Και στο τέλος… ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Η επικράτηση του Happy End είναι από τα λίγα στοιχεία που τα παραμύθια έχουν διατηρήσει σταθερά στη δομή τους στο πέρασμα των αιώνων. Από τις προφορικές λαϊκές ιστορίες και θρύλους, από τους αδελφούς Γκριμ και την Κοκκινοσκουφίτσα, τον Άντερσεν και τη Βασίλισσα του Χιονιού, μέχρι τους σύγχρονους παραμυθάδες, η τελική επικράτηση και δικαίωση του καλού έναντι του κακού έχει αποδειχθεί σταθερή αξία.
Κατά τα άλλα, στα σύγχρονα παραμύθια, οι βασιλιάδες, τα βασιλόπουλα και οι κακές μητριές δεν είναι πια της μόδας, ο ρομαντισμός έχει παραχωρήσει τη θέση του στο «politically correct» και τα μαγικά χαλιά δεν συγκινούν πλέον, αφού υπάρχουν πιο εντυπωσιακά και κυρίως πραγματικά gadgets. Ποιος είναι, όμως, ο σύγχρονος χαρακτήρας των παραμυθιών, που οι γονείς αγοράζουν στα παιδιά τους και τα σχολεία χρησιμοποιούν ως μέρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας;
«Υπάρχει μία τάση απομυθοποίησης του παραμυθιού. Η τεχνολογία αντικαθιστά όλο και περισσότερο τα μαγικά χαλιά και τις μαγικές κούτες. Αποφεύγονται οι αγριότητες και το βίαιο περιεχόμενο. Η κοινωνία του σύγχρονου παραμυθιού –τουλάχιστον για ορισμένους συγγραφείς– αποκτά χαρακτήρα αταξικό. Το παραμύθι καλλιεργεί τον προβληματισμό πάνω σε σύγχρονα ζητήματα. Η αναφορά σε λαϊκούς μύθους και θρύλους περιορίζεται. Ο διδακτισμός έχει υποχωρήσει, αν και υπάρχει το δίδαγμα, όμως πιο έμμεσο. Αποφεύγεται ο σεξισμός, υπάρχει χιούμορ».
Τη μεταμόρφωση του παραμυθιού, στη διαδρομή του από την παράδοση στη νεωτερικότητα, περιέγραψε η καθηγήτρια του Τμήματος Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του ΑΠΘ, Μένη Κανατσούλη, μιλώντας, στην επιστημονική ημερίδα με θέμα «Το παραμύθι: Από την προφορική παράδοση στην εκπαίδευση», που διοργάνωσαν το Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ) και το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης.
«Το παραμύθι στον 20ό αιώνα που πέρασε πήρε μία κατεύθυνση οριστική. Δεν έχασε ακριβώς την προφορικότητά του, αλλά αρχίζει και βαραίνει ο χαρακτήρας του παραμυθιού ως βιβλίου, ως γραπτού αναγνώσματος και επίσης έγινε περισσότερο ανάγνωσμα παιδικό», ανέφερε η κα Κανατσούλη, εξηγώντας ότι στη συνέχεια αναπόφευκτα πέρασε και στα χέρια των επιστημόνων, οι οποίοι ασχολούνται με το παιδί (παιδαγωγοί, ψυχολόγοι, ψυχαναλυτές), οι οποίοι άρχισαν να διατυπώνουν απόψεις για την καταλληλότητά του για το παιδικό κοινό.
«Υπό το πρίσμα των απόψεων αυτών αρχίζει το παραμύθι και παίρνει μία κατεύθυνση στα χέρια επώνυμων συγγραφέων, όπου προσπαθεί να γίνει λίγο πιο πολιτικά ορθό, να ανταποκριθεί στις προϋποθέσεις που βάζουν οι σχετικοί μελετητές, όταν πλέον περνάει στα χέρια παιδιών», πρόσθεσε.
«Το παραμύθι του 21ου αιώνα έχει χάσει σχεδόν ολοκληρωτικά τον ρομαντισμό, το ύφος παλαιότερων εποχών, με το happy end, όμως μπορεί να λειτουργεί ανακουφιστικά. Επίσης, έχει φιλοσοφικές προεκτάσεις, θέτει ζητήματα ιδεολογικά της εποχής μας, αλλά και πρακτικά, π.χ. αφορά την οικονομική κρίση, ενώ παραμένουν και θέματα διαχρονικά, όπως η αγάπη, η φιλία. Γίνεται ένα crossover, ένα διαγενεακό λογοτεχνικό είδος, ενώ η εικονογράφηση αποκτά μεγάλη βαρύτητα», παρατήρησε η καθηγήτρια, σημειώνοντας, πάντως, ότι και το λαϊκό παραμύθι επανέρχεται με νέους τρόπους, μέσα από τη διασκευή ή επαναφήγηση των λαϊκών παραμυθιών.
Στην ανθρωπολογική διάσταση των παραμυθιών στάθηκε η κοινωνική ανθρωπολόγος Αίγλη Μπρούσκου. «Ο άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος, αν δεν αφηγείται. Είναι ένα από τα εγγενή χαρακτηριστικά του ανθρώπινου είδους, όχι μόνο να λέει ιστορίες, αλλά να ακούει ιστορίες. […] Λέμε και ακούμε ιστορίες, μαθαίνουμε τον πολιτισμό μας μέσα από αυτές, φτιάχνουμε σχέσεις μέσα από τις ιστορίες που λέμε με συγγενείς, με φίλους. Σιγουρεύουμε τη συνέχεια των γενεών και τη συνέχεια του πολιτισμού μας, περνώντας γνώσεις και ιστορίες στις επόμενες από τις προηγούμενες γενιές. Η πολιτισμική μας εξέλιξη εξαρτάται εδώ και χιλιάδες χρόνια από το μοίρασμα των ιστοριών», επισήμανε.
Πρόσθεσε, δε, ότι οι ιδιότητες της παγκοσμιότητας (πολλοί λαοί από τα αρχαιότατα χρόνια μοιράζονται τα ίδια παραμύθια) και της διαχρονικότητας των παραμυθιών βοηθούν το ταξίδι τους και τη μακροημέρευσή τους, ενώ η σταθερή τους δομή επιτρέπει τη γέννηση νέων παραλλαγών, διευκολύνοντας το πέρασμα ανάμεσα στις γλώσσες και τους πολιτισμούς.
Στα εκπαιδευτικά προγράμματα που προσφέρει το Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, σε σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αναφέρθηκε η μουσειολόγος του ΠΙΟΠ, Αλεξάνδρα Τράντα. «Χρησιμοποιούμε ποικίλους τρόπους αφήγησης για τα παραμύθια και τις ιστορίες απευθυνόμενοι σε διαφορετικές ομάδες κοινού. Τα εκπαιδευτικά προγράμματα είναι εγκεκριμένα από το υπουργείο Παιδείας και προσφέρονται δωρεάν. Ξεκινούν από τις τρυφερές ηλικίες (θεατρικό παιχνίδι “Το ελατάκι που δεν του άρεσαν τα φύλλα του”, ιστορίες από τη μυθολογία) και φτάνουν μέχρι το “Eφήβων Iστορίες”, που απευθύνεται σε μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, την άσκηση δημιουργικής γραφής στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού προγράμματος “Πόλεις και λογοτεχνία”, τη “Μόδα και τα σύμβολά της” και τον κύκλο μαθημάτων δημιουργικής γραφής για ενήλικες που εγκαινιάσαμε τη φετινή ακαδημαϊκή χρονιά», ανέφερε. «Όσοι έχουμε χρησιμοποιήσει το εργαλείο της αφήγησης, γνωρίζουμε καλά πώς λειτουργεί, πώς τα παραμύθια ενισχύουν την παραμελημένη γενικά συναισθηματική νοημοσύνη και την ενσυναίσθηση», επισήμανε.
Στην αξιοποίηση του παραμυθιού στο Δημοτικό Σχολείο, μέσα και από την εμπειρία του εκπαιδευτικού προγράμματος του Μουσείου Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης, αναφέρθηκε η διευθύντρια του Μουσείου, Ευαγγελία Κανταρτζή. «Είναι μία πιο ελκυστική διαδικασία μάθησης, καθώς εμπεριέχει τα στοιχεία της πλοκής, της δράσης, του σεναρίου και έχει έναν παιγνιώδη χαρακτήρα. […] Όλα τα προτερήματα και ελαττώματα του ανθρώπου παρουσιάζονται στο παιδί μέσα από τα παραμύθια, δίνοντάς του την ευκαιρία να ωριμάσει ανώδυνα», είπε.