Πόσο πρόσφατο είναι το… μέλλον; Όσο πρόσφατη είναι και η κλασική αρχαιότητα, που διαδραματίζει καίριο ρόλο στην καθημερινότητά μας, θα μπορούσε να απαντήσει κανείς στο ερώτημα που παραπέμπει στο βιβλίο του αρχαιολόγου και αναπληρωτή καθηγητή κλασικής αρχαιολογίας στο ΕΚΠΑ, Δημήτρη Πλάντζου, «Το Πρόσφατο Μέλλον. Η κλασική αρχαιότητα ως βιοπολιτικό εργαλείο» (Εκδ. Νεφέλη).
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ συζήτησε με τον κ. Πλάντζο για το νέο βιβλίο του στο οποίο δεν μιλά «αποκλειστικά ως αρχαιολόγος», καθώς χρησιμοποιεί μεθοδολογικά στοιχεία και από άλλες επιστήμες, ενώ παράλληλα στηρίζεται σε μια πληθώρα παραδειγμάτων που τον βοηθούν να γράψει μια «πολιτισμική ιστορία της Ελλάδας από το 2004 έως την όχι και τόσο πρόσφατη πια, και μάλλον μόνιμη πλέον, “κρίση”».
Ακολουθεί η συνέντευξη:
Ε: Το βιβλίο σας έχει τίτλο «Το Πρόσφατο Μέλλον. Η κλασική αρχαιότητα ως βιοπολιτικό εργαλείο». Πείτε μας συνοπτικά τι πραγματεύεται και πώς το περιεχόμενό του συνδέεται με το πρώτο μέρος του τίτλου («Το Πρόσφατο Μέλλον»);
Α: Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι η κλασική αρχαιότητα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην καθημερινότητά μας ως Νεοελλήνων: Απεικονίσεις και αναπαραστάσεις, πότε παραδειγματικού, πότε ψυχαγωγικού, πότε διαφημιστικού, πότε ακόμη και φρονηματιστικού χαρακτήρα, επιστρατεύονται συνεχώς και αδιαλείπτως ως εγγενές στοιχείο της εθνικής μας ταυτότητας. Τι είναι αυτό που καθιστά την κλασική αρχαιότητα ηθικά και αισθητικά αναγκαία για τον νεοελληνικό βίο; Θυμίζω ότι και κρίσιμα πολιτικά θέματα –από το περίφημο «μακεδονικό» έως και την πιο πρόσφατη εθνική χρεωκοπία και τις πολύχρονες «μνημονιακές» διαπραγματεύσεις– διακυβεύονται συχνά και στο πεδίο των εικονογραφικών συμβολισμών, εντός και εκτός των ελληνικών συνόρων: Από το «αστέρι της Βεργίνας» ως τους μισογκρεμισμένους ναούς που δείχνουν οι γελοιογραφίες των Γερμανών και των Βρετανών κάθε φορά που θέλουν να ασκήσουν κριτική στο ελληνικό κράτος για την κατάσταση των οικονομικών του. Αυτή η γενικευμένη χρήση των αρχαιοελληνικών εικονογραφιών λειτουργεί «βιοπολιτικά»: Οργανώνει τον ελληνικό πληθυσμό σύμφωνα με συγκεκριμένες πολιτικές ατζέντες. Και συντελεί στην αίσθηση που έχουμε συχνά σαν λαός, ότι δηλαδή βιώνουμε μια συγκεκριμένη στιγμή ιστορικής αυτοπεποίθησης και συνειδησιακής κορύφωσης κατά την οποία το μέλλον φαντάζει ήδη βιωμένο – αυτό που στο βιβλίο ονομάζω, ειρωνικά, το «πρόσφατο μέλλον». Θυμηθείτε τους Ολυμπιακούς της Αθήνας το 2004, που σηματοδοτούν το οριστικό τέλος του 20ού αιώνα για τη χώρα: Πώς τους γιορτάσαμε; Φυσικά με μια παρέλαση αθλητών, μοντέλων και εκατοντάδων εθελοντών που υποδύονταν αρχαιοελληνικά αγάλματα και εικόνες από αρχαία αγγεία. Πρόκειται για την ίδια τελετουργία που επαναλαμβάνεται κάθε τόσο (ως φάρσα;) με κάθε ευκαιρία – από τη Γιουροβίζιον στις αθλητικές αναβιώσεις της Νεμέας και την κατάθεση στεφάνου από τον Πάνο Καμμένο στη Σαλαμίνα κατά την υποτιθέμενη επέτειο της γνωστής Ναυμαχίας.
Ε: Σε ποιους απευθύνεται το βιβλίο σας;
Α: Είμαι χαρούμενος που έγραψα, επιτέλους, και ένα βιβλίο που δεν απευθύνεται αποκλειστικά στους αρχαιολόγους και τους φοιτητές αρχαιολογίας. Απευθύνεται φυσικά και σε αυτούς, αλλά και σε όσους ενδιαφέρονται για τις χρήσεις της κλασικής αρχαιότητας στο παρόν, και για τις επιπτώσεις που αυτή έχει (ή τις ατζέντες που κρύβει). Με άλλα λόγια είναι ένα κατεξοχήν πολιτικό βιβλίο, εμποτισμένο με τις συζητήσεις για την λεγόμενη «ελληνική κρίση», τις χρήσεις και απόπειρες νομιμοποίησης της βίας (και της θεσμικής), για το καταστατικό αρχαιολατρικό ήθος της σύγχρονης ελληνικής πολιτείας, για την πανωλεθρία της Αμφίπολης. Σε αυτό το βιβλίο δεν μιλώ αποκλειστικά ως αρχαιολόγος, αλλά χρησιμοποιώ και μεθοδολογικά στοιχεία που δανείζομαι από την κοινωνική ανθρωπολογία, τις πολιτισμικές σπουδές, τη λογοτεχνική κριτική και την ψυχανάλυση. Τα παραδείγματα που χρησιμοποιώ με βοηθούν, πιστεύω, να γράψω μια, ας πούμε, πολιτισμική ιστορία της Ελλάδας από το 2004 έως την όχι και τόσο πρόσφατη πια, και μάλλον μόνιμη πλέον, «κρίση».
Ε: Αναφέρεστε σε γεγονότα που σημάδεψαν την τελευταία δεκαετία τη χώρα, από την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 ως την Αμφίπολη του 2014, από τις βίαιες αντιδράσεις των κατοίκων της Κερατέας κατά της κατασκευής ΧΥΤΑ στην περιοχή τους ως την περίπτωση της Χρυσής Αυγής. Χρησιμοποιείτε, όμως, και παραδείγματα λιγότερο γνωστά, όπως σχόλια ομάδων με ακροδεξιό ή ρατσιστικό λόγο που δραστηριοποιούνται στο Ίντερνετ κι αλλού, αναρτήσεις στο διαδίκτυο βίντεο ή φωτογραφιών άλλων ομάδων με αρχαιολατρικό χαρακτήρα, ακόμα και περιπτώσεις κατασκευής σύγχρονων κτιρίων που έχουν εμπνευστεί, όχι και τόσο πετυχημένα, από την κλασική αρχαιότητα. Υπάρχει κάποιος «μίτος» που συνδέει τα παραπάνω και γενικά την πληθώρα των παραδειγμάτων που αποτυπώνονται στο βιβλίο σας;
Α: Ο μίτος που ενώνει όλα αυτά τα παραδείγματα είναι η χρήση της αρχαιότητας και το ιδεολογικό υπόβαθρο επάνω στο οποίο βασίζεται. Δεν θεωρώ ότι το να αναφέρεσαι στην κλασική αρχαιότητα στις μέρες μας είναι κάτι εξ ορισμού «κακό», «οπισθοδρομικό» ή «συντηρητικό». Η χρήση της αρχαιότητας συνιστά εγγενές στοιχείο του νεωτερικού (μας) πολιτισμού, και δη του ευρωπαϊκού. Όμως: η αρχαιοελληνική αισθητική λειτουργεί και ως φορέας ιδεών, λόγων και απόψεων που μπορεί να χρησιμεύσουν και ως αγωγοί αντιλήψεων ανεπιθύμητων για ένα σύγχρονο κράτους δικαίου. Ή και ως άλλοθι για την επιβολή ανάρμοστων πρακτικών: Στο βιβλίο στέκομαι, για παράδειγμα, στην κωδική ονομασία «Ξένιος Ζευς» που χρησιμοποίησε η ελληνική αστυνομία για τις επιχειρήσεις «σκούπα» εναντίον των μεταναστών πριν από μερικά χρόνια. Πώς η αρχαιοελληνική υποχρέωση να τιμάς τον φιλοξενούμενο μετατράπηκε σε ρατσιστικό μηχανισμό ταπείνωσης του άλλου και εγκλεισμού; Μα γιατί η ιεράρχηση των φυλών (όπως και αυτή των φύλων) ήταν εγγενές στοιχείο της ελληνικής σκέψης. Όπως λέω και στο βιβλίο, «θα υπήρχε το κάλλος του κλασικού πολιτισμού χωρίς τις έμφυλες ιεραρχίες των αρχαιοελληνικών κοινωνιών; Χωρίς την άτεγκτη ετεροκανονικότητα της αρχαιοελληνικής πατριαρχίας; Θα υπήρχαν Έλληνες χωρίς βαρβάρους;». Δεν είναι τυχαίο ότι η ελληνική ακροδεξιά, στις πολλαπλές αλλά επικαλυπτόμενες μιτώσεις της, δείχνει ιδιαίτερη αγάπη προς αυτήν ακριβώς την πλευρά της κλασικής αρχαιότητας: Επιχειρεί μια ιδιότυπη «αρχαιολογία», βασισμένη στη συναισθητική αναβίωση και παραστασιακή μνήμη, τις πομπώδεις επιτελέσεις, την επιλεκτική λήθη (όπως και την επιδεικτική αμάθεια), την επιθετική διάκριση μεταξύ «Ελλήνων» και «Άλλων» κ.ο.κ.
Ε: Αναφέρεστε συχνά στο αφήγημα του ένδοξου κλασικού παρελθόντος πάνω στο οποίο έχει στηριχθεί η ίδρυση του ελληνικού κράτους και εν πολλοίς η ταυτότητα των Νεοελλήνων. Πόσο «εγκλωβισμένοι» είμαστε σε αυτό; Με άλλα λόγια, θεωρείτε ότι σχετίζεται με τις παθογένειες της εποχής μας, όπως η πολιτισμική κρίση που βιώνουμε παράλληλα με την οικονομική;
Α: Όχι. Αυτό είναι, ξέρετε, η συνήθης οριενταλιστική κριτική που μας ασκείται: «Δεν είστε άξιοι απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων, ούτε ικανοί διαχειριστές του κληροδοτήματός τους προς εσάς». Πρόκειται για την κριτική επιπέδου Focus και λοιπών ευρωπαϊκών εντύπων υποτιθέμενης πολιτικής ανάλυσης, όπως ο Economist (κάπως αυτό το είδαμε να επαναλαμβάνεται και με την Documenta 14). Όπως και ορισμένων διανοουμένων και πανεπιστημιακών, εντός και εκτός Ελλάδας, που αναφέρονται στην ελληνική ιστορία ως διαδοχή «θριάμβων και καταστροφών», «χρεωκοπιών, πολέμων και κρίσεων», στους Έλληνες ως «κακά παιδιά» της Ιστορίας κ.ο.κ. Όπως είπα και παραπάνω, η χρήση της αρχαιότητας για τη δόμηση του παρόντος είναι εγγενές στοιχείο της νεωτερικότητας και μπορούμε να το παρατηρήσουμε παντού, από τη Μεγάλη Βρετανία και –προφανώς– τις Ηνωμένες Πολιτείες, ώς την Ινδία, την Ιαπωνία, το Μεξικό και την Αίγυπτο, για να μην αναφερθώ στα Βαλκάνια όπου η αρχαιολογική χρήση του παρελθόντος από ορισμένα κράτη, νεοφυή και παλαιότερα, φαίνεται να αντιγράφει ακριβώς τις αντίστοιχες στρατηγικές που ακολούθησε παλαιότερα η Ελλάδα. Αυτό που είναι κρίσιμο για εμάς σήμερα είναι να κατανοήσουμε ότι: Πρώτον, το αρχαιολογικό επιχείρημα δεν μπορεί να σου λύσει ένα σύγχρονο πολιτικό πρόβλημα σαν το «μακεδονικό» ή το «κυπριακό», ακόμη κι αν ίδιες τάσεις επιδεικνύουν και οι αντίπαλοί σου. Κυρίως γιατί τα αρχαιολογικά προβλήματα είναι άλυτα, αλλά ακόμα και γιατί η επίλυσή τους δεν μπορεί να έχει αναφορές στο σήμερα. Και δεύτερον, διότι οι σημερινές κοινωνίες, με τους νόμιμους και παράτυπους μετανάστες τους, πολιτογραφημένους και «ενσωματωμένους» ή όχι, τις τοπικές, εθνοτικές, θρησκευτικές, έμφυλες, υποκουλτούρες τους δεν μπορεί να τσουβαλιαστούν υπό τη σκέπη ενός απαράμιλλου, πάλλευκου και καθόλα φαντασιακού Παρθενώνα, όσο ωραίος κι αν υπήρξε αυτός, κι όσο κι αν συνεχίζει να μας συγκινεί με το κάλλος του. Αν έγραψα αυτό το βιβλίο το έκανα (και) γιατί θα ήθελα μια ελληνική αρχαιολογία απαλλαγμένη από το βάρος της νεοκλασικής παράδοσης, από το άτεγκτο αρχαιολατρικό ήθος του 19ου αι. Μια αρχαιολογία της συμπερίληψης και όχι του αποκλεισμού.
Ε: Όπως λέτε, παρόμοια αφηγήματα έχουν χρησιμοποιηθεί (και συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται) και σε άλλες χώρες, εκτός και εντός Δύσης. Ποια αναγκαιότητα εξυπηρετούν σήμερα; Πιστεύετε ότι το ελληνικό παράδειγμα έχει κάτι ξεχωριστό;
Πάντοτε αποφεύγω να μιλώ και να σκέφτομαι με όρους «ελληνικής ιδιαιτερότητας». Προφανώς και το ελληνικό παράδειγμα διαφέρει – κυρίως γιατί εμείς είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε με τους αρχαίους ό,τι άλλοι πρέπει να κάνουν με τους Ρωμαίους, τους Βίκιγκς, τον Μάρκο Πόλο ή την Άγρια Δύση. Κάθε έθνος, πέρα από τον ζωτικό του χώρο διεκδικεί και τον ζωτικό του χρόνο, την εξάπλωσή του δηλαδή στην ιστορία, ακόμη κι αν χρειάζεται έτσι να προσεταιριστεί το παρελθόν των άλλων. Αρκεί βέβαια να κατανοούμε ότι πρόκειται για ένα εννοιολογικό σχήμα, μια μεταφορά αν θέλετε, μια φαντασιακή κατασκευή με βαρύτητα οπωσδήποτε, αλλά όχι απόλυτη ισχύ. Δεν μπορούμε και δεν πρόκειται να αγνοήσουμε σε αυτή τη χώρα το κλασικό παρελθόν και τα υλικά του κατάλοιπα – αρκεί να βρούμε τον τρόπο να τα ενεργοποιήσουμε ως εργαλεία συνεύρεσης και συνέργειας και όχι ως τετριμμένες παραβολές σε αδιέξοδες συζητήσεις για τη φυλετική καθαρότητα του ελληνικού έθνους, την «ελληνικότητα» της μιας ή της άλλης γεωγραφικής περιοχής και τα μνημόνια.