Μπορεί το βιβλίο εντυπώσεων των επισκεπτών μιας έκθεσης για την προσφυγιά των αγαλμάτων να μετατραπεί σε «καφενείο»; Πολύ δε περισσότερο να θυμίζει σελίδα μέσου κοινωνικής δικτύωσης; Με μακρόσυρτα αλλά και μονολεκτικά κείμενα, όπου εκφράζονται ευχαριστίες, αναπτύσσονται νοσταλγικές και συγκινητικές ιστορίες, αλλά και αντιδικίες, ιδεολογικές διαφωνίες, εμμονές, εθνικιστικές κορώνες ακόμα και τρολαρίσματα, σβησίματα-διαγραφές των κειμένων με τα οποία οι επόμενοι χρήστες διαφωνούν;
«Συγχαρητήρια, μας συγκινήσατε. Διατηρείτε τη μνήμη και την ελληνικότητα της Μακεδονίας μας!!»
«Είμαι απόγονος προσφύγων από την ανατολική Θράκη. Βλέπω τους προγόνους μου στα πρόσωπα αυτών των ανθρώπων που βιώνουν σήμερα την προσφυγιά».
«Φασισταριά!»
«Πώς τολμάτε να συγκρίνετε τους πρόγονους σας μ’ αυτούς τους βρωμιάρηδες που έρχονται στον τόπο μας. Εκείνοι ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι. Αυτοί είναι όλοι τους μουσουλμάνοι».
Αλλά και διαγραφές με Χ και μουτζούρες στο κείμενο του προηγούμενου επισκέπτη με τον οποίο διαφωνούν.
Είναι μόνο ένα δείγμα των γραπτών εντυπώσεων, με τις οποίες γέμισαν το πολυσέλιδο βιβλίο, οι 87.000 επισκέπτες και 665 μαθητές από 12 σχολεία της πόλης και της περιφέρειας που ξεναγήθηκαν στην έκθεση «Ραιδεστός-Θεσσαλονίκη. Αρχαιότητες σ’ ένα ταξίδι προσφυγιάς». Η έκθεση ολοκληρώθηκε την Κυριακή, ακριβώς έναν χρόνο μετά την ανάπτυξή της στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.
Η ιστορία του πλανήτη μπορεί να έχει εκατομμύρια ιστορίες προσφυγιάς, μετακινήσεων και μετεγκαταστάσεων πληθυσμών, βίαιων στην πλειονότητά τους ή και πιο οργανωμένων (ύστερα από διεθνείς συμφωνίες και συνθήκες), δεν έχει όμως προηγούμενο η προσφυγιά των αγαλμάτων. Όμως, προσφεύγουν και τα αγάλματα.
Η έκθεση δεν είχε μόνο αυτή την πρωτοτυπία. Ήταν το ίδιο το υλικό που ανασύρθηκε από τις αποθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης όπου βρισκόταν επί 94 χρόνια! Από το 1922, οπότε οι «μαρμάρινοι» πρόσφυγες έφτασαν με το πλοίο, ξεριζωμένοι κι αυτοί, από τη Ραιδεστό στη Θεσσαλονίκη.
«Η ιδιαιτερότητα της έκθεσης ήταν τα πολλαπλά επίπεδα της αφήγησής της. Αλλά και τα αντιστοίχως πολλαπλά επίπεδα της ανάγνωσής της. Άντλησε και στόχευσε τελικά και στο θυμικό –την συν-κίνηση των επισκεπτών, πολλοί από τους οποίους ήταν και οι ίδιοι πρόσφυγες και απόγονοι προσφύγων– και στον ορθό λόγο μέσω των εκθεμάτων. Γίναμε ακόμη μια φορά μάρτυρες του πώς το παρελθόν και τα υλικά του τεκμήρια μπορεί να παρερμηνεύεται και να χρησιμοποιείται στο εκάστοτε παρόν. Με σκοπούς αλλά και σκοπιμότητες» δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η αρχαιολόγος Ευαγγελία Τσαγκαράκη, προϊσταμένη τμήματος Συλλογών Μεταλλοτεχνίας, Λίθινων και Μικροτεχνίας στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, εκ των επιμελητών της έκθεσης (με τη συνεργασία των αρχαιολόγων Δόμνας Τερζοπούλου, Στυλιάνας Γκαλινίκη και Καλλιόπης Χατζηνικολάου).
Η Ε.Τσαγκαράκη ανέλαβε το βράδυ της περασμένης Πέμπτης τη συνοπτική παρουσίαση και αποτίμηση της έκθεσης, με αφορμή τη λήξη της, σε εκδήλωση με θέμα «Από τη Ραιδεστό στη Θεσσαλονίκη: Ένα ταξίδι μνήμης».
Ανάμεσα στις ιδιαιτερότητες της έκθεσης η Ε. Τσαγκαράκη χαρακτήρισε ως «πρωτοτυπίες» την οικονομική σύμπραξη για τη διοργάνωσή της του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης (ΥΠΠΟ) αλλά και ενός ιδιώτη (όμιλος Ευθυμιάδη – Redestos Efthymiadis Agrotechnology Group), ο ιδρυτής του οποίου έλκει την καταγωγή του από τη Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης. Η χορηγία αφορά και στην έκδοση του καταλόγου 330 σελίδων που συνοδεύει την έκθεση και είναι αφιερωμένος «Στους πρόσφυγες του χθες και… του σήμερα», όπως σημειώνεται στις πρώτες σελίδες του. Ως ιδιαιτερότητα η ομιλήτρια χαρακτήρισε, επίσης, τις πολλαπλές παράλληλες αφηγήσεις και αναγνώσεις των εκθεμάτων από την αρχαιότητα ως τον 19ο αιώνα και τον 20ό της προσφυγιάς τους, αλλά και την έκθεση για πρώτη φορά ενός κλειστού συνόλου αρχαιοτήτων που δεν προέρχονται από τη Μακεδονία, αλλά από την Προποντίδα (η Ραιδεστός, το ιστορικό λιμάνι της Ανατολικής Θράκης, βρίσκεται στα παράλια της Προποντίδας, περί τα 100 χιλιόμετρα δυτικά της Κωνσταντινούπολης, σήμερα ανήκει στην Τουρκία και ονομάζεται Tekirdağ).
Στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην κατάμεστη αίθουσα Μανόλης Ανδρόνικος του αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης ομιλητές ήταν, επίσης, οι καθηγητές του ΑΠΘ Μελίνα Παϊσίδου και Εμμανουήλ Βουτυράς, η Αγγελική Γιαννακίδου, ερευνήτρια-ιδρύτρια του Εθνολογικού Μουσείου Θράκης και ο συγγραφέας Δημήτριος Μαυρίδης.
Τα 37 αρχαιολογικά αντικείμενα της Ραιδεστού που εκτέθηκαν (ένας κούρος και μια κόρη, ταφικές στήλες, ανάγλυφα, τραπεζοφόρα, αρχιτεκτονικά μέλη και επιγραφές) καλύπτουν ένα ευρύ χρονολογικό φάσμα, από τους αρχαϊκούς (6ος αι. π.Χ.) έως και τους ρωμαϊκούς χρόνους (4ος αι. μ.Χ.). Το 1922 οι «μαρμάρινοι» πρόσφυγες έφτασαν με το πλοίο, ξεριζωμένοι από τη Ραιδεστό, στη Θεσσαλονίκη. Το ταξίδι των αγαλμάτων-προσφύγων είχε ξεκινήσει με γεωγραφική αφετηρία την Ανατολική Θράκη, στη βόρεια ακτή της Προποντίδας, την Ραιδεστό – μια περιοχή καίριας γεωπολιτικής και στρατηγικής σημασίας, στην οποία ιδρύθηκαν και άκμασαν σημαντικές αρχαίες ελληνικές πόλεις (Σηλυμβρία, Πέρινθος, Βισάνθη κ.ά.). Επόμενος σταθμός τους ήταν τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο Θρακικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος εν Ραιδεστώ (που ιδρύθηκε το 1871) φρόντισε για τη συγκέντρωση και διαφύλαξη των αρχαίων μνημείων της ευρύτερης περιοχής και με στόχο την καλλιέργεια της παιδείας, της εθνικής συνείδησης και συνέχειας, συγκρότησε μια ιδιαίτερα αξιόλογη αρχαιολογική συλλογή από νομίσματα, περίπου 70 λίθινα μνημεία, ευαγγέλια και απολιθώματα.
Στο μεταξύ, παρότι το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) βρήκε την Ελλάδα στο πλευρό των νικητών και την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε διάλυση, παρότι με τις συνθήκες του Νεϊγύ (1919) και των Σεβρών (1920) η Δυτική και Ανατολική Θράκη ενσωματώνονται στο ελληνικό κράτος, το 1922 –μετά την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου– το τμήμα της Θράκης ανατολικά του Έβρου παραχωρήθηκε ξανά στην Τουρκία (Ανακωχή Μουδανιών, 1922). Τον Οκτώβριο του 1922, χωρίς να προηγηθεί στρατιωτική επιχείρηση, πραγματοποιήθηκε η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης. Ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον τόπο που ζούσε και χιλιάδες Έλληνες της Ανατολικής Θράκης πήραν τότε το δρόμο της προσφυγιάς. Ανεβαίνοντας στα πλοία που θα τους μετέφεραν στην Ελλάδα μέσω της Προποντίδας, μαζί με τα σαρκία, τα παιδιά τους, τα λιγοστά μεταφερόμενα υπάρχοντά τους, κάποιες εικόνες –θρησκευτικά και οικογενειακά κειμήλια– φόρτωσαν και τα αγάλματα – ενθυμήματα και αυτά της χαμένης πατρίδας. Τα αγάλματα και κάποιες επιγραφές παραδόθηκαν από τους πρόσφυγες στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης που τότε στεγαζόταν στο Γενί Τζαμί. Το αρχείο του Θρακικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου κατατέθηκε στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Η εικόνα της Παναγίας Ρευματοκρατόρισσας παραδόθηκε στην εκκλησία της Αχειροποιήτου στη Θεσσαλονίκη, όπου και βρίσκεται έκτοτε, ενώ κάποια ανάγλυφα και επιγραφές καθώς και σημαντικός αριθμός νομισμάτων παραδόθηκαν σε άλλα μουσεία.