Είναι μία πόλη μέσα στην πόλη. Η αρχιτεκτονική της φυσιογνωμία καθόρισε την αστική ταυτότητα της σύγχρονης Θεσσαλονίκης. Η οργάνωση της Πανεπιστημιούπολης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) στη διάρκεια ενός αιώνα –από το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο του 1917 μέχρι σήμερα– λειτούργησε ως καταλύτης σε διαδοχικές φάσεις του εκσυγχρονισμού της πόλης και της κοινωνίας της.
Μία αναδρομή στην παράλληλη ιστορία της Θεσσαλονίκης και του μεγαλύτερου Πανεπιστημίου της χώρας επιχειρείται μέσα από την περιοδική έκθεση «ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ/ΠΟΛΗ ΑΠΘ 90+ χρόνια λειτουργίας. 100+ χρόνια χωρικού σχεδιασμού», που διοργανώνει το Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΑΠΘ σε συνεργασία με το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Η έκθεση εστιάζει στην ανάδειξη της μοναδικότητας της πανεπιστημιούπολης του ΑΠΘ στο αστικό τοπίο της Θεσσαλονίκης και γενικότερα της νεοελληνικής πόλης, ως νησίδας μοντέρνας αστικής και αρχιτεκτονικής σύνθεσης. Τη γενική επιμέλεια και το συντονισμό της έκθεσης έχει ο Πρόεδρος του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ, καθηγητής Νίκος Καλογήρου.
«Θελήσαμε να δείξουμε και να αναδείξουμε τις ιδέες, τις προτάσεις των αρχιτεκτόνων κυρίως, αλλά και των ανθρώπων που έστησαν το Πανεπιστήμιο τα πρώτα χρόνια και σε δύσκολα χρόνια», ανέφερε σε συνέντευξη Τύπου για την έκθεση ο πρύτανης του ΑΠΘ, Περικλής Μήτκας. Επισήμανε, δε, ότι στην έκθεση αναδεικνύεται και το γεγονός ότι ένα σημαντικό κομμάτι της πανεπιστημιούπολης είναι χτισμένο πάνω στο παλιό εβραϊκό νεκροταφείο, εκτιμώντας πως «ίσως δώσει την ευκαιρία σε μελετητές να ξαναδούν όλη αυτήν την περίοδο, να την ξανασυζητήσουμε και να τη βάλουμε στις σωστές της βάσεις, έτσι ώστε ο κόσμος να γνωρίζει πώς εξελίχθηκε η Πανεπιστημιούπολη».
«Η ιδιαιτερότητα που διατηρεί το ΑΠΘ, να είναι συγκεντρωμένο μέσα στο κέντρο της πόλης και να ζει με όλη την πανεπιστημιακή κοινότητα τον παλμό της πόλης ή και να τον καθορίζει είναι κάτι που για εμάς αποτελεί εξαιρετικό πλούτο», επισήμανε ο πρύτανης, κλείνοντας την παρέμβασή του με μία σύγκριση: «Τις δεκαετίες της δημιουργίας του ’50-’60, όπου η Ελλάδα έβγαινε ρημαγμένη από τον δεκαετή πόλεμο μπορούσε να σχεδιάσει και τελικά κατάφερε να χτίσει πανεπιστήμιο. Σήμερα σχεδόν 70 χρόνια αργότερα δυσκολευόμαστε να συντηρήσουμε τα κτίρια, ενώ είμαστε μία κατά τεκμήριο πλούσια χώρα, στον πιο πλούσιο διεθνή σχηματισμό, την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάτι δεν κάνουμε καλά», είπε.
«Το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης επιβίωσε και λειτούργησε και σε δυσκολότερες συγκυρίες σε δικτατορία, στην κατοχή, στον εμφύλιο. Ίσως η σημερινή κρίση, όπως συχνά συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, να εμπεριέχει τα σπέρματα μίας ανανέωσης, απαιτούνται όμως κάποιες ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις», σχολίασε ο κ. Καλογήρου. «Παρά τις διαφορές που υπήρξαν κατά περιόδους, υπάρχει μία αξιοσημείωτη ενότητα στη σύλληψη του χώρου, η οποία μπορεί να θεωρήσουμε ότι συνεχίζεται και σήμερα, παρά το ότι υπάρχουν δυσκολίες στη συντήρηση και ανάδειξη των κτιρίων», ανάφερε ο καθηγητής, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι η Πανεπιστημιούπολη του ΑΠΘ συνιστά «ένα μοναδικό τοπίο στον αστικό ελληνικό χώρο, διότι η πορεία του διατήρησε σε όλες τις φάσεις ένα καινοτόμο και νεωτερικό χαρακτήρα, αποτέλεσε ένα πεδίο αστικού και αρχιτεκτονικού εκσυγχρονισμού».
Στο φουαγιέ του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης παρουσιάζεται η διαχρονική αφήγηση της δημιουργίας του campus του ΑΠΘ από το 1917 μέχρι σήμερα, ενώ στο ισόγειο του μουσείου παρουσιάζονται 15 μονογραφίες, που αφορούν 15 σημαντικά κτίρια και συγκροτήματα της Πανεπιστημιούπολης. Το υλικό της έκθεσης αποτελούν χάρτες και φωτογραφίες αρχείου, σχέδια μελετών των κτιρίων του ΑΠΘ, σύγχρονα κείμενα και φωτογραφίες, αλλά και έργα φοιτητών.
Την ικανοποίησή της για τη συνεργασία του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης με το Πανεπιστήμιο εξέφρασε η διευθύντρια του Μουσείου, Πολυξένη Αδάμ Βελένη, η οποία άλλωστε είναι και γραμματέας του ΔΣ του Συλλόγου Αποφοίτων του ΑΠΘ. Επισήμανε, δε, ότι ο Μάρτιος και ο Απρίλιος, μήνες κατά τους οποίους θα λειτουργήσει η έκθεση, είναι ύψιστης επισκεψιμότητας για το Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης, με 15.000 έως 20.000 επισκέπτες τον μήνα, ανάμεσα στους οποίους πολλούς μαθητές.