Ένα «αρχαίον αγγείον φέρον μικράν παράστασιν», ήταν το πρώτο απόκτημα της συλλογής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), όπως πληροφορεί έγγραφό της, του 1932. Πρόκειται για ένα αγγείο Γεωμετρικής εποχής, που εντοπίστηκε κατά τη διάρκεια εργασιών εκσκαφής, μεταξύ 1928 και 1932, στο οικόπεδο επί της οδού Πανεπιστημίου, εκεί όπου χτίστηκε το μέγαρό της.
Σχεδόν έναν αιώνα μετά, η Τράπεζα της Ελλάδος, με συλλογή εμπλουτισμένη κατά πολύ, «πέτυχε» την αναγνώρισή της ως συλλέκτη, μετά τη θετική γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ). Συγκεκριμένα, τα μέλη του ΚΑΣ έδωσαν ομόφωνα το «πράσινο φως» στο σχετικό αίτημα της ΤτΕ, η οποία διαθέτει μια συλλογή 5.367 αρχαίων, ρωμαϊκών και βυζαντινών νομισμάτων, καθώς και 42 αρχαία αγγεία, ειδώλια και μικροαντικείμενα, που χρονολογούνται από τους γεωμετρικούς έως και τους ελληνιστικούς χρόνους. Σύμφωνα με την ΤτΕ, τα 42 αντικείμενα προέρχονται από το οικόπεδό της, ενώ στη συλλογή της ανήκει και μία εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας του 17ου αιώνα.
Τα νομίσματα έχουν αποκτηθεί κυρίως μέσω αγορών, όπως από την ιδιωτική συλλογή της Ειρήνης Αργυροπούλου-Ευελπίδη (τα νομίσματα προέρχονται από τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, την Ήπειρο, την Ιλλυρία, την Ιταλία, τη Σικελία και τις ελληνικές αποικίες της Θράκης) και από τη Συλλογή «Νικολάου Πετσάλη», με νομίσματα από την περιοχή της Ιωνίας και νοτιότερα, τα οποία χρονολογούνται μεταξύ 3ου αι. π.Χ. και 3ου αι. μ.Χ.
Η καλή συνεργασία των εκπροσώπων της ΤτΕ με τις υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ, η κατάσταση διατήρησης και συντήρησης του συνόλου των αρχαιοτήτων, οι ασφαλείς συνθήκες φύλαξής τους, φυσικά και η αξιοπιστία του ιδρύματος, οδήγησαν τα μέλη του ΚΑΣ να υιοθετήσουν την εισήγηση της αρμόδιας διεύθυνσης, που πρότεινε την αναγνώριση της ΤτΕ ως συλλέκτη.
Εξάλλου, τόσο το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο όσο και το Νομισματικό δεν εκδήλωσαν ενδιαφέρον για την απόκτηση των αρχαιοτήτων.