Yποβρύχια αναγνωριστική έρευνα στις ανατολικές ακτές της Σαλαμίνας, συγκεκριμένα στην περιοχή Αμπελακίου-Κυνόσουρας, διενεργήθηκε τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 2016, στο πλαίσιο τριετούς προγράμματος, ως συνεργασία μεταξύ της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων (ΕΕΑ) του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, υπό τη διεύθυνση της Προϊσταμένης της Εφορείας δρος Αγγελικής Σίμωσι, και του Ινστιτούτου Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών (ΙΕΝΑΕ), υπό τη διεύθυνση του Καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Προέδρου του Ινστιτούτου, Γιάννου Λώλου, με τη συμμετοχή του Εργαστηρίου Θαλάσσιας Γεωλογίας και Φυσικής Ωκεανογραφίας του Πανεπιστημίου Πατρών, υπό τον Καθηγητή Γιώργο Παπαθεοδώρου και με κύρια οικονομική υποστήριξη από το Βρετανικό Ίδρυμα Honor Frost.
Αυτή είναι η πρώτη συστηματική υποβρύχια έρευνα, η οποία εγκαινιάζεται, από ελληνικούς φορείς (με 20μελή επιστημονική ομάδα), σε βεβαρημένο θαλάσσιο περιβάλλον, αλλά σε χώρο μείζονος ιστορικής σημασίας.
Κύριο πεδίο της έρευνας του 2016 αποτέλεσε το εσώτερο (δυτικό) τμήμα του Όρμου του Αμπελακίου. Πρόκειται για τον εμπορικό και πιθανότατα πολεμικό λιμένα της κλασικής και ελληνιστικής πόλης-δήμου της Σαλαμίνας, τον σημαντικότερο και πλησιέστερο του Αθηναϊκού κράτους, μετά από τους τρεις λιμένες του Πειραιά (Κάνθαρο, Ζέα, Μουνιχία). Πρόκειται, ακόμη, για το χώρο συγκέντρωσης τμήματος του ενωμένου ελληνικού στόλου την παραμονή της μεγάλης ναυμαχίας του 480 π.Χ., ο οποίος γειτνιάζει με τα σημαντικότερα μνημεία της Νίκης: το πολυάνδρειον (τύμβο) των Σαλαμινομάχων και το Τρόπαιον, επί της Κυνόσουρας. Αναφορές στο αρχαίο λιμάνι της Σαλαμίνα απαντούν στα έργα του γεωγράφου Σκύλακος (4ος αι. π.Χ.), του γεωγράφου Στράβωνος (1ος αι. π.Χ.-1ος αι. μ.Χ.) και του περιηγητή Παυσανία (2ος αι. μ.Χ.).
Από την έρευνα επιβεβαιώθηκε ότι και στις τρεις πλευρές του Όρμου του Αμπελακίου (βόρεια, δυτική και νότια) διατηρούνται καταβυθισμένες αρχαιότητες, οι οποίες σταδιακά βυθίζονται και αναδύονται, ανάλογα με τη μεταβολή της στάθμης της θάλασσας, η πτώση της οποίας, ιδιαίτερα τον μήνα Φεβρουάριο, φτάνει το μισό μέτρο (!).
Στα αρχαία κατάλοιπα που αναγνωρίστηκαν στον αιγιαλό και σε ρηχά ύδατα περιλαμβάνονται: λιμενικές δομές, οχυρωματικές κατασκευές και διάφορες κτηριακές εγκαταστάσεις. Μετά από αεροφωτογράφιση, φωτογραμμετρική επεξεργασία και τοπογραφική και αρχιτεκτονική τεκμηρίωση όλων των ορατών στοιχείων, προέκυψε ο πρώτος ενάλιος αρχαιολογικός χάρτης της περιοχής, που θα αποτελέσει τη βάση για τη συνέχιση της έρευνας κατά τα επόμενα έτη.
Παράλληλα, εξελίχθηκε και η γεωφυσική και γεωαρχαιολογική έρευνα, από την ομάδα του Πανεπιστημίου Πατρών, με τη χρησιμοποίηση, σε πρώτη φάση, ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης, θαλάσσιου μαγνητόμετρου και συστήματος συρόμενης υποβρύχιας κάμερας, με στόχο τον εντοπισμό στοιχείων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος στον πυθμένα και τον προσδιορισμό της ακτογραμμής του Όρμου κατά την Κλασική εποχή. Τα υψηλής ποιότητας ψηφιακά δεδομένα που συλλέχθηκαν αναμένεται να συμβάλουν σημαντικά στην ανασύνθεση της παράκτιας παλαιογεωγραφίας της περιοχής.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει θαλάσσια (εν μέρει βαλτώδης) έκταση στη βορειοδυτική πλευρά του Όρμου, η οποία φαίνεται να αποτελεί προστατευμένη περιοχή. Ορίζεται, στα νότια, από μακρό τοίχο (βραχίονα) εντυπωσιακού μήκους (160 μ. περίπου), στο πέρας του οποίου υπάρχει κυκλικός αμυντικός πύργος διαμέτρου 7 μ. (τύπου γνωστού από άλλους οχυρωμένους λιμένες), και στα ανατολικά, από νεότερο μόλο (μήκους 48 μ.), κατασκευασμένο με αρχαίο οικοδομικό υλικό, ενδεχομένως επάνω σε αρχαίο υπόβαθρο.
Στα δυτικά του νεότερου μόλου αποκαλύφθηκε, με επιφανειακό καθαρισμό, σειρά μεγάλων καλά λαξευμένων δόμων, στον άξονα Β-Ν και σε μήκος 12 μ. περίπου, που φαίνεται να ανήκει σε στιβαρή και επιμελημένη κτηριακή ή άλλη δομή, πιθανώς δημοσίου χαρακτήρα. Σε κάποια απόσταση δυτικότερα, τεκμηριώθηκε η ύπαρξη μεγάλης επιμήκους κατασκευής, διαστάσεων 21×9,20 μ. περίπου.
Από τα κατάλοιπα που εντοπίστηκαν στη νότια πλευρά του Όρμου, ξεχωρίζουν, από τα δυτικά προς τα ανατολικά, λιθορριπές (κυματοθραύστες), μόλος μήκους 40 μ. και μακρός τοίχος (μήκους 30 μ. περίπου) παράλληλος προς την ακτή, με συναπτόμενη τετράγωνη πυργοειδή (;) κατασκευή, διαστάσεων 6×6 μ.
Τέλος, στο πλαίσιο της εναρκτήριας έρευνας πραγματοποιήθηκε περισυλλογή επιφανειακών χαρακτηριστικών ευρημάτων στη βόρεια και στη δυτική πλευρά του Όρμου. Απέδωσε πλήθος θραυσμάτων εμπορικών (οξυπύθμενων) αμφορέων και άλλων αγγείων διαφόρων περιόδων, ένα χάλκινο νόμισμα Κορίνθου του 4ου αι. π.Χ. και μικροαντικείμενα. Το μεγαλύτερο ποσοστό της επιφανειακής κεραμικής χρονολογείται στην Κλασική και στην Ελληνιστική εποχή και οπωσδήποτε συνδέεται με τη λειτουργία των κύριων εγκαταστάσεων του λιμανιού της Σαλαμίνας κατά τις ακμαιότερες φάσεις της αθηναϊκής ιστορίας.