Έναν αρχαιολογικό περίπατο, ο οποίος θα ενοποιεί και θα αναδεικνύει τμήματα του Κονώνειου τείχους, καθώς και των αρχαίων νεώσοικων (όπου ελλιμενίζονταν τα πλοία του αθηναϊκού στόλου), σχεδιάζει το υπουργείο Πολιτισμού στη μαρίνα Ζέας. Όπως, μάλιστα, προτείνει μελέτη η οποία πήρε πρόσφατα το «πράσινο φως» από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ), ο περίπατος αυτός θα αποκαθιστά τη συνέχεια του πολεοδομικού περιβάλλοντος με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο το αρχαίο τείχος δημιουργούσε μία αδιάκοπη συνέχεια.
Η μελέτη αφορά αρχαιότητες, όπως οι νεώσοικοι και ο ανατολικός πύργος στην είσοδο του αρχαίου λιμανιού, καθώς και άλλες που εμφανίζονται τμηματικά και διάσπαρτα στο αναψυκτήριο «Πισίνα», στο Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος, στο κτίριο δίπλα στο Ναυτικό Μουσείο και πίσω από το Flocafe, και στην περιοχή εξόδου από τη μαρίνα. Στόχος της είναι να δημιουργηθεί ένα αρχιτεκτονικό περιβάλλον στο οποίο τείχος και αρχαίο πολεμικό λιμάνι θα προβληθούν ως μέρη ενός μνημειακού συνόλου αισθητικής και πολεοδομικής σημασίας. Η ανάδειξή τους, εξάλλου, στοχεύει στη δημιουργία αξιοθέατων προορισμών για επισκέπτες τόσο την ημέρα όσο και τη νύχτα, αλλά και στην απόδοσή τους σε κοινή πολεοδομική χρήση ως στοιχεία της ζωντανής ιστορίας της πόλης του Πειραιά.
Ο αρχαιολογικός περίπατος οργανώνεται μέσω μίας σειράς αρχιτεκτονικών στοιχείων, όπως ξύλινες ράμπες, γέφυρα και πεζόδρομος, τα οποία αποκαθιστούν τη σύνδεση των οδών ακτής Μουτσοπούλου και ακτής Θεμιστοκλέους με το κάτω διάζωμα της μαρίνας. Συνδέσεις θα γίνουν κι αλλού ώστε τα αρχαιολογικά ευρήματα να ενοποιούνται λειτουργικά τόσο μεταξύ τους όσο και με τον ιστό της πόλης, ενώ προτείνεται και η αποκατάσταση του φυσικού τοπίου σε χαρακτηριστικά σημεία.
Ο κύριος πολεμικός ναύσταθμος των Αθηναίων δημιουργήθηκε στη Ζέα κατά τους κλασικούς χρόνους. Μετά τη μάχη του Μαραθώνα (493 π.Χ.), ο Θεμιστοκλής ενίσχυσε τη ναυτική δύναμη της Αθήνας, εξασφαλίζοντας τα λιμάνια του Πειραιά και δημιουργώντας τα νεώρια του νέου αθηναϊκού στόλου. Ξεκίνησε την ανέγερση των Μακρών Τειχών, μαζί με την κατασκευή του οχυρωματικού περιβόλου της πειραϊκής χερσονήσου, καθώς και των τριών φυσικών λιμανιών της, της Μουνιχίας, της Ζέας και του Κανθάρου.
Οι διάδοχοί του, Κίμωνας και Περικλής, μετά το 472 π.Χ. ολοκλήρωσαν το έργο της οχύρωσης του Πειραιά και της οργάνωσης του ναυστάθμου. Τα τείχη, συνολικού μήκους περίπου 13 χλμ., υψώνονταν κοντά στην ακτογραμμή, με το πλάτος τους να ανέρχεται περίπου στα 3,5 μ., ενώ στην περιοχή των πύργων έφτανε τα 4,2 μ. Σήμερα, οι καλύτερα σωζόμενοι πύργοι βρίσκονται σε ακανόνιστες αποστάσεις (50-60 μ.) με μέσο πλάτος τα 6 μ. Από τους αρχικούς 55 πύργους, σώζονται οι 22.