Θα διατηρηθούν και θα αναδειχτούν οι δυο βυζαντινές ημικυκλικές πλατείες που βρέθηκαν στη βόρεια και νότια είσοδο του υπό κατασκευή σταθμού «Αγία Σοφία» του μετρό Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την ομόφωνη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ). Συγκεκριμένα, στη βόρεια είσοδο, η πλατεία και οι αρχαιότητες που την πλαισιώνουν, θα διατηρηθούν κατά χώραν, ενώ στη νότια είσοδο η πλατεία θα αποσπαστεί προσωρινά και θα επανατοποθετηθεί σε ειδικό επίπεδο.
Όλα αυτά θα συμβούν με τροποποιήσεις του σταθμού — γεγονός που δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα στη λειτουργικότητα και στην ασφάλειά του, όπως ανέφερε ο Γιάννης Μυλόπουλος, πρόεδρος της Αττικό Μετρό, ο οποίος παρευρέθηκε στη συνεδρίαση μαζί με τον διευθυντή του Μετρό Θεσσαλονίκης, Γιώργο Κωνσταντινίδη. «Βρέθηκε η βέλτιστη δυνατή λύση, ώστε και ο σταθμός να μείνει αλώβητος και τα αρχαία να αναδειχθούν. Για να γίνει αυτό υπήρξε στενή συνεργασία με το ΥΠΠΟ και την Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης. Περίπου δυο μήνες συζητούμε», δήλωσε ο κ. Μυλόπουλος.
Σύμφωνα λοιπόν με την πρόταση που παρουσιάστηκε από τον κ. Κωνσταντινίδη, η βόρεια είσοδος του σταθμού έχει μετακινηθεί και έχει μικρύνει στο ελάχιστο δυνατό, ώστε να τηρούνται οι κανονισμοί ασφαλείας, δίνοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα της κατά χώραν ανάδειξης της βυζαντινής πλατείας. Από την άλλη, η νότια είσοδος επιμηκύνθηκε προς τα κάτω, περίπου κατά 4 έως 4,5 μ. ώστε να αναδειχθεί η ημικυκλική πλατεία η οποία θα αποσπαστεί προσωρινά και θα επανατοποθετηθεί σε ειδικό επίπεδο, έτσι ώστε οι επιβάτες, κατεβαίνοντας τα σκαλιά της νότιας εισόδου, να μπορούν να τη βλέπουν.
Τα παραπάνω, έπειτα από συζήτηση και παρατηρήσεις, έγιναν δεκτά από τα μέλη του ΚΑΣ. Εξάλλου η πρόταση βρίσκεται ακόμα σε αρχικό στάδιο. Ωστόσο, το θέμα που απασχόλησε περισσότερο τα μέλη του ΚΑΣ, ήταν η ανάδειξη του βυζαντινού δρόμου Decumanus που διέσχιζε τη βυζαντινή Θεσσαλονίκη και, ως γνωστόν, τμήμα του θα διατηρηθεί κατά χώραν στον σταθμό «Βενιζέλου» μετά από πολλούς αγώνες, αλλαγές μελετών και αποφάσεων. Όμως στην περίπτωση της «Αγίας Σοφίας», το πρόβλημα είναι αλλού: Ο Decumanus έχει αποσπαστεί εδώ και χρόνια και «βρίσκεται σε κιβώτια», όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά στη συνεδρίαση.
Έτσι, η πρόταση της Αττικό Μετρό για την ανάδειξη του βυζαντινού δρόμου στην περιοχή του σταθμού της Αγίας Σοφίας, που τον τοποθετούσε σε διαφορετικό σημείο από την εύρεσή του (δεν μπορεί να επανέλθει, καθώς εκεί έχει μεταφερθεί ο παντορροϊκός αγωγός της πόλης), πάνω από τη βυζαντινή πλατεία της βόρειας εισόδου και κάτω από την επιφάνεια του δρόμου, αντιμετωπίστηκε με προβληματισμό. Κάποια από τα μέλη μίλησαν για την κακή «αφετηρία» του όλου σχεδίου, που άλλοι την τοποθετούσαν στην αρχική σύλληψη της ιδέας για την κατασκευή μετρό στη Θεσσαλονίκη και άλλοι στην απόφαση της απόσπασης του σημαντικού μνημείου. Επειδή, όμως, το γεγονός της απόσπασής του δεν μπορεί να αλλάξει, ενώ πολύ σημαντικές αρχαιότητες (όπως αυτές των δυο πλατειών), αναμένουν την προστασία και ανάδειξή τους, αυτό που τελικά αποφασίστηκε ήταν η γνωμοδότηση να μην περιλαμβάνει το θέμα του Decumanus. Ο περίφημος βυζαντινός δρόμος θα απασχολήσει την ομάδα εργασίας που θα συγκροτηθεί από το υπουργείο Πολιτισμού, με σκοπό να συζητήσει όλα τα θέματα που εκκρεμούν ως προς τις αποσπασμένες αρχαιότητες οι οποίες είναι πολλές και περιμένουν την ανάδειξή τους. Μεταξύ αυτών, είναι κι ένα μέρος χωμάτινου δρόμου της Ελληνιστικής εποχής, που δείχνει ότι η ιστορία της Θεσσαλονίκης πηγαίνει αρκετά πίσω στον χρόνο, αν και σύμφωνα με τους ειδικούς ο δρόμος αυτός δεν περιβαλλόταν από κτίσματα.
Σημειώνεται ότι το θέμα των αρχαιοτήτων στις δυο εισόδους του σταθμού «Αγία Σοφία» πρωτοσυζητήθηκε στο ΚΑΣ στα μέσα Μαρτίου, οπότε και πάρθηκε η απόφαση για τη διενέργεια αυτοψίας. Η αυτοψία των μελών του Συμβουλίου έλαβε χώρα λίγες μέρες αργότερα, ενώ ως σήμερα πραγματοποιήθηκαν συζητήσεις επί συζητήσεων μεταξύ του ΥΠΠΟ και της εταιρείας Αττικό Μετρό, στην προσπάθεια να βρεθεί μια λύση ώστε και οι αρχαιότητες να διατηρηθούν και το Μετρό να ολοκληρωθεί. Επίσης, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι ο κεντρικός κορμός του σταθμού δεν έχει αρχαιότητες, καθώς έχουν αποδομηθεί πριν από χρόνια σύμφωνα με υπουργικές αποφάσεις, ενώ τα μόνα αρχαία που διατηρούνται είναι αυτά που βρέθηκαν στις δυο εισόδους, τα οποία είναι σημαντικά και γι’ αυτό απασχολούν αρχαιολόγους και ειδικούς του τεχνικού έργου.
Σημειώνεται, τέλος, ότι εκτός από τα υπολείμματα των δυο ημικυκλικών πλατειών που χρονολογούνται μεταξύ 4ου και 6ου αιώνα μ.Χ., έχει διασωθεί τμήμα ενός κρηναίου οικοδομήματος του 4ου αιώνα (που μένει να διερευνηθεί περαιτέρω), καθώς και βάσεις κιόνων περίπου της ίδιας περιόδου, κάποιες από τις οποίες διατηρούνται in situ. Έχουν επίσης διασωθεί δύο μεγάλοι αράβδωτοι κίονες από θεσσαλικό μάρμαρο πεσμένοι σχεδόν ακέραιοι στο δάπεδο της μίας πλατείας, μέρος από ένα ναΐδριο των αρχών του 15ου αιώνα, καθώς και τμήματα στοάς και καταστημάτων της Μεσοβυζαντινής εποχής (11ος με 12ος αιώνας), που σύμφωνα με τα κινητά ευρήματα, ήταν εργαστήρια κατασκευής κοσμημάτων.