H αρχιτεκτονική εξέλιξη των θαλάμων και των κτισμάτων που χρησιμοποιήθηκαν για τη φύλαξη και διατήρηση του εγχάρακτου υλικού παρουσιάζεται στην έκθεση «Η αρχιτεκτονική των βιβλιοθηκών στον δυτικό πολιτισμό. Από τη Μινωική εποχή στον Μιχαήλ Άγγελο (1600 π.Χ.-1600 μ.Χ.)», που θα φιλοξενηθεί στο Κεντρικό Κτήριο του Μουσείου Μπενάκη έως τις 8 Ιανουαρίου 2017.
Η έκθεση διαρθρώνεται σε πέντε βασικές ενότητες: Ελληνικός κόσμος, Ρωμαϊκή εποχή, Βυζάντιο, Δύση τους Μεσαιωνικούς χρόνους και Αναγέννηση.
Στον ελληνικό κόσμο, έμφαση δίνεται στο χαρακτήρα των αρχειοφυλακείων κατά τη Μινωική εποχή και στην ανάδειξη των κέντρων όπου, από τα μέσα της πρώτης χιλιετίας, καλλιεργούνταν και προάγονταν τα γράμματα και οι τέχνες (Ναοί των Μουσών). Οι σπουδαιότερες οργανωμένες συλλογές βιβλίων θησαυρίζονταν στις φιλοσοφικές σχολές που άρχισαν να λειτουργούν στη Μίλητο και στη συνέχεια στον Κρότωνα (του Πυθαγόρα), στην Ακαδημία του Πλάτωνα και στο Λύκειο του Αριστοτέλη. Η τυπολογία σύμφωνα με την οποία η επίσημη αίθουσα της βιβλιοθήκης ήταν ένα ναόσχημο κτίσμα συνεχίστηκε και κατά την Ελληνιστική εποχή, με την Οικουμενική Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου (δυναστεία των Ατταλιδών).
Οι Ρωμαίοι, που ίδρυσαν την πρώτη δημόσια βιβλιοθήκη στη Ρώμη το 43 π.Χ., ακολούθησαν την ελληνική αρχιτεκτονική παράδοση, με κάποιες όμως διαφορές: σκοπός τους ήταν να εξισώσουν τη λατινική με την αρχαία ελληνική γραμματεία και για την επίτευξη του σκοπού τους αυτού δημιούργησαν δύο ξεχωριστά μεν, αλλά πανομοιότυπα κτίσματα (διδυμία), στα οποία θησαυρίζονταν το ελληνικό και λατινικό τμήμα αντίστοιχα.
Κατά τη μεσαιωνική εποχή, τόσο στο Βυζάντιο όσο και στα κράτη της δυτικής Ευρώπης, οι βιβλιοθήκες του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού αντιμετωπίζονταν ως «άψυχα σώματα» και πέρασαν στη λήθη. Ως επακόλουθο, το σύνολο της χριστιανικής γραμματείας αποθηκεύτηκε στα πολυάριθμα μοναστήρια που ιδρύθηκαν σε Ανατολή και Δύση. Οι θάλαμοι αυτοί, παρόλο που θησαύριζαν πολύτιμο υλικό, δεν έτυχαν καμίας αρχιτεκτονικής μέριμνας.
Την περίοδο της Αναγέννησης, η σύζευξη της αρχαίας και της χριστιανικής γραμματείας είχε ως αποτέλεσμα και τη δημιουργία νέας τυπολογίας. Έτσι, οι βιβλιοθήκες ανακτούν την παλιά τους αίγλη ως ναοί της γνώσης, καθιερώνεται η ναόσχημη μορφή τους και θεωρούνται ισότιμες με τις εκκλησίες και τα καθολικά. Έκτοτε επανέρχεται και ο θεσμός της διπλοβιβλιοθήκης, η οποία περιλαμβάνει δύο ξεχωριστά τμήματα (το ελληνικό και το λατινικό) στον ίδιο χώρο.
Την έκθεση επιμελήθηκε ο αρχιτέκτονας και ιστορικός του βιβλίου Κ. Σπ. Στάικος και πραγματοποιείται με αφορμή την έκδοση του ομότιτλου βιβλίου του.