Το 1813, φιλοπρόοδοι Κοζανίτες έκτισαν πλάι στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στο κέντρο της πόλης, ένα θολωτό οικοδόμημα, στο οποίο εγκατέστησαν τη βιβλιοθήκη, και δίπλα της ένα ακόμα με την επιγραφή «Οίκος Βελτιώσεως» προκειμένου να συνέρχονται «οι πεπαιδευμένοι ίνα μελετώσι, φιλολογώσι και διαλέγωνται».
Είχε προηγηθεί (από τα μέσα του 17ου αιώνα) η λειτουργία (ως επίκεντρο της πνευματικής κίνησης και του διαφωτισμού) μιας σχολικής βιβλιοθήκης με δεκάδες σπάνια παλαίτυπα – μέρος μιας συλλογής που βρέθηκε στην υπό οθωμανική μεν κυριαρχία, αλλά και υπό ελληνική οικονομική και πνευματική ανεξαρτησία, πόλη των λογίων και των πραματευτάδων, όπου έμελλε να δημιουργηθούν οι ψηφίδες και τα πρώτα αφηγήματα που «γέννησαν» τον ελληνικό διαφωτισμό.
Το 1923 παραδόθηκαν στον Δήμο 6.976 τεκμήρια και συστάθηκε έτσι η Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, η οποία μεταστεγάστηκε το 1930 στην ανεγερθείσα επέκταση του Δημαρχείου, με δωρεά των αδελφών Κοβεντάρου. Μέχρι το 1985 αποτελούσε τμήμα του Δήμου Κοζάνης. Σήμερα είναι αυτοτελές ΝΠΔΔ του Δήμου.
Η Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη της Κοζάνης, από τις μεγαλύτερες στην Ελλάδα, διαθέτει 153.000 τόμους, περισσότερα από 380 χειρόγραφα, 315 κώδικες και πολλές σπάνιες εκδόσεις, μεταξύ των οποίων και ένα από τα 17 σωζόμενα πρωτότυπα της Χάρτας του Ρήγα Φεραίου.
«Η επισκεψιμότητα –στο παλιό κτίριο της βιβλιοθήκης– ξεπερνά τα 100.000 άτομα ανά έτος (8.000 μελετητές, μαθητές, αναγνώστες ανά μήνα). Ευελπιστούμε ότι στο νέο κτίριο και με τη “συμφιλίωση” της βιβλιοθήκης με τις νέες ψηφιακές τεχνολογίες και τη λειτουργία του μουσείου, ο αριθμός θα αυξηθεί», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του ΔΣ της Κοβενταρείου βιβλιοθήκης και αντιδήμαρχος πολιτισμού του δήμου Κοζάνης, Παναγιώτης Δημόπουλος.
Η ανέγερση του νέου κτιρίου, που θα στεγάσει τη νέα εποχή της βιβλιοθήκης, ξεκίνησε πριν από τουλάχιστον δέκα χρόνια, σε οικόπεδο επί της οδού Δαβάκη στην είσοδο της πόλης. Το κτίριο ολοκληρώθηκε και ήδη ξεκίνησε η μετεγκατάσταση της βιβλιοθήκης που αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί ως το τέλος του χρόνου.
Το νέο κτίριο, συνολικής έκτασης 6.800 τ.μ, περιλαμβάνει: τη βασική ενότητα της βιβλιοθήκης, τον κεντρικό χώρο υποδοχής και το μουσείο – τρία τμήματα αυτόνομα και αλληλεξαρτώμενα, καθώς η βιβλιοθήκη βρίσκεται σε επαφή με τον κεντρικό χώρο υποδοχής και διαθέτει ανεξάρτητη είσοδο. Αναπτύσσεται σε δύο κύρια επίπεδα και ένα πατάρι, ενώ σε χαμηλότερο επίπεδο χωροθετούνται τα παλαίτυπα, οι ειδικές συλλογές, ο χώρος των ερευνητών, καθώς και ένα μικρό εργαστήριο συντήρησης βιβλίων.
Η επικοινωνία των δύο βασικών επιπέδων της βιβλιοθήκης γίνεται μέσω ενός κλιμακοστασίου που λειτουργεί και ως βιβλιοστάσιο. Ο κεντρικός χώρος υποδοχής έχει διπλό ρόλο. Λειτουργεί ως σημείο ελέγχου όλου του κτιριακού συγκροτήματος, οδηγώντας παράλληλα τους επισκέπτες στη βιβλιοθήκη και στο μουσείο, ενώ έχει τη δυνατότητα να καλύψει εκθέσεις και μικρές εκδηλώσεις. Το μουσείο (συνολικής επιφάνειας χώρων 1.400 τ.μ.) βρίσκεται και αυτό σε επαφή με τον κεντρικό χώρο υποδοχής και αναπτύσσεται σε τρία επίπεδα και ένα πατάρι. Το χαμηλότερο από τα επίπεδα αυτά λειτουργεί ως αποθήκη.
Το επίμηκες κτίριο καταλαμβάνει όλη την πλευρά του οικοδομικού τετραγώνου, ενώ στο μέσον περίπου της πλευράς αυτής βρίσκεται η κεντρική είσοδος του κτιριακού συγκροτήματος, η οποία, υπό μορφή στοάς, διαπερνά τον κτιριακό όγκο της βιβλιοθήκης και καταλήγει στον κεντρικό χώρο υποδοχής του συγκροτήματος, επιφανείας 400 τ.μ. Στις δύο πλευρές του χώρου αυτού προσαρτώνται οι ενότητες της βιβλιοθήκης και του μουσείου.
Στη στάθμη κάτω από το ισόγειο της βιβλιοθήκης αναπτύσσονται η προστατευμένη ζώνη των παλαιτύπων και των ειδικών συλλογών, ένα μικρό εργαστήριο συντήρησης βιβλίων και τμήμα της διοίκησης, ενώ στην ίδια στάθμη και κάτω από το χώρο υποδοχής του συγκροτήματος βρίσκεται η παιδική βιβλιοθήκη, με ανεξάρτητη πρόσβαση από την υποβιβασμένη αυλή, που δημιουργείται σε συνέχειά της.
«Στόχος ήταν το τελικό αποτέλεσμα να συνδυάζει στοιχεία από ένα σημαντικό και για την εποχή του πρωτοποριακό παρελθόν, με την κάλυψη των μορφωτικών και πολιτιστικών απαιτήσεων του σήμερα και με τη θετική ματιά σε ένα καλύτερο αύριο. Βασίσαμε λοιπόν την πρότασή μας στην οικειότητα της γεωμετρίας της προϋπάρχουσας δόμησης συνδυασμένης με μια καινοφανή αισθητική του κελύφους, η οποία όμως προκύπτει άμεσα από τη λειτουργικότητα του περιεχομένου», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο εκ των μελών της ομάδας αρχιτεκτονικής μελέτης, ομότιμος καθηγητής του τμήματος Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής σχολής του ΑΠΘ, Πάνος Τζώνος. Η αρχιτεκτονική μελέτη συντάχθηκε από τους: Κ. Αντωνίου, Ε. Κάστρο και Π. Τζώνο, Σ. Γαλίκα και Θ. Χατζηγιαννόπουλο, ενώ στην οριστική μελέτη και τη μελέτη εφαρμογής συμμετείχαν –μεταξύ άλλων– η Ε. Δισλή και ο Κ. Σακαντάμης.
Η μουσειολογική μελέτη: μια ξεχωριστή περίπτωση
Συνήθως τα μουσεία έχουν τις δικές τους βιβλιοθήκες. Οι βιβλιοθήκες όμως δεν συνηθίζεται να διαθέτουν μουσεία. Εκτός αν είναι η Κοβεντάρειος Βιβλιοθήκη της Κοζάνης.
«Το μουσείο θέτει και απαντά το ερώτημα: Γιατί και πώς δημιουργήθηκε μια τέτοια συλλογή στην Κοζάνη; Αλλά και μια πολύτιμη συλλογή κυρίως μεταβυζαντινών εικόνων, ιερών κειμηλίων, ξυλόγλυπτων και επιγραφών. Όλα αυτά περιήλθαν στη φροντίδα της από δωρεές, που ξεκινούν ήδη από τον 17ο αιώνα. Τα εκθέματα “μιλούν” για το κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο της εποχής, το ρόλο της ορθόδοξης εκκλησίας, τους λογίους, επιστήμονες και εμπόρους, τους κάθε είδους δωρητές των σημερινών θησαυρών της βιβλιοθήκης, που δημιούργησαν ένα από τα σημαντικά αστικά κέντρα του Ελληνικού Διαφωτισμού. Με αυτόν τον τρόπο το μουσείο προβάλλει και ερμηνεύει το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης, την τοπική και εθνική της σημασία, τον λόγο ύπαρξής της. Το μουσείο έτσι αποτελεί την προθήκη της βιβλιοθήκης, αλλά και η βιβλιοθήκη το έκθεμα του μουσείου», τονίζει η Ματούλα Σκαλτσά, καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης και Μουσειολογίας στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ και διευθύντρια του Διαπανεπιστημιακού Μεταπτυχιακού Προγράμματος “Μουσειολογία-Διαχείριση Πολιτισμού” του ΑΠΘ και του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, που ανέλαβε τη μουσειολογική μελέτη.
Ενόψει της ολοκλήρωσης της μεταστέγασης της Κοβενταρείου βιβλιοθήκης στο νέο της κτίριο, ξεκινά την ερχόμενη Παρασκευή 12 Μαΐου (και έως την Κυριακή 14 Μαΐου) τριήμερο «Forum ιδεών για τις Βιβλιοθήκες και τον Πολιτισμό», όπου οι διοργανωτές επιχειρούν να ανοίξουν το διάλογο για το βιβλίο και τη φιλαναγνωσία, τις νέες λειτουργίες των βιβλιοθηκών και τις νέες τεχνολογίες που τις υποστηρίζουν.