Με αφορμή το συνέδριο με θέμα τη «Δημόσια Αρχαιολογία», το οποίο η Αναπληρώτρια καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Νένα Γαλανίδου ενορχηστρώνει, της ζητήσαμε να μας μιλήσει τόσο γι’ αυτό όσο και για τη διαδρομή της στην Προϊστορία. Αφήνοντας στην ίδια την περιγραφή της επιστημονικής της πορείας, θα αρκεστούμε να επισημάνουμε εδώ τους πλούσιους συγγραφικούς της καρπούς. Στην ιστοσελίδα του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης τα άρθρα της ξεπερνούν τα 35. Οι τρεις αυτοτελείς δημοσιεύσεις της δίνουν συνοπτικά το στίγμα των ενδιαφερόντων της. Η διδακτορική της διατριβή εκδόθηκε στην Οξφόρδη το 1997 με τίτλο “Home is Where the Hearth is”. The Spatial Organization of the Upper Palaeolithic Rockshelter Occupations at Klithi and Kastritsa in Northwest Greece (British Archaeological Reports). Το 2003 στο Λονδίνο εκδόθηκε ο τόμος The Greek Mesolithic Problems and Perspectives (British School at Athens Studies 10), του οποίου, σε συνεργασία με την C. Perlès, έγραψε την εισαγωγή και είχε την επιμέλεια. Το 2007, δημοσιοποιώντας τη δεύτερη μεγάλη «αδυναμία» της, επιμελήθηκε, από κοινού με την L.H. Dommasnes, καθηγήτρια αρχαιολογίας στη Νορβηγία με ειδίκευση στην Εποχή του Σιδήρου, την αρχαιολογία του κοινωνικού φύλου και την αρχαιολογία της θρησκείας, το βιβλίο Telling Children about the Past: an Interdisciplinary Perspective (Ann Arbor: International Monographs in Prehistory).
Το βιβλίο Μιλώντας στα παιδιά για το παρελθόν. Μια διεπιστημονική προσέγγιση εκδόθηκε στα ελληνικά το 2013 από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο. Αποτελώντας μια συμβολή στην Αρχαιολογία της Παιδικής Ηλικίας, εγκαινίασε ταυτόχρονα τη νέα διεπιστημονική σειρά «Δημόσια Αρχαιολογία», την επιστημονική φροντίδα της οποίας έχει η Νένα Γαλανίδου. Στα Προλεγόμενα του βιβλίου διασαφηνίζει:
«Η Δημόσια Αρχαιολογία είναι ο αγωγός της επιστημονικής έρευνας στο ευρύ κοινό, αφού κύριο χαρακτηριστικό και αποστολή της είναι να κάνει την Αρχαιολογία γνωστή και προσιτή σε αυτό, λειτουργώντας ως διαμεσολαβήτρια. […] Σήμερα η Δημόσια Αρχαιολογία αγκαλιάζει και πραγματεύεται ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, που αναφύονται τόσο εκεί όπου η αρχαιολογική επιστήμη τέμνει και διαπερνά το δημόσιο χώρο, όσο και εκεί όπου διηθείται από αυτόν: από το πλέγμα προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς μέσα από θεσμούς και πολίτες, την αρχαιοκαπηλία και την παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων, τη σχέση της αρχαιολογίας με τα Μ.Μ.Ε., την εκπαίδευση και τις νέες ψηφιακές τεχνολογίες μεταφοράς πληροφορίας, έως την αρχαιολογία ως οικονομικό κεφάλαιο ή τη σχέση της με την πολιτική εξουσία».
Αγγελική Ροβάτσου: Κυρία Γαλανίδου, παραλίγο να είχαμε γνωριστεί πολλά χρόνια πριν αφού, όπως είδα στο Βιογραφικό σας, εργαστήκατε για κάποιο διάστημα στο Τμήμα Ηλεκτρονικής Τεκμηρίωσης του Μουσείου Μπενάκη, απ’ όπου έκανα ένα πέρασμα και εγώ, μετά από σας.
Νένα Γαλανίδου: Στο Μουσείο Μπενάκη δούλεψα από τον Οκτώβριο του ’89 μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου του ’90. Θα σας πω πώς έγινε. Αποφοίτησα από το Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης το 1988 κι ενώ ήθελα να εμβαθύνω στα Παλαιολιθικά, επειδή δεν είχα βρει ακόμα το πού και το πώς, ξεκίνησα έκκεντρα με ένα Μάστερ στις Εφαρμογές της Πληροφορικής στην Αρχαιολογία. Ήταν η πρώτη χρονιά που αυτό το πρόγραμμα σπουδών προσφερόταν στο Πανεπιστήμιο του Southampton. Τα Τμήματα Αρχαιολογίας και Επιστήμης των Υπολογιστών είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους σε ένα πρωτοποριακό για την εποχή διαθεματικό πρόγραμμα σπουδών που οδηγούσε σε «Master of Science». Έτσι εφοδιάστηκα με στέρεη γνώση των νέων τάσεων της πληροφορικής και της δυνάμει συμβολής της στην αρχαιολογική επιστήμη που αποκαλύπτει, καταγράφει και μελετά μεγάλο όγκο ποιοτικών και ποσοτικών δεδομένων. Έχω από το 1988 λογαριασμό e-mail για επικοινωνία με φίλους και συνεργάτες! Διδάχτηκα βήμα-βήμα ποσοτικές μεθόδους στην αρχαιολογία κι εκεί ξαναβρήκα την παλιά μου αγάπη για τα μαθηματικά που είχα αφήσει πίσω στα σχολικά χρόνια στη Ράλλειο. Και τελειώνω τον Σεπτέμβριο του 1989 το μεταπτυχιακό μου και καθώς σχεδιάζω να εξισορροπήσω μια υπερεντατική ακαδημαϊκή χρονιά με περιπάτους στα πάρκα και τα μουσεία του Λονδίνου, μαθαίνω ότι το Μουσείο Μπενάκη αναζητούσε να στελεχώσει το νεοσύστατο Τμήμα Ψηφιακής Τεκμηρίωσης των συλλογών του. Αποδείχθηκα ο άνθρωπος που έψαχναν και προσλήφθηκα τον Οκτώβριο του ’89.
Δούλεψα εκεί αλλά είχα πάντα στο νου μου την έρευνα πεδίου, τη γη, το χώμα. Κι έψαχνα τρόπο να επιστρέψω στο ακαδημαϊκό περιβάλλον και τα σκάμματα, να κάνω έρευνα στην Εποχή του Λίθου. Απ’ τη μια ήμουν ευγνώμων για την ένταξή μου σε ένα δημιουργικό περιβάλλον εργασίας, στους εσωτερικούς παλμούς ενός ζωντανού οργανισμού που η καρδιά του χτυπούσε στο υπόγειο του κτηρίου της οδού Κουμπάρη, τη χαρά να εφαρμόζω πράγματα που μόλις τα είχα μάθει, όλα αυτά τα ωραία. Από την άλλη, ασφυκτιούσα. Το καλοκαίρι του ’90, πήρα την άδειά μου την κανονική και πήγα ένα μήνα ανασκαφή στη Χοιροκοιτία της Κύπρου, έπειτα πήρα και δέκα μέρες άνευ αποδοχών για να ξεκουραστώ. Ένιωθα ότι «εξαιρετικό το μουσείο αλλά… θέλω την άλλη αρχαιολογία!» Και τελικά τα κατάφερα. Είχα κάνει αιτήσεις και είχα γίνει δεκτή σε τρία Πανεπιστήμια, του Liverpool, του Southampton και του Cambridge —στα δύο μάλιστα είχα και υποτροφία. Οι επιβλέποντες καθηγητές που με είχαν κάνει δεκτή, Gowlett, Gamble, Bailey, κορυφαίοι στο γνωστικό τους αντικείμενο, ήταν η δεύτερη γενιά Βρετανών αρχαιολόγων με ερευνητική δραστηριότητα στην παλαιολιθική Ελλάδα, όλοι φοιτητές του πρωτοπόρου Eric Higgs. Δύσκολη επιλογή κι εκεί με βοήθησε ο θείος Στέφανος, ο δεύτερος πατέρας μου, να επιλέξω. Μίλησα και με τον Άγγελο Δεληβορριά, και εκεί έμαθα ότι η «πρώτη αγάπη» του πριν την Κλασική Αρχαιολογία ήταν η Νεολιθική Αρχαιολογία. Μου είχε πει: «Σε καταλαβαίνω, εδώ έχεις μια πολύ καλή δουλειά κ.λπ. Αλλά για τα πάθη μας, τα ρίσκα μας … είναι δική σου η απόφαση και πρέπει να ακολουθήσεις αυτό που λέει η καρδιά σου». 1η Ιανουαρίου ’91 ξεκινούσα τη διδακτορική μου διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Cambridge υπό την εποπτεία του Geoff Bailey. Μαζί του είχα πάρει το βάπτισμα του πυρός σε παλαιολιθική ανασκαφή στο μοναδικό Κλειδί, βραχοσκεπή στο φαράγγι του Βίκου. Κι από τότε ξεκίνησε μια σχέση αμοιβαίου σεβασμού και πνευματικής επικοινωνίας που κρατάει χρόνια.
Α.Ρ.: Ποιο ήταν το θέμα της διατριβής σας;
Ν.Γ.: Η οργάνωση του χώρου των σπηλαίων στην Ανώτερη Παλαιολιθική εποχή. Στη διατριβή πάντρεψα τις τρεις μου «αδυναμίες», την αρχαιολογία των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών της Προϊστορίας, την αρχιτεκτονική και τα μαθηματικά. Χρησιμοποιώντας αρχαιολογικό υλικό από την Ήπειρο και τη Βοσνία εξέτασα τις απαρχές της αρχιτεκτονικής: εάν και πότε εμφανίζεται κάποια δομή σε έναν, κατά τα άλλα, μη δομημένο χώρο. Τα κατά τόπους σπήλαια και οι βραχοσκεπές προσέφεραν ένα φυσικό κέλυφος με διαφορετικά χαρακτηριστικά, περιορισμούς και μέγεθος. Αυτό που εξέτασα ήταν οι ομοιότητες και οι διαφορές στην κατανομή των ευρημάτων στο δάπεδο και γύρω από εκείνα τα στοιχεία που λειτουργούσαν ως «επίπλωση» του χώρου (όπως οι βράχοι, οι εστίες, οι παρειές). Το εύρημα της μελέτης ήταν ότι στην πρώιμη αυτή χρήση του χώρου η φωτιά λειτουργούσε ως το πρωτεύον συνεκτικό στοιχείο οργάνωσης του χώρου της κοινωνικής ομάδας και των δραστηριοτήτων της. Οι κοινότητες του Homo sapiens μετέφεραν κοινά πρότυπα οργάνωσης του χώρου από θέση σε θέση μέσα στα όρια της επικράτειάς τους. Ανάλογα με τις δραστηριότητες και την κοινωνική σύνθεση της ομάδας εμφανίζονται παραλλαγές – παραλλαγές, όμως, στο ίδιο βασικό θέμα. Ο τίτλος του πρώτου μου βιβλίου που προήλθε από τη διατριβή είναι Home is where the Hearth is.
Α.Ρ.: Και μετά τη διδακτορική διατριβή;
Ν.Γ.: Μια μεταδιδακτορική υποτροφία στο Κολέγιο Clare Hall του Πανεπιστημίου του Cambridge από τον Οκτώβριο του 1996 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1999. Έλαβα μέρος στην ανταγωνιστική διαδικασία επιλογής (με πολλούς συνυποψήφιους από όλη τη γκάμα των ανθρωπιστικών και των κοινωνικών επιστημών), έπρεπε να πείσω —και έπεισα τελικά— ότι πρέπει να πάρω αυτή τη θέση που προορίζεται για νέους ερευνητές και τους δίνει τη δυνατότητα να κάνουν έρευνα και να διδάξουν χωρίς το άγχος του βιοπορισμού. Την περίοδο εκείνη δίδαξα το μάθημα των ποσοτικών μεθόδων στην αρχαιολογία και μαθήματα Μεσολιθικής Αρχαιολογίας σε ακροατήρια υψηλών απαιτήσεων και προσδοκιών του Τμήματος Αρχαιολογίας του κορυφαίου αυτού πανεπιστημίου. Αναμετρήθηκα πραγματικά με τις δυνάμεις μου. Το ότι μου προσφέρθηκε το βήμα να μιλήσω για τη δουλειά μου, να δημοσιεύσω, να ορίσω το επιστημονικό μου προφίλ σε ένα περιβάλλον που ενθαρρύνει και αγκαλιάζει την πρωτότυπη σκέψη, χωρίς προκαταλήψεις, με κριτήριο την αριστεία, έχει εγγραφεί από τότε βαθιά στον αξιακό μου κώδικα. Θα ήθελα και στο ελληνικό πανεπιστήμιο, στο ερευνητικό περιβάλλον εν γένει, να υπάρχουν οι προϋποθέσεις για θετική υποδοχή των νέων ερευνητών με ταλέντο, γνώση και όρεξη για σκληρή δουλειά. Από το φυτώριο αυτό θα αναδυθεί το ανθρώπινο δυναμικό για την επόμενη της κρίσης μέρα στη χώρα μας. Και οι άριστοι και οι άριστες των γραμμάτων και των τεχνών θα είναι οι πρωτοπόροι της «αλλαγής», αυτής της τόσο παρεξηγημένης έννοιας στη σύγχρονη Ελλάδα.
Η δεκαετής θητεία μου στον βρετανικό ακαδημαϊκό χώρο (ίσως όμως και οι προσφυγικές καταβολές μου) με έκαναν να μη λυπάμαι, να μη μετράω ποτέ τις ώρες δουλειάς. Όταν αγαπάς αυτό που κάνεις, δεν σε κουράζει — απεναντίας σε ανταμείβει με το νόμισμα της ικανοποίησης, της ισορροπίας, της γαλήνης. Αυτό που έχει σημασία είναι και ο προορισμός, αλλά είναι κυρίως το ταξίδι. Και τα δέκα χρόνια της ζωής μου στην Αγγλία είχα τη βεβαιότητα ότι προορισμός για μένα ήταν η επιστροφή στην Ελλάδα.
Α.Ρ.: Στην Ελλάδα πότε επιστρέψατε;
Ν.Γ.: Χριστούγεννα του 1999, εφτά μηνών έγκυος και υποψήφια για μια θέση Επίκουρης Καθηγήτριας Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Θέση στην οποία εκλέχτηκα δύο μήνες αργότερα και τρεις βδομάδες πριν από τη γέννηση της πρώτης μου κόρης.
Α.Ρ.: Το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης έχει, μεταξύ άλλων, αναρτήσει και τα τρέχοντα ερευνητικά σας προγράμματα στην Προϊστορική Αρχαιολογία που εκτείνονται σχεδόν σε όλη την Ελλάδα.
Ν.Γ.: Θεραπεύω την Αρχαιολογία της Εποχής του Λίθου. Αν και έχω δημοσιεύσει για τη Μεσολιθική και για τη Νεολιθική Αρχαιολογία, έχω ιδιαίτερη αδυναμία στην Παλαιολιθική εποχή, την περίοδο που κοινότητες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών κυνηγούν ή ψαρεύουν την τροφή τους και συλλέγουν φυτικές τροφές, βολβούς, σπόρους, καρπούς. Οι κοινότητες αυτές ζούσαν νομαδικά. Αυτή η νομαδική ζωή κάνει και τους αρχαιολόγους που τις μελετούν «νομάδες». Κι ένας από τους νομάδες της αρχαιολογίας είμαι εγώ. Αυτό, αν θέλετε, εξηγεί και το γεγονός ότι βρίσκομαι τη μια στιγμή στην Καστοριά, την άλλη στιγμή στη Θεσπρωτία, τη Λέσβο, τη Λευκάδα, ή την Κρήτη. Όλες μου οι αναζητήσεις έχουν κοινό παρονομαστή την αρχαιολογία προϊστορικών ομάδων ιδιαίτερα κινητικών. Ομάδων που κινούνταν μέσα στο χρόνο εποχιακά, ακολουθώντας τα θηράματα και τους κύκλους διαθεσιμότητας των υπόλοιπων τροφών. Αλλά δεν ήταν μόνο η τροφή ή οι άλλοι απαραίτητοι για την επιβίωση φυσικοί πόροι που υπαγόρευαν τις μετακινήσεις μέσα κι έξω από τις επικράτειές τους. Ήταν και οι κύκλοι της κοινωνικής τους ζωής, με σταθμούς τα μεγάλα ανταμώματα, τις μικρότερες συναθροίσεις και τις διαβατήριες τελετές.
Για μένα λοιπόν εστία και πατρίδα ερευνητική είναι εκεί όπου βρίσκονται πρώιμες αρχαιολογικές θέσεις. Γι’ αυτό και η απουσία γεωγραφικής εστίασης στις έρευνές μου που πραγματοποιούνται και στην ηπειρωτική και τη νησιωτική Ελλάδα.
Στην πρώτη ενότητα εντάσσονται τα ερευνητικά προγράμματα στη Μακεδονία και την Ήπειρο. Η μελέτη των ευρημάτων από τη Λίμνη της Καστοριάς ξεκίνησε από μια επίσκεψη στον Γιώργο Χουρμουζιάδη και τον αρχαιολογικό χώρο και την αναπαράσταση στο Δισπηλιό. Ο Χουρμουζιάδης, με το σπουδαίο αρχαιολογικό αποτύπωμα, ήταν ένα πνεύμα ανοιχτό και γενναιόδωρο. Όταν τον επισκέφθηκα λοιπόν στο Δισπηλιό μου λέει: «Νένα, πρέπει να δεις το υλικό ενός αρχαιοφύλακα από τη λεκάνη της Λίμνης που θεωρούμε ότι έχει και παλαιολιθικά. Ο Πανταζόπουλος έχει εκπαιδευτεί στα σκάμματά μας και αναγνωρίζει λίθινα εργαλεία. Όταν δεν σκάβουμε, το χειμώνα, κάνει αυτοψίες εκεί ανάμεσα στο Δισπηλιό και τους Αμπελόκηπους, συλλέγει λίθινα εργαλεία κι έχει φτιάξει τη συλλογή την οποία έχει παραδώσει στο Υπουργείο Πολιτισμού». Τα ευρήματα αυτά ήταν κολλημένα σε plexiglas και ανάμεσά τους ξεχώρισα εργαλεία της Παλαιολιθικής εποχής, οπότε φυσικά και αποδέχτηκα την πρόσκληση. Kατέγραψα τη συλλογή, τη μελέτησα, τη δημοσίευσα κι έτσι βρέθηκα να μιλάω για τους Νεάντερταλ της Μακεδονίας. Ο Χουρμουζιάδης ήταν ο ομφάλιος λώρος μου με τη μακεδονική γη. Ο Björn Forsén, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Ελσίνκι και πρώην Διευθυντής του Φινλανδικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Αθήνα, ήταν ο αντίστοιχος σύνδεσμός μου με τη Θεσπρωτία. Με προσκάλεσε να μελετήσω υλικό από τη λεκάνη του ποταμού Κωκυτού, του άνω ρου του Αχέροντα δηλαδή, που η φινλανδική αποστολή υπό την εποπτεία του είχε εντοπίσει. Δύο υποψήφιοι διδάκτορες Παλαιολιθικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης κι εγώ συνδεθήκαμε με τη φινλανδική ομάδα και δημοσιεύσαμε τις μελέτες μας στα βιβλία του Thesprotia Expedition. Στον τρίτο τόμο, που επιμελήθηκα μαζί με τον επικεφαλής των ερευνών και τον Esko Tikkala, συναρθρώνουμε ένα αφήγημα για την προϊστορία της περιοχής μέσα από τις ψηφίδες του ανασκαμμένου και του επιφανειακού υλικού και τις τοπικές παραδόσεις των νομαδικών και εδραίων πληθυσμών της Ηπείρου.
Α.Ρ.: Και οι έρευνες πεδίου που διευθύνετε εσείς;
Ν.Γ.: Όταν πλέον οι δυο μου κόρες είχαν μεγαλώσει αρκετά, βγήκα ξανά στο πεδίο σε έρευνα δύο ατελώς γνωστών κρίκων στην αλυσίδα της παλαιολιθικής Ελλάδας: της Κατώτερης Παλαιολιθικής και της Αρχαιολογίας των νησιών. Αυτό με οδήγησε στα απάτητα μονοπάτια της Παλαιολιθικής Αρχαιολογίας στο Εσωτερικό Αρχιπέλαγος του Ιονίου και τη Λέσβο.
Στο Ιόνιο Πέλαγος ξεκινήσαμε το 2010 επιφανειακή έρευνα και μικρής κλίμακας ανασκαφή σε συνεργασία με τις Εφορείες Αιτωλοακαρνανίας-Λευκάδας και Κεφαλονιάς. Από το 2014 πραγματοποιούμε αυτοτελώς ανασκαφή σε σπήλαιο με αρχαιολογικά κατάλοιπα του ανθρώπου του Νεάντερταλ που εντοπίσαμε στον Κυθρό, ένα μικρό ξερονήσι απέναντι από το Μεγανήσι. Η δουλειά μας στον Κυθρό εδράζεται πάνω στα πορίσματα της μελέτης του παλαιολιθικού υλικού από την επιφανειακή έρευνα στο Αρχιπέλαγος και τη Λευκάδα. Έχει περιφερειακό χαρακτήρα, καλύπτοντας την ακαρνανική ακτή, τα νησιά αλλά και το βυθό του κεντρικού Ιονίου, καθώς συνδυάζεται με χαρτογράφηση των καταποντισμένων πλειστοκαινικών τοπίων που πραγματοποιήσαμε με συνεργάτες από το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών.
Από το 2012 στο Λισβόρι Λέσβου αποκαλύπτουμε συστηματικά την πρώτη μεγάλης κλίμακας Αχελαία θέση στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Στις όχθες μικρών ποταμών και της μεγάλης παλαιολίμνης, του σημερινού κόλπου της Καλλονής, φέρνουμε στο φως λίθινα εργαλεία που ανήκουν σε αυτή την πανάρχαιη και μακραίωνη τεχνολογική παράδοση. Τα ευρήματά μας συνδέουν την πρώιμη αρχαιολογία του Αιγαίου με την ομόλογη αρχαιολογία της Αφρικής και της Ευρασίας και στοιχειοθετούν ένα καινούργιο σενάριο γεωγραφικής διείσδυσης στην Ευρώπη μέσω του Αιγαίου σε περιόδους υποχώρησης της θαλάσσιας στάθμης από προγονικούς πληθυσμούς που έζησαν πριν από μισό εκατομμύριο χρόνια.
Και τα δύο ερευνητικά προγράμματα στηρίζονται σε χρηματοδοτήσεις ελληνικές (Πανεπιστήμιο Κρήτης, Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, Δήμος Λέσβου, Δήμος Μεγανησίου, Γενική Γραμματεία Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής) και ξένες (Wenner-Gren Foundation for Anthropological Research, Honor Frost Foundation), και σε χορηγίες από τον επιχειρηματικό τομέα (Aegean Airlines) και από κοινωφελή ιδρύματα πολιτιστικού χαρακτήρα (Ίδρυμα Ι.Φ. Κωστοπούλου). Υλοποιούνται από διεθνείς ομάδες επιστημόνων από διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα γιατί η παλαιολιθική έρευνα απαιτεί διεπιστημονικότητα. Eκπαιδεύουν φοιτητές και φοιτήτριες από την Ελλάδα και την Ευρώπη στις μεθόδους έρευνας πεδίου και τους/τις μυούν στη μαγεία της Παλαιολιθικής Αρχαιολογίας.
Α.Ρ.: Πώς τις εντοπίζετε αυτές τις θέσεις;
Ν.Γ.: Κάθε θέση έχει το δικό της ιστορικό της έρευνας. Σε όλες κοινός παρονομαστής είναι η ειδίκευση στην Παλαιολιθική εποχή. Σε ένα άρθρο του στο περιοδικό σας [Αρχαιολογία και Τέχνες, τχ. 9, Νοέμ. 1983] με τίτλο «Ο περιβολάρης και ο διαβάτης» ο Χουρμουζιάδης έγραφε: «παρατηρεί στραβά όποιος δεν ξέρει τι να τις κάνει τις παρατηρήσεις του. Ο περβολάρης κοιτάει τις μηλιές του πιο προσεχτικά παρά ο διαβάτης…»
Ο δεύτερος κύκλος ζωής μου στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, ως καθηγήτριας, συνδέεται άρρηκτα με τη συστηματική διδασκαλία των διαφορετικών πτυχών της Παλαιολιθικής Αρχαιολογίας και των μεθόδων προσπέλασης του γνωστικού αυτού αντικειμένου. Τα μαθήματά μου (στο αμφιθέατρο, το εργαστήριο και το πεδίο) εφοδιάζουν τους φοιτητές με βασικές γνώσεις Παλαιολιθικής Αρχαιολογίας. Αυτό είναι όρος και προϋπόθεση για να αλλάξει ο χάρτης της παλαιολιθικής Ελλάδας. Δεν αρκεί, βλέπετε, που το ελληνικό τοπίο είναι διάστικτο με παλαιολιθικά κατάλοιπα, χρειάζονται και οι άνθρωποι με τα εφόδια να τα αναγνωρίσουν, να τα μελετήσουν και να τα εντάξουν στο ιστορικό της ελληνικής Προϊστορίας. Ένα από τα ωραιότερα πράγματα της αρχαιολογικής μου ζωής είναι η διδασκαλία. Και ποτέ μα ποτέ δεν με κουράζει, γιατί είναι πάθος και μεράκι. Αυτό λοιπόν που διδάσκω στους φοιτητές μου είναι πώς να διακρίνουν ένα λίθινο εργαλείο από μια τυχαία σπασμένη πέτρα, με ποια κριτήρια να το εντάξουν σε μια τεχνοπολιτισμική παράδοση της Προϊστορίας, εάν ένα τοπίο πληροί τις προϋποθέσεις για παλαιολιθική εγκατάσταση, ή σε ποιους γεωλογικούς σχηματισμούς να ξεχωρίσουν «την ήρα από το στάρι». Πώς από απλοί «διαβάτες» να γίνουν «περιβολάρηδες».
Η Παλαιολιθική Αρχαιολογία ξεκινάει πριν από 3,2 εκατομμύρια χρόνια και φθάνει στα 11.700 χρόνια πριν από το παρόν. Αναφέρεται σε πυκνώματα χρόνου μεγάλα και κυρίως ασύμμετρα. Συνδέεται με διαφορετικά είδη ανθρωπιδών που εμφανίζονται, αναπτύσσουν πολιτισμό και εξαφανίζονται στο πέρασμά της. Και στην πολυμορφία αυτή και την πολιτισμική ποικιλότητα έγκειται η ομορφιά του κατά τα άλλα «ταπεινού» παλαιολιθικού αποθέματος. Στον ποταμό Βοϊδομάτη και τις όχθες της λίμνης Παμβώτιδας των Ιωαννίνων μελετούσα υλικό της Ανώτερης Παλαιολιθικής εποχής, που συνδέεται με ομάδες του Homo sapiens. Στη Θεσπρωτία, τη Λευκάδα, το Μεγανήσι και τον Κυθρό μελετούμε υλικό της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής, που άφησαν πίσω ομάδες του Homo neanderthalensis. Στη Λέσβο μελετούμε πιο παλιά ευρήματα κατασκευασμένα από αρχαιότερους ανθρωπίδες. Όλα αυτά, κι εκείνοι κι εμείς και τα απορρίμματά τους, χωράμε κάτω από την ομπρέλα της Παλαιολιθικής Αρχαιολογίας. Και καθώς η Παλαιολιθική Αρχαιολογία στην Ελλάδα μεγαλώνει, ωριμάζει και αλλάζει, έτσι αλλάζουμε κι εμείς που τη θεραπεύουμε και τη διδάσκουμε σε μια δημιουργικά γόνιμη σύζευξη υποκειμένου και αντικειμένου της έρευνας. Στον Κυθρό και τη Λέσβο βαθαίνει η γνώση μας για τον προϊστορικό άνθρωπο καθώς αλλάζουμε κι εμείς, τα υποκείμενα της αρχαιολογίας, και ο τρόπος που την επιτελούμε.
Α.Ρ.: Διάβαζα ότι και τα δυο νησιά, και η Λέσβος και η Λευκάδα, ήτανε κάποτε ενωμένα με την κοντινή τους στεριά.
Ν.Γ.: Ένα κομμάτι της κληρονομιάς της Εποχής του Λίθου δεν είναι πλέον ορατό μιας και βρίσκεται στο βυθό. Η χαρτογράφησή του συνιστά μια νέα ερευνητική κατεύθυνση στην οποία κινούμαι τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της εστίασής μου στο παλαιολιθικό απόθεμα των νησιών. Με ενδιαφέρει να καταλάβω πώς τα καταποντισμένα σήμερα τοπία άλλαζαν, με την αλλαγή της θαλάσσιας στάθμης, πότε άνοιγαν γέφυρες στεριάς που διαμόρφωναν προϋποθέσεις για να ζήσουν και να μετακινηθούν οι πληθυσμοί της Πλειστοκαίνου εποχής.
Το πεδίο αυτό έχει τεράστιο ενδιαφέρον. Τι είναι η αρχαιολογία; Αρχαιολογία είναι η συντεταγμένη προσπάθεια να αφηγηθούμε την ιστορία των ανθρώπων, των ανθρωπίνων κοινωνιών, μέσα από τα κατάλοιπα που έχουν αφήσει πίσω τους. Μια επιστήμη με υπόσταση τόσο υλική όσο και ιστορική και ανθρωπολογική. Αν τα ευρήματά μας είναι οι λέξεις μιας πρότασης, τη σειρά και τη σύνταξη των λέξεων –εν τέλει το νόημα που θα βγάλει η πρόταση– την ορίζουν οι κοινωνικές σχέσεις, η δυναμική της ομάδας, ο χρόνος, το κλίμα και η γεωγραφία μέσα στην οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα. Την ορίζουν, με άλλα λόγια, τα αρχαιολογικά συγκείμενα και το περιβάλλον, ιστορικό και φυσικό. Στην Παλαιολιθική Αρχαιολογία —και όχι μόνο— η προσπάθεια να ερμηνεύσουμε τα ευρήματα προϋποθέτει ότι θα κατανοήσουμε τη στρωματογραφία, θα χρονολογήσουμε με απόλυτο ή σχετικό τρόπο τα ευρήματα ή τα ιζήματα που εμπεριείχαν τα ευρήματα, θα αξιολογήσουμε τις αποθετικές διαδικασίες και θα κατανοήσουμε τις παλαιογεωγραφικές συνθήκες στις οποίες έζησε ο προϊστορικός άνθρωπος που τα δημιούργησε. Σε αυτό το κεφάλαιο της παλαιογεωγραφίας εγγράφεται το ερώτημά σας.
Η Πλειστόκαινος εποχή, η γεωλογική υποδιαίρεση του χρόνου στην οποία αναφέρεται η Παλαιολιθική Αρχαιολογία, αποκαλείται και Εποχή των Παγετώνων. Δεν ήταν, ωστόσο, όλη η Παλαιολιθική εποχή ένας μεγάλος χειμώνας, υπήρχαν και καλοκαίρια όπως υπήρχαν και μεγάλοι χειμώνες. Αυτές τις αλλαγές στο κλίμα μπορούμε να τις παρακολουθήσουμε. Και μας ενδιαφέρουν γιατί θέλουμε να δούμε πώς ανταποκρίνονται σ’ αυτές οι ανθρώπινες κοινότητες. Πώς άλλαζε ο χώρος όπου ζούσαν; Πώς άλλαζαν οι μετακινήσεις τους; Συρρικνώνονταν ή εμπλουτίζονταν τα αποθέματα φυσικών πόρων; Άνοιγαν καινούργιοι χερσαίοι δρόμοι και έκλειναν οι παλιοί, πώς και πού δημιουργούνταν προϋποθέσεις για εγκατάσταση;
Για να αναζητήσει τις λεπτές αποχρώσεις της εγκατάστασης —το σκηνικό, θα έλεγα, της προϊστορικής ζωής που ορίζουν το κλίμα και το περιβάλλον— και να κατανοήσει τον τρόπο ζωής και την προσαρμογή μέσα στους μεγαλύτερους κύκλους κλιματικής αλλαγής και τα τοπικά μικροπεριβάλλοντα, η Παλαιολιθική Αρχαιολογία αναπτύσσει στενή, συμβιωτική, σχέση με τη γεωλογία και τις θετικές επιστήμες. Και έτσι φτάνουμε στο βυθό. Σε παγετώδεις περιόδους παγκοσμίως η στάθμη της θάλασσας έπεφτε, γιατί το νερό των ωκεανών κλειδωνόταν στους παγετώνες. Υπήρχαν περίοδοι που η θαλάσσια στάθμη υποχώρησε μέχρι και μείον 120 μέτρα. Μπορείτε να διανοηθείτε τι σημαίνει αυτό; Ότι πολλά από τα σημερινά νησιά, είναι απλώς οι κορυφές από παλιές στεριές που σε παγετώδεις περιόδους ήταν ενωμένες με τις κοντινές χέρσους. Τα νησιά του Ιονίου πελάγους, τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ενώνονταν κατά καιρούς με την ηπειρωτική Ελλάδα και την ασιατική ακτή. Φανταστείτε τα αρχιπελάγη του ανατολικού Αιγαίου και του Ιονίου σαν μια ομάδα κολυμβητών που κρατιούνται χέρι-χέρι κάτω από το νερό αλλά εμείς βλέπουμε μόνο τα κεφάλια τους να βγαίνουν πάνω από το νερό.
Έτσι λοιπόν γνωρίζουμε ότι σε ορισμένες περιόδους της Παλαιολιθικής αποκαλύπτονταν τμήματα της στεριάς στα οποία διαβιούσαν ή τα οποία διέσχιζαν οι πληθυσμοί ζώων και ανθρωπιδών. Όταν λοιπόν σήμερα κάνουμε Παλαιολιθική Αρχαιολογία των νησιών, δεν κάνουμε κατ’ ανάγκην αρχαιολογία με τους ίδιους όρους ούτε θέτουμε τα ίδια αρχαιολογικά ερωτήματα που θέτει κάποιος αρχαιολόγος της Εποχής του Χαλκού ή των ιστορικών χρόνων, όταν η θαλάσσια στάθμη έχει πλέον ανέβει στα σημερινά επίπεδα και τα νησιά και οι ακτογραμμές της Ελλάδας έχουν την παρούσα μορφή.
Υπάρχει μια ολόκληρη κίνηση αρχαιολόγων, γεωεπιστημόνων και ειδικών στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, η οποία εργάζεται συστηματικά στην Προϊστορική Έρευνα της Ευρωπαϊκής Υφαλοκρηπίδας (Continental Shelf Prehistoric Research). Το καινούργιο υποπεδίο της αρχαιολογικής έρευνας εκκινεί από ιστορικά ερωτήματα, συλλέγει και αξιολογεί όλες τις πληροφορίες σχετικά με τα καταβυθισμένα σήμερα τοπία ως τοπία προϊστορικής χερσαίας και παράκτιας ζωής και τα εντάσσει στο παλαιολιθικό αφήγημα.
Α.Ρ.: Και πώς συνδέεται το υποπεδίο αυτό με την Ενάλια Αρχαιολογία;
Ν.Γ.: Η χαρτογράφηση των καταποντισμένων προϊστορικών τοπίων που σε παγετώδεις περιόδους ήταν τμήματα της χέρσου και η αναζήτηση θέσεων της Εποχής του Λίθου στο βυθό συγκροτούν ένα καινούργιο κεφάλαιο στην Ενάλια Αρχαιολογία. Το ερευνητικό αντικείμενο εδώ δεν είναι τα ναυάγια, η ιστορία της ναυτοσύνης ή οι θαλάσσιες μετακινήσεις και το εμπόριο. Το μεγάλο ζητούμενο είναι η ανακατασκευή του τοπίου: πού υπήρχε ρεματιά, πού υπήρχε πηγή νερού, πού υπήρχε σπήλαιο, κι ας είναι τώρα στον θαλάσσιο πυθμένα, η αξιολόγηση της φέρουσας ικανότητάς του να στηρίξει τροφηλατικές κοινότητες και εντέλει η αρχαιολογία που συνδέεται με αυτά τα καλά κρυμμένα στο βυθό τοπία. Η Ελλάδα πρωτοπορεί στα μέσα και τις τεχνικές που καθιστούν δυνατή την έρευνα αυτή. Το έμψυχο δυναμικό από τα Τμήματα Γεωλογίας και το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών συνομιλεί δημιουργικά με την αρχαιολογική κοινότητα. Επιτρέψτε μου να προσθέσω εδώ ότι πέρα από τους ανθρώπους που μελετούν την αρχαία κληρονομιά και το μνημειακό μας απόθεμα, ένα άλλο μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας είναι οι επιστήμονες της θάλασσας και η τεχνογνωσία τους. Αυτό το αναδυόμενο ερευνητικό πεδίο παντρεύει τις δύο ερευνητικές κοινότητες.
Το μονοπάτι άνοιξε ένα διεπιστημονικό δίκτυο επιστημόνων χρηματοδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω του COST. Κι όταν αυτό τέλειωσε έδωσε τη θέση του στην ομάδα SUBLAND, η οποία συνέγραψε το Land Beneath the Waves. Στο βιβλίο αυτό προσπαθούμε να πείσουμε ότι αυτή η έρευνα αξίζει στο μέλλον να τύχει συστηματικής χρηματοδότησης. Δεν θα βουτάμε εσείς κι εγώ με τη μάσκα για να ψάχνουμε, θα μπαίνουν πλοία και θα κάνουν τη μελέτη, θα αξιοποιούμε τις πληροφορίες από υποθαλάσσιες έρευνες με διαφορετική εστίαση, αλλά μετά θα έχουμε χάρτες. Πώς έχουμε το χάρτη τον τοπογραφικό; Και δεν θα έχουμε έναν απλό βαθυμετρικό, θα λέμε ότι εδώ ήτανε ρεματιά, από δω πέρναγε το ποτάμι, εκεί έβγαινε η πηγή. Αυτή η πληροφορία η γεωγραφική για μας είναι πολύτιμη. Γιατί μας βοηθάει να κατανοήσουμε τα περάσματα και τις προϋποθέσεις για επιβίωση του προϊστορικού ανθρώπου. Τα περισσότερα σημερινά νησιά, εξαιτίας της αποκοπής τους από τις μεγάλες στεριανές περιοχές τροφοδοσίας, έχουν περιορισμένη φέρουσα ικανότητα. Ας πούμε, εγώ τώρα σκάβω σ’ ένα πολύ πολύ μικρό νησάκι, μια κουκκίδα, στη μέση του Ιονίου πελάγους.
Α.Ρ.: Αυτό είναι το Μεγανήσι;
Ν.Γ.: Είναι ο Κυθρός, απέναντι από το νότιο Μεγανήσι. Στη μία του ακτή, την απότομη, τη βραχώδη, υπάρχει ένα κατακρημνισμένο σπήλαιο με κατάλοιπα κατοίκησης ανθρώπου του Νεάντερταλ. Τι έκανε, λοιπόν; Ο άνθρωπος του Νεάντερταλ πήγαινε εκεί με πιρόγα; Δεν αποκλείω ότι μπορεί και να πήγαινε. Μεγάλο εγκέφαλο είχε, θα μπορούσε να πάει.
Η χαρτογράφηση του βυθού αποσκοπούσε στο να καταλάβουμε πότε άνοιγαν γέφυρες στεριάς που του επέτρεπαν να περπατήσει εκεί και στα άλλα νησιά του Αρχιπελάγους, το Μεγανήσι, την Άτοκο, το Αρκούδι. Και πραγματικά φαίνεται ότι περπατούσε στον Κυθρό. Όμως σε άλλα νησιά χρειαζόταν πλεούμενο για να φθάσει. Στο κεντρικό Ιόνιο μελετάμε τις απαρχές της ναυσιπλοΐας σε μια κλειστή και καλά προστατευμένη θάλασσα όπου ο προορισμός, η επόμενη στεριά, είναι ορατός και απαιτεί να διασχίσεις μικρές σχετικά θαλάσσιες αποστάσεις. Αυτή τη μαγεία του να βλέπεις τη θάλασσα και να τη φαντάζεσαι σαν μεγάλη στεριά, δεν ξέρω, είναι μαγεία, αξίζει να τη μοιραστείτε μαζί μας! Ίσως να ’ναι και λίγο διαστροφή να βλέπεις το απέραντο γαλάζιο ως καφέ, γκρι και πράσινο, είναι σίγουρα όμως μια εναλλακτική φυγή στο παρελθόν.
Αυτή λοιπόν είναι μια αναδυόμενη, αρκετά δυναμική τάση στη σύγχρονη έρευνα και νιώθω χαρά γιατί είμαι μέρος της, είμαι μέρος αυτών που τη συνέλαβαν, που προσπαθούν να τη διαδώσουν, να πείσουν. Δεν είναι τα πράγματα απλά. Το πρώτο πράγμα που σου λέει κάποιος είναι: «Αυτά τα κόστη είναι τεράστια! Τι θα κάνουμε τώρα; Θα χαρτογραφούμε την ευρωπαϊκή υφαλοκρηπίδα; Εδώ δεν έχουμε προστατεύσει άλλα μνημεία κ.λπ.». Αλλά αυτό το κομμάτι της έρευνας μας βοηθάει να σκεφτούμε ολιστικά, να δούμε την ευρύτερη εικόνα και να σκεφτούμε και πέρα και έξω από τα σημερινά εθνικά, διοικητικά ή άλλα όρια, πέρα κι έξω από όλα όσα μας χωρίζουν. Και γι’ αυτό είμαι αφοσιωμένη στην Παλαιολιθική Αρχαιολογία. Γιατί μας προσφέρει μια άλλου είδους πατριδογνωσία που συνδέεται με την κοινή σε όλους ανθρώπινη υπόσταση. Η παλαιολιθική κληρονομιά είναι η κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας και νομίζω ότι ήταν αυτή η μεγαλοσύνη της που μου άσκησε ιδιαίτερη έλξη – γι’ αυτό άφησα και την εξαιρετική δουλειά στο Μουσείο Μπενάκη!
Α.Ρ.: Μιλώντας για τη Δημόσια Αρχαιολογία, γράφετε κάπου: «Οι αφηγήσεις της Δημόσιας Αρχαιολογίας άλλοτε αφήνουν αδιάφορο το κοινό της κι άλλοτε το συνεπαίρνουν, άλλοτε το φορτίζουν ιδεολογικά κι άλλοτε του δίνουν ερεθίσματα στοχασμού και αναστοχασμού». Και φέρνετε για παράδειγμα τη Βεργίνα. Για την Αμφίπολη τι θα είχατε να μας πείτε;
Ν.Γ.: Το θέμα έχει δύο τουλάχιστον όψεις. Η μία του όψη είναι η αμιγώς επιστημονική και δεν έχω να πω τίποτα, γιατί υπάρχουν ειδικοί οι οποίοι είναι αρμόδιοι. Για το «θέμα Αμφίπολη» στη δημόσια σφαίρα, θέλω να πω ότι ήταν μια μεγάλη επιτυχία των ομοτέχνων μου το γεγονός ότι κατάφεραν να μιλάει όλη η Ελλάδα για την αρχαιολογία, παρά τις χρήσεις στις οποίες πάντα θα υπόκειται οποιοδήποτε αρχαιολογικό εύρημα, χρήσεις ιδεολογικές, πολιτικές. Η Αμφίπολη δείχνει τη δύναμη της αρχαιολογίας να συνεπάρει το μεγάλο κοινό. Ταυτοχρόνως, δείχνει ότι η αρχαιολογία τροφοδοτεί με υλικό τις μεγάλες ιδεολογικές και πολιτικές διαμάχες και μπορεί να γίνει όχημα για τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης.
Α.Ρ.: Ιδίως εκεί στα βόρεια, σίγουρα.
Ν.Γ.: Σε όλη την Ελλάδα. Εγώ κρατώ ως θετικό το πρώτο, το ότι η αρχαιολογική έρευνα μπόλιασε την καθημερινότητα. Από την άλλη, είναι ευθύνη της αρχαιολογικής κοινότητας να θέσει τα όρια. Να προφυλάξει τα ευρήματά της από τις ιδεολογικές και από τις πολιτικές χρήσεις. Γνωρίζω σαν αρχαιολόγος ότι πάντα χρειάζεσαι περισσότερο χρόνο, πάντα είναι απαραίτητη η δεύτερη και τρίτη ματιά, η επανεξέταση των δεδομένων, η νηφάλια σύγκρισή τους. Είναι πολύ πιεστικό να σκάβεις με τις κάμερες στην πλάτη. Η ανασκαφή απαιτεί συγκέντρωση, είναι ένα δόσιμο, σαν ερωτικό δόσιμο. Εκεί τώρα, απ’ τη μια κερδίσαμε το ότι όλοι μιλούσαν για την αρχαιολογία κι όλοι νοιάζονταν «πώς πήγε σήμερα», «τι ευρήματα είχαμε», απ’ την άλλη αυτό δημιούργησε την τεράστια πίεση για «fast results» [γρήγορα αποτελέσματα] και την ιδεολογική παραμόρφωση. Αυτό ήταν το τίμημα του ότι μια μεγάλη έρευνα στο πεδίο μετατράπηκε σε ένα λαϊκό αφήγημα. Δεν την αφορίζω όμως την Αμφίπολη κι ας δίχασε την αρχαιολογική κοινότητα, και όχι μόνο. Σπουδαίο μνημείο, όποια κι αν είναι η ηλικία του, περίμενε τόσα χρόνια. Δηλαδή σ’ αυτή την αρχαιολόγο που το έβγαλε από την αφάνεια να μην της το αναγνωρίσουμε;
Ξέρετε, η έκθεση στη δημόσια σφαίρα συχνά είναι σαρκοβόρα, θα σε πάρει, θα σε φωτίσει και οι προβολείς θα είναι τόσο δυνατοί που μπορεί και να σε κάψουν κι έτσι θα γίνεις πιο εύκολα βορά. Ωστόσο, πέρα από την ιδεολογική χρήση, αξίζει να δούμε τις άλλες θετικές πτυχές του πολύ σύνθετου φαινομένου «Αμφίπολη». Ξεκίνησε η έρευνα σε ένα σημαντικό μνημείο, ενεπλάκη το ευρύ κοινό, βρέθηκαν πόροι για την έρευνα. Και αυτοί οι πόροι πρέπει να διανέμονται με χρηστό τρόπο και όχι σε ένα πινγκ-πονγκ ιδεολογικού ρεβανσισμού από την Αμφίπολη στη Βεργίνα και πάλι πίσω. Και στο ευρύ κοινό, ας προσέχουμε εμείς οι αρχαιολόγοι τι λέμε και πότε μιλάμε. Πώς κάνουμε εντέλει Δημόσια Αρχαιολογία; Είναι δική μας ευθύνη να πείσουμε το κοινό να αγκαλιάσει τα μνημεία. Γιατί όταν δεν μιλήσει ο αρχαιολόγος, θα μιλήσει ο δημοσιογράφος, θα μιλήσει ο μπλόγκερ, θα μιλήσει ο δήμαρχος, ο κάθε ένας που νομίζει ότι έχει κάτι να πει.
Α.Ρ.: Λέτε κάπου αλλού: «Η μεγάλη δύναμη της αρχαιολογίας εδραιώνεται στην υλική υπόσταση των ευρημάτων της που προέρχονται από πολιτισμούς του παρελθόντος και η δύναμη αυτή πολλαπλασιάζεται όταν συναντά την υπαρξιακή αναζήτηση και αναδίφηση του ανθρώπου ως προς την ταυτότητα και τις ρίζες του». Θα ήθελα να σας ρωτήσω για τη σχέση αρχαιολογίας και ανθρώπων, όταν οι αρχαιότητες βρίσκονται σε τόπους όπου οι άνθρωποι που τους κατοικούν δεν έχουν εκεί ρίζες ούτε προγόνους. Και δεν σκέφτομαι μόνον το ISIS στην Παλμύρα. Φαντάζομαι και ότι κάποτε Σελτζούκοι Τούρκοι εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία πλάι σ’ έναν ελληνιστικό ναό. Τι είδους σχέση με τις αρχαιότητες δημιουργείται τότε; Πόσο «δυτική» είναι η ματιά σας;
Ν.Γ.: Ένα από τα βιβλία που ετοιμάζουμε για τη σειρά Δημόσια Αρχαιολογία έχει τίτλο H Γομολάστιχα της Ιστορίας. Μνημεία που Σβήστηκαν από τον Κατάλογο του Ανθρώπινου Πολιτισμού με συγγραφείς τους Κυριάκο Ψαρουδάκη και Σοφία Σπυροπούλου. Πραγματεύεται το σύνθετο και επίκαιρο θέμα της σκόπιμης καταστροφής μνημείων και έργων τέχνης στην ιστορία του πολιτισμού και τη συντεταγμένη προσπάθεια ιστορικής λήθης όπου εμφιλοχωρεί ανταγωνιστική σχέση με το παρελθόν και τα ενοχλητικά κατάλοιπά του.
Το ερώτημά σας θίγει την ανάγκη του ανθρώπου να ανατρέξει στις ρίζες του με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Ο τρόπος που νοηματοδοτείται η πατρίδα, που χρησιμοποιείται η γλώσσα, που λειτουργεί η θρησκεία, ο κύκλος, η ομάδα, η παρέα, ακόμα και το οικογενειακό άλμπουμ των φωτογραφιών συγκροτούν στοιχεία ατομικής και συλλογικής ταυτότητας. Στις μέρες μας την ταυτότητα υπηρετούν και οι κατακτήσεις στη γενετική, ανοίγοντας ένα καινούργιο κεφάλαιο. Μπορείς με λίγα δολάρια να δώσεις δείγμα από το DNA σου και να αγοράσεις στο διαδίκτυο υπηρεσίες τέτοιες που θα αναζητήσουν το γενετικό σου δέντρο. Κάτι πολύ απλό, που ακριβώς απαντά στην ανάγκη αυτή του ανθρώπου να αναζητήσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τις ρίζες του. Οι θεωρήσεις σχετικά με την ταυτότητα δεν είναι μόνο πεδίο της αρχαιολογίας, της ιστορίας, της κοινωνικής ανθρωπολογίας. Την προσεγγίζουν και άλλοι πολλοί, και όπου υπάρχουν κενά τα καλύπτει η ελεύθερη οικονομία με τον τρόπο της, δημιουργώντας προϊόντα που δεν είχαμε φανταστεί. Κι εδώ επιτρέψτε μου μια προσωπική εκμυστήρευση. Θεωρώ ότι, κάνοντας Παλαιολιθική Αρχαιολογία, στην ουσία κάνω ένα μεγάλο άλμα, ξεπερνάω τις διαφορές και πάω στις βαθιές ρίζες του ανθρώπινου παρελθόντος, σ’ αυτά που ενώνουν τους ανθρώπους ως είδος, ως κοινή κληρονομιά πριν από τις σημερινές εθνικές, γλωσσικές, θρησκευτικές, ταξικές, τις φυλετικές ή έμφυλες διαφορές. Όταν μιλάμε για Νεάντερταλ εμείς οι Ευρωπαίοι, ξέρουμε πλέον ότι υπήρξε πρόγονός μας. Είτε τον απεικονίσουμε σαν έναν ευγενή άγριο, είτε σαν μια συμπαθή, κοντόχοντρη γυναίκα, πρέπει να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι είναι κομμάτι της δικής μας κοινής ευρωπαϊκής κληρονομιάς και ένα κομμάτι που δεν τα κατάφερε στο εξελικτικό σπριντ. Μ’ αυτή την έννοια λοιπόν, ναι η ματιά μου είναι πάντα δυτική, γιατί είναι οι αποσκευές μου τέτοιες. Ως δυτική είναι και βαθιά ουμανιστική, καθώς μέσα από την έρευνά μου στην Παλαιολιθική εποχή αναζητώ τα στοιχεία εκείνα που εμπλούτισαν την κοινή ταυτότητα του είδους μας.
Πάντα η αρχαιολογία τροφοδοτούσε τη συζήτηση για την ταυτότητα και την ετερότητα, συχνά τη φόρτιζε και πυροδοτούσε χρήσεις και καταχρήσεις ιδεολογικές, εθνικιστικές, πολιτικές. Από το αστέρι της Βεργίνας έως τον ένοικο της Αμφίπολης η απόσταση είναι αμελητέα. Είμαστε όμως σε μια περίοδο που τα πάντα αλλάζουν, οι μετακινήσεις των πληθυσμών της Αφρικής και της Ασίας είναι τεράστιας κλίμακας και ανατρέπουν τη ανθρωπογεωγραφία της Ευρώπης. Πάντα οι ανθρώπινες κοινότητες μετακινούνταν κι αυτό μας το αφηγείται η Προϊστορική Αρχαιολογία. Στην παρούσα φάση τα πάντα είναι σε μια περίοδο μετάβασης και αλλαγής. Θα σας πω ένα παράδειγμα.
Μιλούσα με μια Ισπανή συνάδελφο σ’ ένα ταξίδι που έκανα πρόσφατα στη Σουηδία. Η συνάδελφος, με σπουδές σε Αγγλία και Γαλλία, εργάζεται στη Σουηδία, έχει υιοθετήσει ένα παιδί από την Αιθιοπία, ο σύντροφός της είναι Γερμανός αρχαιολόγος και έχει κάνει με την Ολλανδέζα πρώτη σύζυγό του δύο παιδιά που μεγαλώνουν στη Σουηδία. Τα Γερμανο-ολλανδεζάκια έχουν αδελφό ετεροθαλή το Αιθιοπάκι με πρώτη γλώσσα τα καταλανικά και τα τρία μαζί πατρίδα τη Σουηδία και συμμαθητές και γείτονες που έρχονται από την Ελλάδα, τη Συρία, το Αφγανιστάν και το Ιράκ και εγκαθίστανται στη νότια Σουηδία. Τα παιδιά των συναδέλφων μου, των οικονομικών μεταναστών και των προσφύγων ανήκουν σε διαφορετικές φυλές της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικογένειας, έχουν διαφορετικές μητρικές γλώσσες, διαφορετικές βιοïστορίες αλλά ταυτόχρονα όλα ζουν, αναπτύσσονται, μεγαλώνουν σ’ αυτό το παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον μέσα στο οποίο έχουν τη δυνατότητα να σπουδάσουν, να εργαστούν, να προκόψουν. Διαμορφώνουν μια νέα ταυτότητα στον καινούργιο τόπο εγκατάστασης. Τι της μένει από το χθες και πώς μπολιάζεται αυτή με τις εισροές του σήμερα; Αλλάζει με την τεράστια μετακίνηση των πληθυσμών, με την ψηφιακή επανάσταση, με τα μέσα που έχεις πλέον να συνδεθείς και να επικοινωνήσεις. Και ένα κομβικής σημασίας θέμα που συν-διαμορφώνει ταυτότητα είναι πλέον η προσβασιμότητα στην κοινωνία της πληροφορίας και στην κοινωνία της γνώσης. Νομίζω ότι οι θεωρήσεις της ταυτότητας ήδη απαιτούν καινούργια αναλυτικά και ερμηνευτικά εργαλεία.
Οι πατρίδες αλλάζουν, οι πατρίδες ξαναγεννιούνται, τις πατρίδες τις κουβαλάμε στην καρδιά και στο μυαλό μας και είναι πολύ σημαντικό να δίνουμε στην καινούργια γενιά εργαλεία για να μπορέσει να αντιμετωπίσει με σύνεση, με ηπιότητα και με ανοιχτούς ορίζοντες τις προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος. Σεβασμός στην πολιτιστική ποικιλομορφία και διαπολιτισμική κατανόηση είναι έννοιες κλειδιά στη συζήτηση αυτή. Το μεγάλο ζητούμενο για την εκπαίδευση (των παιδιών και των νέων) και τη διά βίου μάθηση (των ενηλίκων) είναι να καλλιεργήσουμε την κριτική προσέγγιση, την ανεκτικότητα, τη συμπόνια, είναι να δώσουμε ρίζες και φτερά ταυτόχρονα.
Α.Ρ.: Συγκαταλέγετε στα ενδιαφέροντά σας την κοινωνική αρχαιολογία και το κοινωνικό φύλο. Θέλετε να μας πείτε δυο λέξεις και γι’ αυτά;
Ν.Γ.: Μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ, κι αυτό είναι κάτι που συνδέεται και με τη δική μου ιστορία, ιδιαίτερα την περίοδο που είχα γεννήσει τις κόρες μου και τις θήλαζα, κατ’ ανάγκη είχα μείνει μακριά από τις έρευνες πεδίου. Έφτασα εκεί και από μια κοινωνική και πολιτική αναζήτηση και εγρήγορση και γιατί πέρασα μια φάση της ζωής μου που ήμουνα κλεισμένη στο σπίτι και μ’ ενδιέφερε πάρα πολύ να δω τι υλικό πολιτισμό παράγουν και με τι υλικά κατάλοιπα συνδέονται τα παιδιά, σήμερα αλλά και στην Προϊστορία. Ένιωθα λοιπόν την ανάγκη να στραφώ στην αρχαιολογία της παιδικής ηλικίας – η αρχαιολόγος όλα τα φιλτράρει υπό το πρίσμα του γνωστικού της αντικειμένου. Ξέρετε, στη σημερινή, σύγχρονη αγορά υπάρχει ένα ολόκληρο τμήμα της οικονομίας που συνδέεται με τα βρεφικά είδη, από τις τσάντες των μαμάδων μέχρι τους ηλεκτρονικούς κατασκόπους και από τα hi-tech θήλαστρα μέχρι τα σούπερ καρότσια. Ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει η σύγχρονη δυτική κοινωνία τα παιδιά δεν είναι ο ίδιος με αυτόν του παρελθόντος. Απεναντίας, είναι εντελώς διαφορετικός. Για το κεφάλαιο «παιδική ηλικία» ξεκίνησα το διάβασμα από μελέτες της κοινωνικής ανθρωπολογίας αλλά και τα συγγράμματα των μεγάλων για την ανάπτυξη του βρέφους, για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών…
Α.Ρ.: Αυτό ονομάζουμε «αρχαιολογία της παιδικής ηλικίας»;
Ν.Γ.: …Και από εκεί έφθασα στα γραπτά των αρχαιολόγων για τα παιδιά. Η αρχαιολογία της παιδικής ηλικίας είναι οργανικό τμήμα της κοινωνικής αρχαιολογίας. Είναι η συστηματική προσπάθεια να αναγνωρίσεις μέσα στα αρχαιολογικά κατάλοιπα τα παιδιά ως ξεχωριστή κοινωνική κατηγορία. Για πάρα πολλά χρόνια η αρχαιολογία ήταν η αφήγηση των μεγάλων κυνηγών, των σπουδαίων πολεμιστών, των μεγάλων βασιλέων, και οι γυναίκες –ως μητέρες, ερωμένες, τροφοί, γιάτρισσες, φορείς κοινωνικής και πολιτισμικής αλλαγής–, τα παιδιά και οι γηραιότεροι δεν είχαν και σπουδαίο ρόλο στο αρχαιολογικό κάδρο. Η κοινωνική αρχαιολογία προσπαθεί να εμπλουτίσει και να διευρύνει τους ερμηνευτικούς ορίζοντες και να θέσει κάτω από τον μεγεθυντικό φακό κοινωνικές κατηγορίες λιγότερο προβεβλημένες. Στις προϊστορικές κοινωνίες υπήρχαν και μεγάλοι και γηραιότεροι, υπήρχαν και γυναίκες, υπήρχαν και παιδιά.
Α.Ρ.: Γι’ αυτό, φαντάζομαι, και εφαρμόζετε διεπιστημονικές προσεγγίσεις.
Ν.Γ.: Γι’ αυτό, ναι, και η προσπάθεια η δική μου ήταν, αυτό δεν το ’χω ακόμα δημοσιεύσει, πρέπει να το τελειώσω κάποια στιγμή, έχω μαζέψει πληροφορίες από εθνογραφικές μελέτες για τα παιδιά στις κυνηγετικές και τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες. Τι κάνουν τα παιδιά, πώς παίζουν, πώς μαθαίνουν μιμούμενα; Και πώς, προσπαθώντας να κάνουμε και μια εθνο-αρχαιολογική ανάγνωση, πώς είναι τα παιχνίδια; Είναι τα αντικείμενα πολύ μικρού μεγέθους που πρέπει να αποδοθούν στα παιδιά; Είναι τα λιγότερο καλοφτιαγμένα εργαλεία που πρέπει να αποδοθούν σε μαθητευόμενους λιθοξόους; Είναι ένα γοητευτικό κεφάλαιο. Και ο τρόπος που ερμηνεύεις τα αρχαιολογικά κατάλοιπα συνδέεται με τα ερωτήματα που διατυπώνεις σχετικά μ’ αυτά. Η δική μου προσπάθεια είναι να εμπλουτιστούν τα ερωτήματα που θέτουμε ακόμα και σε μια κατηγορία υλικών όπως τα λίθινα εργαλεία που, εκ πρώτης όψεως, φαίνονται να είναι μονότονα και πληκτικά. Αν δεν διατυπώσεις έξυπνες κι ενδιαφέρουσες ερωτήσεις για τα κατάλοιπα που φέρνεις στο φως, νομίζω ότι δεν θα λάβεις έξυπνες κι ενδιαφέρουσες απαντήσεις.
Α.Ρ.: Στη διεπιστημονική προσέγγιση του βιβλίου σας Μιλώντας στα Παιδιά για το Παρελθόν, επιστρατεύσατε την αρχαιολογία, τη μουσειολογία, την εκπαίδευση, την αναπτυξιακή ψυχολογία, τις νευροεπιστήμες. Περίμενα να βρω και την κοινωνική ανθρωπολογία.
Ν.Γ.: Έχουμε και δύο ανθρωπολογικά άρθρα, αλλά έχουν ενταχθεί στην ενότητα «Αφηγήσεις για το παρελθόν: εκπαιδευτική θεώρηση». Το πρώτο το υπογράφει η Viv Golding και συνδέεται με τις δράσεις για την αξιοποίηση της υλικής και άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, που αναπτύχθηκαν στο Μουσείο Χόρνιμαν [Horniman Museum] στο νότιο Λονδίνο, για την κοινωνική ένταξη παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες. Κι έχουμε και το άρθρο ενός σπουδαίου αρχιτέκτονα και κοινωνικού ανθρωπολόγου από τις Ηνωμένες Πολιτείες, του Craig Howe, ο οποίος ως Λακότα Σιου [Lakota Sioux] μιλά για τον τρόπο με τον οποίο περιγράφουν και διδάσκουν οι Λακότα το χρόνο και τη δική τους ιστορία στα νεαρά άτομα της φυλής και για τον τρόπο με τον οποίο μετρούν το χρόνο με βάση τις ισημερίες και τα ηλιοστάσια.
Α.Ρ.: Αν θεωρήσουμε τις νευροεπιστήμες ως το γνωστικό πεδίο με το οποίο, σε σχέση με τα υπόλοιπα, είμαστε λιγότερο εξοικειωμένοι, πώς θα αξιολογούσατε τη συμβολή τους σ’ αυτή σας την προσπάθεια;
Ν.Γ.: Αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε στην ενότητα «Τα μονοπάτια της μάθησης: Γνωστική και ψυχολογική θεώρηση» του βιβλίου Μιλώντας στα Παιδιά για το Παρελθόν είναι να δώσουμε έγκυρες συνθέσεις για το γνωσιακό και ψυχολογικό υπόστρωμα της ανθρώπινης αντίληψης για το παρελθόν και τα μονοπάτια μέσα από τα οποία τα παιδιά το προσλαμβάνουν και το νοηματοδοτούν. Το βιβλίο που συνυπογράφουμε με τη Νορβηγή συνάδελφο, την Liv Helga Dommasnes, πρωτοεκδόθηκε στην Αμερική το 2007. Kυκλοφόρησε στην ελληνική γλώσσα το 2012 από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο. Είναι το πρώτο της σειράς «Δημόσια Αρχαιολογία» η οποία έχει πλέον ανοίξει τα φτερά της, τώρα ετοιμάζουμε το δεύτερο…
Α.Ρ.: Ποιο είναι το δεύτερο;
Ν.Γ.: Μουσειακοί Χώροι στον 21ο αιώνα και το επιμελείται ένας πολύ αγαπητός συνάδελφος, έμπειρος αρχαιολόγος, με ευδόκιμο θητεία και στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, είναι ο Έφορος Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων, αλλά και διδασκαλίας στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, ο κύριος Κώστας Σουέρεφ. Και το τρίτο βιβλίο που ετοιμάζουμε είναι το Δοκίμια Δημόσιας Αρχαιολογίας, ένας συλλογικός τόμος που συνδέεται με το Συνέδριο που διοργανώνουμε για τη Δημόσια Αρχαιολογία τον ερχόμενο Μάιο στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
Α.Ρ.: Θα είναι, δηλαδή, τα Πρακτικά αυτού του συνεδρίου;
Ν.Γ.: Τα Πρακτικά και η απομαγνητοφωνημένη συζήτηση των πάνελ του συνεδρίου. Και θα προσπαθήσουμε με αυτό το μικρό διαμάντι της οδού Ομήρου, τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, να το έχουμε έτοιμο σύντομα, πάντα με υψηλές προδιαγραφές ποιότητας.
Α.Ρ.: Πολύ ωραία. Θέλετε να μας μιλήσετε για το συνέδριο;
Ν.Γ.: Να σας πω μια κουβέντα για τις νευροεπιστήμες που με ρωτήσατε και θα σας πω μετά και για το συνέδριο. Εμείς τι θέλαμε; Επειδή υπάρχουν αυτές οι πολύ μεγάλες εξελίξεις στο πώς απεικονίζεται και πώς καταλαβαίνουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο εγκέφαλος κι ο νους, ζητήσαμε από κορυφαίους νευροεπιστήμονες, αναπτυξιακούς ψυχολόγους και ψυχολόγους που ειδικεύονται στην αντίληψη της εικόνας, να μας γράψουν —γράφτηκαν κατά παραγγελία τα κείμενα αυτά— για τις τελευταίες εξελίξεις στο γνωστικό τους πεδίο. Ποια τα βιολογικά θεμέλια της ανθρώπινης μνήμης, πώς λειτουργεί ο εγκέφαλος και εννοιολογεί το παρελθόν, πώς αντιλαμβάνεται ένα μικρό παιδί το παρελθόν, τις έννοιες του χρόνου, το σήμερα, το χτες, το αύριο. Πώς διαμορφώνει ταυτότητα κοιτώντας το οικογενειακό άλμπουμ των φωτογραφιών. Πώς η αρχαιολογική εικονογράφηση προσφέρει πληροφορίες για το παρελθόν. Πώς τα παιδιά προσλαμβάνουν την έννοια του «αυθεντικού», τον «ιστορικό χρόνο» και την «απώτατη καταγωγή».
Α.Ρ.: Κάπως «προχωρημένες» οι ερωτήσεις αυτές…
Ν.Γ.: Ήταν πολύ γόνιμη και δημιουργική η περίοδος της συνομιλίας μας μ’ αυτούς τους ανθρώπους διότι μας ανοίγουν τους ορίζοντες και μας βοηθούν να δούμε με διαφορετικό μάτι και το ρόλο και την ίδια μας τη συμβολή, να βγούμε, αν μπορώ να το πω, πέρα από τον στενό κύκλο του περιβάλλοντος της αρχαιολογίας. Μ’ αρέσει πάρα πολύ και το υπηρετώ πιστά αυτό, όχι μόνο στο κεφάλαιο Δημόσια Αρχαιολογία αλλά και στο κομμάτι της Παλαιολιθικής Αρχαιολογίας συνεργαζόμενη με επιστήμονες από άλλες ειδικότητες σε μελέτες που έχουν τη σφραγίδα της διεπιστημονικότητας. Νομίζω ότι οι περισσότεροι συνάδελφοι που κάνουμε Προϊστορική Αρχαιολογία σήμερα δουλεύουμε μ’ αυτό το μότο. Είναι όρος ύπαρξης για μας. Ποιο ήταν το άλλο που με ρωτήσατε;
Α.Ρ.: Σας ζήτησα να μου πείτε δυο λόγια για το συνέδριο που ετοιμάζετε: «Δημόσια Αρχαιολογία στην Ελλάδα», Ρέθυμνο, 12-14 Μαΐου 2017.
Ν.Γ.: Το συνέδριο είναι μια από τις δράσεις ενός πολύ ωραίου προγράμματος Erasmus+ που αναπτύσσεται στα σπλάχνα του ευρωπαϊκού ακαδημαϊκού χώρου. Εδώ και ένα χρόνο το Πανεπιστήμιο Κρήτης συμμετέχει σε μια κοινοπραξία τεσσάρων πανεπιστημίων, του Αυτόνομου Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης, του Πανεπιστημίου Carl Linnaeus του Κάλμαρ της Σουηδίας και του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας στο πρόγραμμα INNOVARCH (http://pagines.uab.cat/innovarch/). Σε αυτό προσπαθούμε να αναπτύξουμε καινοτόμες τεχνικές διδασκαλίας, ώστε να ενταχθεί η Δημόσια Αρχαιολογία ως αυτόνομο μάθημα ή ως πρόγραμμα στις αρχαιολογικές σπουδές των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων.
Στο INNOVARCH φοιτητές από τα τέσσερα πανεπιστήμια ταξίδεψαν, ο τελευταίος προορισμός θα είναι η Κρήτη τον Μάιο 2017, και μέσα από οργανωμένα εβδομαδιαία προγράμματα εντατικής διδασκαλίας, ήρθαν σε επαφή με την εθνική ή την τοπική εμπειρία στη Δημόσια Αρχαιολογία. Πήγαμε στη Βαρκελώνη, επισκεφθήκαμε μουσεία, αρχαιολογικούς χώρους, δημοτικές βιβλιοθήκες, επισκεφθήκαμε μοναστήρια που έχουν αναστηλωθεί και έχουν αποδοθεί στο κοινό, μιλήσαμε μέσα στο πανεπιστήμιο με φοιτητές, με υποψήφιους διδάκτορες, με καθηγητές, με τοπικές αρχές, διαχειριστικές αρχές, επιχειρηματίες, και βομβαρδιστήκαμε από πληροφορίες για το πώς κάνουν, πώς αντιλαμβάνονται και πώς οραματίζονται, πώς διδάσκουν τη Δημόσια Αρχαιολογία. Ομοίως πήγαμε στη Βαρσοβία, πήγαμε στο Κάλμαρ. Τους περιμένουμε να έρθουν τη δεύτερη εβδομάδα του Μαΐου να εξοικειωθούν και με την εμπειρία, τις πρωτοβουλίες και τις διαφορετικές όψεις της παρουσίας της αρχαιολογίας στη δημόσια σφαίρα στην Ελλάδα.
Μια πτυχή του προγράμματος, λοιπόν, είναι το επιστημονικό συνέδριο-πολλαπλασιαστής που ετοιμάζουμε με ενθουσιασμό στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Το συνέδριο απευθύνεται στους ομοτέχνους μας, τους φοιτητές μας αλλά και σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη που συνομιλούν με την αρχαιολογία και ενδιαφέρονται για την προστασία και την ανάδειξη της αρχαίας κληρονομιάς, του μνημειακού αποθέματος που έχει η Ελλάδα, και για τη δημιουργία προϋποθέσεων αειφόρου οικονομικής ανάπτυξης γύρω από τα μνημεία. Έχουμε καλεσμένους ανθρώπους των πανεπιστημίων και του Υπουργείου Πολιτισμού που μέσα από τη μακροχρόνια έρευνά τους, την ανασκαφή, την αναστήλωση, ενίοτε και την απόδοση μουσείων στο κοινό, ανοίγουν δρόμους στη συνομιλία και την εμπλοκή των τοπικών (και όχι μόνο) κοινωνιών και δημιουργούν προϋποθέσεις οικονομικής ανάπτυξης. Έχουμε ανθρώπους των μουσείων και της μουσειολογίας. Ανθρώπους που θα μας μιλήσουν για τα ανοιχτά δεδομένα και τις νέες τάσεις αποθήκευσης, ανάκλησης και δημοσίευσης της αρχαιολογικής πληροφορίας. Έχουμε επίσης μια ενότητα με ανθρώπους οι οποίοι ανήκουν σε Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που χτίζουν γέφυρες μεταξύ της επίσημης αρχαιολογίας και του ευρύτερου κοινού. Θα παρουσιαστεί όλη η γκάμα, ξεκινώντας από μικρές πρωτοβουλίες ατόμων που εκφράζουν τη δυναμική της τοπικής κοινωνίας των πολιτών και φτάνοντας μέχρι θεσμούς πλέον, όπως το «Διάζωμα». Οι φορείς αυτοί έχουν συμβάλει τα μέγιστα στο να σπάσουν τα τείχη και να δημιουργηθούν στενοί δεσμοί, χωρίς τις ιδιοκτησιακές σχέσεις με το μνημειακό απόθεμα που κατά καιρούς τείνουν να έχουν οι αρχαιολόγοι, και έχουν κάνει την υπόθεση της προστασίας των μνημείων και της πολιτιστικής κληρονομιάς υπόθεση όλων. Μια τέταρτη ενότητα αφορά σε εταιρείες αποφοίτων αρχαιολογίας που δημιουργούν ένα χώρο για να εργαστούν στο αντικείμενό τους ή πολύ κοντά στο αντικείμενο της αρχαιολογίας, πέρα κι έξω από τις θέσεις εργασίας που δημιουργεί το κράτος ή κάποια (λιγοστά) ιδιωτικά μουσεία. Γιατί όταν είσαι απόφοιτος της αρχαιολογίας ή θα δουλέψεις, ας πούμε, στο αντικείμενό σου με σύμβαση στην Αρχαιολογική Υπηρεσία ή θα είσαι άνεργος — έτσι; Έχουμε αναζητήσει και θα δώσουμε βήμα σε νέα παιδιά που έχουν πάρει την πρωτοβουλία να στήσουν τις δικές τους νεοφυείς επιχειρήσεις. Να μας μιλήσουν για τις δυσκολίες και για το πώς την αρχαιολογική γνώση, τη γνώση που απέκτησαν με τις σπουδές τους, τη μετατρέπουν σε μια υπηρεσία ή σ’ ένα προϊόν το οποίο δημιουργεί θέσεις εργασίας, χωρίς να έχουν σύμβαση με το Δημόσιο. Στην ενότητα αυτή θα μας μιλήσουν και άνθρωποι που ασχολούνται με την ξενάγηση, που πονάνε και γνωρίζουν όσο κανείς άλλος τα μυστικά και τις αλήθειες του επαγγέλματος και τα ζητούμενα της εκπαίδευσης του σύγχρονου ξεναγού στον 21ο αιώνα. Η τελευταία ενότητα αφορά τον Τύπο και την υψηλή εκλαΐκευση. Μας ενδιαφέρει λοιπόν να ακούσουμε δημοσιογράφους που καλύπτουν το επιστημονικό, το πολιτιστικό και ιδιαίτερα το αρχαιολογικό ρεπορτάζ. Ένας από τους τιμώμενους του συνεδρίου αυτού είναι το περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες, ένα περιοδικό που έφερε την αρχαιολογία στη σκηνή του περιπτέρου, πέτυχε να πωλείται δίπλα στα περιοδικά μόδας ή τις αθλητικές εφημερίδες. Κατάφερε δηλαδή να την ανοίξει στο ευρύ κοινό, μια μεγάλη κατάκτηση η οποία δεν έχει αξιολογηθεί έτσι όπως πρέπει μέχρι τώρα.
Α.Ρ.: Είδα κάπου τον όρο Community Archaeology. Έτσι λέγεται η Δημόσια Αρχαιολογία στα αγγλικά;
Ν.Γ.: Ο όρος Public Archaeology έχει πλέον επικρατήσει για την απόδοση της Δημόσιας Αρχαιολογίας. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές οι δύο όροι είναι ταυτόσημοι, σύμφωνα με άλλους (στους οποίους συγκαταλέγομαι κι εγώ) το Community Archaeology είναι μια πτυχή μόνο της Δημόσιας Αρχαιολογίας. Εκείνη δηλαδή που αποσκοπεί στην ενεργό εμπλοκή και συμμετοχή των τοπικών κοινοτήτων σε όλα τα στάδια μιας αρχαιολογικής έρευνας, σε μια απόπειρα διάρρηξης των δεσμών της αρχαιολογίας με τις εθνικιστικές, τις αποικιακές και τις ιμπεριαλιστικές καταβολές της.
Α.Ρ.: Ο Πέτρος Θέμελης, συναινώντας πρόσφατα σε ένα πρόγραμμα που, σε συνεργασία με το ξενοδοχειακό συγκρότημα Costa Navarino, θα πρόσφερε σε ξένους επισκέπτες τη δυνατότητα να συνδυάσουν τις διακοπές με την ενεργή παρουσία τους στην ανασκαφή της αρχαίας Μεσσήνης, ασφαλώς δεν φανταζόταν ότι θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου! Λόγω των αντιδράσεων, η Αρχαιολογική Εταιρεία ακύρωσε αυτό το πρόγραμμα «ανασκαφικού τουρισμού». Η δημοσιογράφος της εφημερίδας «Η Καθημερινή» Μαρία Κατσουνάκη, με τίτλο «Αρχαιολογία σημαίνει κοινωνία» (13.07.2014), παρουσίασε την υπόθεση και ζήτησε τη δική σας γνώμη ως εκπροσώπου της Δημόσιας Αρχαιολογίας στη χώρα μας.
Ν.Γ.: Ευτυχώς υπάρχουν πολλοί, πάρα πολλοί συνάδελφοι που υπηρετούν χρόνια τώρα τη Δημόσια Αρχαιολογία στην Ελλάδα, είτε την αποκαλούμε έτσι ή αλλιώς. Ναι, είχε ανακοινωθεί τότε ότι το Costa Navarino συνομιλούσε με τον Πέτρο Θέμελη, ώστε ένας μικρός αριθμός πελατών του να λάβει μέρος στις ανασκαφές της αρχαίας Μεσσήνης. Η προσπάθεια ακυρώθηκε πριν καν ξεκινήσει. Επικράτησε η εμμονική κατακραυγή αντίθεσης και όχι η νηφάλια συζήτηση. Γνώμη μου είναι ότι η ανασκαφική εμπειρία είναι ένα βίωμα που σου αφήνει σημάδια σε όλη σου τη ζωή, είτε είσαι φοιτητής αρχαιολογίας, είτε απλός εθελοντής είτε —γιατί όχι— τουρίστας. Η συμμετοχή μη ειδικών στις έρευνες πεδίου δεν απειλεί τις αρχαιότητες του τόπου μας. Οι αρχαιότητες απειλούνται από την αδιαφορία του κοινού, όχι από την εμπλοκή του κοινού και των επαγγελματιών ενός τόπου στην ανάδειξή τους. Όταν δημιουργείται μια βιωματική σχέση με την ανασκαφή, αυτή ακολουθεί τον επισκέπτη ή τον τουρίστα στην υπόλοιπή του ζωή και δημιουργεί… πώς να το πω, ένα κύμα νέου πατριωτισμού και φιλελληνισμού. Τα χρειαζόμαστε και τα δύο – είναι αντίβαρα στον ατομισμό. Η Ελλάδα έχει ανάγκη ν’ αγαπηθεί και τα μνημεία πάντα θα συμβάλλουν σε αυτό. Η Ελλάδα έχει επίσης ανάγκη να αγαπήσει τους αρχαιολόγους της, εκείνους που δουλεύουν αθόρυβα, χρόνια τώρα. Είτε εκπαιδεύοντας φοιτητές, είτε δημιουργώντας αρχαιολογικές ζώνες προστασίας, είτε προσφέροντας στις τοπικές κοινωνίες και οικονομίες μνημειακά σύνολα παγκόσμιας εμβέλειας όπως η αρχαία Μεσσήνη. Ο κύριος Θέμελης λοιπόν ήταν σ’ εκείνο το τολμηρό εγχείρημα ανοίγματος της αρχαιολογίας στο ειδικό τουριστικό κοινό σφραγίδα ποιότητας. Διασφάλιζε με την παρουσία, την εμπειρία και τη φροντίδα του για τα μνημεία της αρχαίας Μεσσήνης πως, ό,τι και να γίνει, θα γίνει με τους καλύτερους όρους.
Α.Ρ.: Τον είχατε καθηγητή;
Ν.Γ.: Τον είχα καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και με δίδαξε Κλασική Αρχαιολογία και ανασκαφή στην Ελεύθερνα. Γι’ αυτό και πίνω νερό στ’ όνομά του.