Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μεγάλο ενδιαφέρον για την εγγραφή της Σπιναλόγκας στα μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, γεγονός που αποτυπώνεται, συν τοις άλλοις, και στα πολλά σχετικά δημοσιεύματα στα τοπικά μέσα της Κρήτης.
Το παρακάτω κείμενο, που υπογράφουν εκ μέρους της ομάδας εκπόνησης του τελικού φακέλου οι αρχαιολόγοι Στέλιος Λεκάκης και Αθηνά Τσαμπανάκη, και η αρχιτέκτονας μηχανικός Εύα Μουντράκη, στόχο έχει να αποτελέσει αφετηρία για μια διαδραστική και γόνιμη συζήτηση σχετικά με την προοπτική ένταξης του μνημείου και ταυτόχρονα να ενημερώσει το κοινό για βασικά στοιχεία γύρω από τον θεσμό της UNESCO.
Η Σύμβαση της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO
Μεταξύ των βασικών εργαλείων που χρησιμοποιούν οι ειδικοί του πολιτισμού στη διαχείριση των μνημείων περιλαμβάνονται και τα διάφορα κανονιστικά κείμενα (χάρτες, συμβάσεις, διακηρύξεις κ.ά.), τα οποία ψηφίζονται και υπογράφονται σε διεθνείς, διακυβερνητικές επιτροπές και εφαρμόζονται σε εθνικό επίπεδο, αφού ενταχθούν στο θεσμικό πλαίσιο του κάθε κράτους. Η «Σύμβαση για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς» της UNESCO, που μας απασχολεί, ψηφίστηκε στο Παρίσι το 1972 και μέχρι σήμερα έχει υπογραφεί από 192 κράτη (σημ. 1.).
Ανάμεσα στα στοιχειοθετούμενα της Σύμβασης του 1972 της UNESCO ήταν η δημιουργία ενός Καταλόγου Παγκόσμιας Κληρονομιάς (World Heritage List) για την προστασία μνημείων της φύσης και του πολιτισμού που αντιπροσωπεύουν την «ανθρωπότητα», επί τη βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων που τεκμηριώνουν την «Εξαιρετική Παγκόσμια Αξία» (Outstanding Universal Value) των προτεινόμενων μνημείων προς εγγραφή. Αν και ήδη από τη δεκαετία του 1990 υπάρχει σημαντική κριτική για το όλο σκεπτικό, η Σύμβαση αποτελεί μια από τις πιο εδραιωμένες και δημοφιλείς συμβάσεις, καθώς βοηθά τα κράτη να προβάλλουν την εθνική τους κληρονομιά σε μια διεθνή αρένα πολιτιστικής πολιτικής και –με τη σωστή στρατηγική και διαχείριση– να αυξήσουν την τουριστική κίνηση σε αυτά. Το τελευταίο είναι και το μεγαλύτερο όφελος ενός εγγεγραμμένου μνημείου, καθώς υλική ενίσχυση από την UNESCO δεν προβλέπεται παρά μόνο σε πολύ ιδιαίτερες περιπτώσεις και περισσότερο για την προστασία από άμεσες απειλές.
Η διαδικασία ένταξης ενός μνημείου στον Κατάλογο Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO είναι πολύπλοκη, απαιτητική και ιδιαίτερα χρονοβόρα. Ενδεικτικά, η ίδια η UNESCO προτείνει την πενταετή τουλάχιστον προετοιμασία της πρότασης από διεπιστημονική ομάδα, εφόσον έχουν ήδη δημιουργηθεί οι κατάλληλες υποδομές για τη συγκέντρωση των απαραίτητων στοιχείων και έχει πραγματοποιηθεί η εκπόνηση των σχετικών μελετών. Παράλληλα, θα πρέπει να έχουν εμπεδωθεί σχετικά θεωρητικά και πρακτικά δεδομένα, όπως ζητήματα αυθεντικότητας και ακεραιότητας τού υπό ένταξη μνημείου, τα ζητήματα διαχείρισής του, όπως η κίνηση των επισκεπτών σε αυτό, τα προβλήματα, οι πρακτικές συντήρησης και τέλος η βιώσιμη και αποτελεσματική προώθησή του. Όλα αυτά πρέπει να αποτυπώνονται μεθοδικά και με ρεαλιστική προοπτική στο Σχέδιο Διαχείρισης, που επίσης κατατίθεται στο φάκελο της ένταξης και μετά την εγγραφή εφαρμόζεται κατά γράμμα, ενέχοντας και αρκετές διοικητικές επιβαρύνσεις για τους αρμόδιους φορείς.
Μέχρι σήμερα η Ελλάδα έχει 18 μνημεία στον Κατάλογο (σημ. 2) και η διαδικασία της προετοιμασίας και υποβολής συντονίζεται από το Υπουργείο Πολιτισμού, το οποίο άλλωστε καταθέτει και τον φάκελο της υποψηφιότητας εκ μέρους της Ελλάδας.
Η περίπτωση της Σπιναλόγκας
Σχετικά με την περίπτωση της Σπιναλόγκας, η προσπάθεια ένταξης ξεκίνησε το 2009 με πρωτοβουλία του Τ.Ε.Ε. Ανατολικής Κρήτης και στη συνέχεια της Περιφέρειας Κρήτης με τη σύνταξη του φακέλου από τη σχετική Ομάδα Εργασίας (σημ. 3). Το αποτέλεσμα ήταν η ένταξη του μνημείου στον ελληνικό «Ενδεικτικό-Προκαταρκτικό Κατάλογο» της UNESCO το 2012, πλάι σε 13 άλλα μνημεία, που αναμένουν τη σύνταξη του τελικού φακέλου και την υποβολή τους προς κρίση (σημ. 4). Η ίδια ομάδα εργασίας και με τη στήριξη της Περιφέρειας Κρήτης συνέχισε τις εργασίες για τη σύνταξη του τελικού φακέλου μέχρι το 2014. Τον Μάιο του 2016, η σύνταξη του τελικού φακέλου ανατέθηκε από τον Δήμο Αγίου Νικολάου στους υπογράφοντες, ώστε να ολοκληρωθεί ο φάκελος, να συμπεριληφθούν οι οδηγίες του Υπουργείου Πολιτισμού καθώς και να συγκεντρωθεί και να οργανωθεί το υλικό για το μνημείο με τρόπο που συνάδει στο πρότυπο της UNESCO.
Στις αρχές Οκτωβρίου του 2016 πραγματοποιήθηκε επίσκεψη από κλιμάκιο του Υπουργείου Πολιτισμού στη Σπιναλόγκα και στη συνέχεια σύσκεψη με τη συμμετοχή της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λασιθίου και του Δήμου Αγίου Νικολάου. Ανάμεσα στους βασικούς στόχους της συνάντησης ήταν ο επαναπροσδιορισμός της ζώνης προστασίας του μνημείου (buffer zone) καθώς και η συζήτηση του σχεδίου διαχείρισης και ειδικά των κριτηρίων πάνω στα οποία θα βασιστεί η πρόταση.
Πολύ συνοπτικά, ως στοιχεία (σημ. 5) που μπορούν να τεκμηριώσουν τη θέση της Σπιναλόγκας δίπλα σε εγγραφές, όπως τα μνημεία της Μέμφιδας (Πυραμίδες, Σφίγγα κ.ά.) στην Αίγυπτο, την Ακρόπολη της Αθήνας, το ιστορικό κέντρο της Φλωρεντίας ή τον καθεδρικό της Σάρτρ είναι: το εξαιρετικό παλίμψηστο, το οποίο τεκμηριώνει τη λειτουργία ενός νησιού ως χώρου απομόνωσης αλλά και ως κόμβου επικοινωνίας (κριτήριο ii), η ύπαρξη αντιπροσωπευτικών μνημείων διαφόρων αρχιτεκτονικών τύπων και τα στάδια εξέλιξης της πολεοδομικής οργάνωσης (κριτήριο iv) καθώς και τα σημαντικά γεγονότα και πρόσωπα, τα οποία επηρέασαν την παγκόσμια ιστορία (κριτήριο vi).
Στο πλαίσιο της παραπάνω συνάντησης ορίστηκε χρονοδιάγραμμα εργασιών, με τελική παράδοση του φακέλου στο Υπουργείο στα τέλη Φεβρουαρίου. Στη συνέχεια η πρόταση θα παραμείνει στο Υπουργείο για περαιτέρω επεξεργασία μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2017, οπότε και θα υποβληθεί, για να εξεταστεί τον Ιανουάριο του 2018.
Το πλαίσιο
Η Σπιναλόγκα, το δεύτερο περισσότερο επισκέψιμο μνημείο στην Κρήτη και έκτο στην Ελλάδα, είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση παλίμψηστου αρχαιολογικού χώρου (ενετικά, οθωμανικά κατάλοιπα) με έντονες μνήμες από τη νεότερη ιστορία του (Λεπροκομείο). Η πρόταση για την ένταξή του στον Κατάλογο Μνημείων της UNESCO πρέπει να συνδυάζει ισορροπημένα όλα τα στοιχεία της ιστορίας του τόπου για την τεκμηρίωση της «Εξαιρετικής Παγκόσμιας Αξίας» του.
Η πρόταση αυτή, όπως αναφέρθηκε, είναι μια τεχνική διαδικασία που απαιτεί χρόνο, άρτια προετοιμασία και συγκριτική μελέτη άλλων περιπτώσεων μνημείων που έχουν εγγραφεί, σε καμία όμως περίπτωση δεν λειτουργεί ανταγωνιστικά σε άλλες υποψηφιότητες που ενδέχεται να κατατεθούν παράλληλα από την Ελλάδα, κάτι που αναφέρεται συχνά στα τοπικά μέσα ενημέρωσης. Αντίθετα, η τεχνογνωσία που αποκτάται από την προετοιμασία του φακέλου μπορεί να βοηθήσει στην αποτελεσματικότερη προσέγγιση ζητημάτων σε ανάλογες περιπτώσεις.
Τέλος, για την υποψηφιότητα της Σπιναλόγκας, η συλλογική συνεργασία των τοπικών κοινωνιών που περιβάλλουν το νησί αλλά και των ενδιαφερόμενων μερών είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να έλθει το μνημείο πιο κοντά στην ένταξή του, αλλά κυρίως να προδιαγράψει όλα εκείνα τα στοιχεία που μπορούν να του εξασφαλίσουν ένα βιώσιμο μέλλον.
Ανάδοχος του έργου για την εκπόνηση του φακέλου είναι η εταιρία συμβούλων Εξέλιξις και ο φάκελος ένταξης εκπονείται από τους: Ιάκωβο Γρύλλη, Πολιτικό Μηχανικό, Δρ Στέλιο Λεκάκη, Αρχαιολόγο, Σύμβουλο Διαχείρισης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, McCord Centre – Newcastle University, Εύα Μουντράκη, Αρχιτέκτονα Μηχανικό, MSc Αναστήλωση και Αποκατάσταση ιστορικών κτηρίων και αρχιτεκτονικών συνόλων, Αθηνά Τσαμπανάκη, Αρχαιολόγο, MSc Προϊστορική αρχαιολογία, Παιδαγωγό. Η μελέτη πραγματοποιείται με χρηματοδότηση του Δήμου Αγ. Νικολάου. Η ομάδα συνεργάζεται στενά με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λασιθίου και τη σχετική ομάδα του ΥΠΠΟΑ.