Επτά χρόνια μετά την έναρξη της λειτουργίας του πλέον «κρυφού» και εν πολλοίς άγνωστου σε πολίτες και επισκέπτες μουσείου της Θεσσαλονίκης, 55 χρόνια μετά την πρώτη δοκιμαστική ανασκαφική τομή στην πλατεία της Αρχαίας Αγοράς, την αποκάλυψη του Ωδείου και του forum των ρωμαϊκών χρόνων, ο πολύπαθος, ηλικίας 23 αιώνων, χώρος στο διαχρονικό κέντρο της πόλης επιχειρεί εκ νέου την πλήρη ενσωμάτωσή του στον σύγχρονο αστικό ιστό.
Ο λόγος για το Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς, η «κατέγερση» (καθώς είναι υπόγειο και «αφανές») του οποίου άρχισε πριν από 18 χρόνια, χρηματοδοτήθηκε από τα επιχειρησιακά προγράμματα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και «Πολιτισμός» του υπουργείου Πολιτισμού και ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 2009. Τα –άτυπα– εγκαίνιά του έγιναν έναν χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 2010, οπότε και άρχισε ανεπίσημα να δέχεται τους πρώτους επισκέπτες.
«Είναι το μοναδικό μουσείο στο οποίο ο επισκέπτης μπορεί να βυθιστεί στο απώτερο παρελθόν, από τις απαρχές της χρήσης της περιοχής (στο δεύτερο μισό του 3ου προχριστιανικού αιώνα), και να παρακολουθήσει το ξετύλιγμα του μίτου της ιστορίας όχι μόνο της ίδιας της Αγοράς, αλλά και ολόκληρης της πόλης της Θεσσαλονίκης, από την ίδρυσή της στα ελληνιστικά χρόνια, τη Ρωμαϊκή περίοδο και τις ιστορικές της μεταβολές, ως την Οθωμανική περίοδο –επιτέλους κι ενα μουσείο που “μιλά” και για την οθωμανική περίοδο της πόλης!– μέχρι την πυρκαγιά του 1917, που ξεσπά στην πολύπαθη αυτή περιοχή, στην αλλοτινή ισπανοεβραϊκή συνοικία “Ρογκός”, κλείνοντας έτσι έναν μεγάλο κύκλο του χρόνου» ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η αρχαιολόγος και μέλος της ανασκαφικής ομάδας της Αρχαίας Αγοράς επί μια 20ετία (1989-2009), Πολυξένη Βελένη, διευθύντρια σήμερα του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης.
Η κα Βελένη και ο ομότιμος καθηγητής Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, Γιώργος Βελένης, επικεφαλής από το 1989 στην εκπόνηση ερευνητικού προγράμματος για τη σύνταξη μελέτης αναστήλωσης, διαμόρφωσης και ανάδειξης της Αρχαίας Αγοράς, ήταν οι εισηγητές στη διττή διάλεξη με θέμα «Αρχαία Αγορά Θεσσαλονίκης. Από την ανασκαφή στο μουσείο» και «Το ερευνητικό πρόγραμμα της Αρχαίας Αγοράς. Αρχιτεκτονική έρευνα και μελέτη εφαρμογής». Τη διάλεξη διοργάνωσε στους χώρους του μουσείου η Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, η οποία έχει και την ευθύνη για τη διατήρηση και τη συντήρηση του συγκεκριμένου αρχαιολογικού χώρου και του μουσείου, αλλά και για την ένταξή τους στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή της πόλης.
Στις κατά καιρούς αντιδικίες (με τον Δήμο Θεσσαλονίκης, ο οποίος ήταν και ο «ιδιοκτήτης» μέρους της συνολικής έκτασης) και στις τελικές συνεννοήσεις που επιτεύχθηκαν, αναφέρθηκε στην εισήγησή του ο κ. Βελένης. «Ο στόχος ήταν πάντα η αρχιτεκτονική οργάνωση και η ένταξη του αρχαιολογικού χώρου και των “οικοδομημάτων” του (Ωδείο, κρυπτή στοά – Μουσείο) στον αστικό ιστό ως φυσική συνέχεια της διαχρονίας του» δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Βελένης.
Η είσοδος στο «κρυφό» μουσείο, συνολικής έκτασης 1.534 τ.μ, βρίσκεται στο τέλος της «κρυπτής στοάς» (Cryptoporticus, η οποία θεωρείται η μεγαλύτερη σωζόμενη υπόγεια στοά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) και προμηνύει εκπλήξεις.
Πίσω απο τη μακέτα του μουσείου (το πρώτο έκθεμα), η τεραστίων διαστάσεων πλάκα θεμελίωσης που εκτίθεται στην πρώτη αίθουσα «μιλά» για τον… βασιλέα της Ελλάδος, τον πρωθυπουργό Στέφανο Στεφανόπουλο, τον υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτριο Παπασπύρου που έθεσαν τον θεμέλιον λίθον του Δικαστικού Μεγάρου Θεσσαλονίκης με εγχάρακτη ημερομηνία την 27η Οκτωβρίου του 1962. Το… παράλογο του εκθέματος εξηγείται αναλυτικά στις αφίσες που καλύπτουν τους τοίχους της πρώτης αίθουσας του μουσείου.
Ο θεμέλιος λίθος του δικαστικού μεγάρου είχε πράγματι τοποθετηθεί το 1962, οπότε και είχε αποφασιστεί η οικοδόμησή του σε εφαρμογή του σχεδίου του Γάλλου αρχιτέκτονα Ερνέστου Εμπράρ. Ο Εμπράρ είχε σχεδιάσει (μετά την πυρκαγιά του 1917) πάνω στον άξονα της οδού Αριστοτέλους μια μνημειακή πλατεία πλαισιωμένη από δύο δημόσια κτήρια: το δικαστικό μέγαρο και το δημαρχείο της πόλης.
Το 1956 αποφασίστηκε η ανέγερση του δικαστικού μεγάρου, ακολούθησε η θεμελίωσή του, αλλά και η έναρξη των ανασκαφικών εργασιών που «αποκάλυψαν» τα πρώτα έδρανα του Ωδείου, την επιγραφή «Ωδείον Εκ Θεμελίων» (εκτίθεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης) καθώς και τρία (από τα εννέα) αγάλματα των Μουσών (Ευτέρπη, Ερατώ, Κλειώ). Ακολούθησε πενταετής (ως τον Ιανουάριο του 1967) «πόλεμος» μεταξύ των αρχαιολόγων (που είχαν την αμέριστη συμπαράσταση του Τύπου της πόλης) και του υπουργείου Δικαιοσύνης, που επέμενε στην ανέγερση του δικαστικού μεγάρου.
Τελικά, νίκησαν τα… αρχαία. Ο μοναδικός κίονας που βρέθηκε στον κτιστό αγωγό της ανατολικής στοάς (είχαν στο μεταξύ εντοπιστεί η κρυπτή στοά και τα ψηφιδωτά δάπεδα) αναστηλώθηκε την τελευταία ημέρα της ανασκαφής (31/3/1966), με πρωτοβουλία του τότε Εφόρου Αρχαιοτήτων Φώτη Πέτσα. Ο κίονας παραμένει ορθωμένος μέχρι σήμερα στο χώρο της Αγοράς, ενώ φωτογραφίες από την ιστορική μέρα της αναστήλωσής του (που σήμανε ουσιαστικά και το τέλος του «πολέμου» και το κέρδος του μεγαλύτερου αρχαιολογικού χώρου στην καρδιά της πόλης), εκτίθενται στην πρώτη αίθουσα της έκθεσης.
Η αφήγηση της ιστορίας της Θεσσαλονίκης στο «Κρυπτό» μουσείο ξεκινά από τον 3ο αιώνα π.Χ. σε έναν διάδρομο, εκατέρωθεν του οποίου οι βιτρίνες φιλοξενούν σειρά ευρημάτων (από τα 25.000 και πλέον που αποκαλύφθηκαν στο χώρο από το 1962 μέχρι σήμερα, που διήρκεσαν οι ανασκαφές).
Εργαστήρια κεραμικής και οστέινα εργαλεία (του 2ου αιώνα π.Χ.), τέσσερις ογκώδεις αμφορείς του 148 π.Χ., ρωμαϊκές επιγραφές που «θέλουν» τη Θεσσαλονίκη μια πόλη ελεύθερη («Civitas libera»), ένα ογκώδες φαλλόσχημο τελετουργικό αγγείο με τη μορφή του Διονύσου του 1ου αιώνα π.Χ., γυάλινα αγγεία με ανάγλυφη τη Θεά Τύχη με το κέρας της Αμάλθειας (1ος αιώνας π.Χ.), αρχαίοι δονητές (από το βαλανείο που εντοπίστηκε μόλις το 1997), δεκάδες λυχνάρια, εργαλεία του νομισματοκοπείου, εφυαλωμένα πιάτα, η πρώτη «εγχάρακτη» διαφημιστική «αφίσα», μέρος του δαπέδου του Ωδείου, η πρώτη χρήση της οποίας αποκαλύφθηκε μετά απο δέκα και πλέον χρόνια εργασιών συντήρησης και μελέτης της.
Η έκθεση ολοκληρώνεται με λιγοστά ευρήματα από τη Βυζαντινή περίοδο και την παρακμή της Αγοράς, την περίοδο της Τουρκοκρατίας και τέλος μια ενότητα με ευρήματα αποκαΐδια (θραύσματα πολυτελών πιάτων από εφυαλωμένο πηλό και πορσελάνη) ενός εβραϊκού σπιτιού από τα πολλά των Εβραίων κατοίκων, τα οποία βρίσκονταν πέριξ της αρχαίας αγοράς και αποτεφρώθηκαν στην πυρκαγιά του 1917. Είναι η πυρκαγιά του 1917 που αποτελεί την αφορμή για την καταστροφή της περιοχής, καθώς και για τον εντοπισμό της αρχαίας Αγοράς 50 χρόνια αργότερα, και σηματοδοτεί την αρχή και το τέλος της έκθεσης αλλά και το αδιάλειπτο της διαχρονίας της πόλης.