λιποτάχτησε. Δεν ξέρω τι θα βγει, ούτε πιστεύω ότι ο κ. Γληνός παίρνει πια εύκολα χαμπάρι από τη φωνή του καθήκοντος. Εγώ πάντα βλέπω όμως ότι είναι καιρός η δική μας παράταξη να βγει μια και καλή να σας αντιμετωπίσει φράζοντας το δρόμο στον ιδεολογικό αντίλαλο στον οποίο, εγώ τουλάχιστο, διαβλέπω έναν από τους χειρότερους κινδύνους για τον τόπο μου, ανήκω στο εντελώς αντίθετο στρατόπεδο από σένα. Και σε πολύ λίγο καιρό, αν μπορέσω να ξανασυγκεντρώσω τον εαυτό μου, θα δοθώ ολόκληρος σ’ έναν αγώνα, αγώνα σκληρότατο ενάντια σ’ εχθρούς και φίλους».
…
«Μα ας μη χάνουμε πια καιρό. Μη φεύγεις τουλάχιστον από κοντά μου. Ελπίζω ακόμη σε δέκα χρόνια νεότητας μαζί σου. Μα απ’ αυτά δε θέλω να μου στερήσεις ούτε στιγμή γιατί φοβούμαι, θεέ μου, πως θα σε καταραστώ. Θα ήθελα να μη γινόταν καν αυτό το ταξίδι σου και μόλις κρατήθηκα να σου το ζητήσω μα φοβήθηκα μήπως ακούσω πάλι πως θέλω να σου εξαφανίσω την ατομικότητά σου! Πόσο πικρή είσαι Έλλη μου! Μα πίστεψέ με πως πουθενά αλλού δε θα βρεις τόσο τον εαυτό σου όσο κοντά μου. Έτσι τουλάχιστο πιστεύω. Μα ωστόσο μη ξεχνάς πως βρισκόμαστε “στη μέση του δρόμου της ζωής μας”. Κάποτε άλλοτε θα σου μιλήσω για μια παράξενη ιδέα που έχω για τη δύναμη και την αιωνιότητα των τσακισμένων».