Το 2014, στο πλαίσιο δημόσιου αρδευτικού έργου στην περιοχή του Ελαιώνα Άμφισσας, η Εφορεία Αρχαιοτήτων Φωκίδας ανέσκαψε θολωτό τάφο στις παρυφές του λόφου Άμπλιανος, σε μικρή απόσταση από την Άμφισσα και στο ανατολικό άκρο της εύφορης παραθαλάσσιας πεδιάδας που φτάνει έως την Κίρρα.
Τα πρώτα στοιχεία από την έρευνα του θολωτού τάφου θα παρουσιάσει η δρ Έλενα Κουντούρη (Προϊσταμένη Διεύθυνσης Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Υπουργείου Πολιτισμού) σε ομιλία της στο πλαίσιο του Μυκηναϊκού Σεμιναρίου.
«Μοναδικό εύρημα για τη Δυτική Λοκρίδα και ένα από τα ολιγάριθμα ταφικά μνημεία αυτής της κατηγορίας στη Στερεά Ελλάδα, ο τάφος διαθέτει μακρύ δρόμο μήκους 9 μ. που οδηγεί σε κυκλικής κάτοψης θάλαμο, με εσωτερική μέγιστη διάμετρο 5,90 μ. και δάπεδο το οποίο καλύπτεται με στρώμα κονιάματος» αναφέρει η κα Κουντούρη.
«Η θολωτή ανωδομή, η οποία ήταν κτισμένη με πλακοειδείς λίθους, έχει καταρρεύσει, ωστόσο τα τοιχώματα του θαλάμου διατηρούνται σήμερα σε ύψος σχεδόν 3 μ. Τα ευρήματα δείχνουν ότι ο τάφος χρησιμοποιήθηκε για περισσότερο από δύο αιώνες, από τον 13ο έως τον 11ο αι. π.Χ. Στον ταφικό θάλαμο βρέθηκε μεγάλη ποσότητα οστεολογικού υλικού, προερχόμενο από ανακομιδές στο μέσον και περιμετρικά, στα τοιχώματα του θαλάμου. Τα ευρήματα περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό αγγείων, ειδώλια τύπου Φ και Ψ, χάλκινα σκεύη, όπλα, καθώς και μεγάλο αριθμό κοσμημάτων, ψήφους από ημιπολύτιμους λίθους και σφραγιδόλιθους με θέματα εμπνευσμένα από τον ζωικό κόσμο. Κατά καιρούς οι συγγενείς φαίνεται ότι καθάριζαν τον ταφικό θάλαμο απορρίπτοντας τις αρχαιότερες προσφορές προς τους νεκρούς, κυρίως τα αγγεία, στον δρόμο του τάφου ή σε αποθέτη που φράσσεται από χαμηλό τοιχίο στο πέρας του δρόμου. Αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής υπήρξε η σταδιακή άνοδος της στάθμης του επιπέδου στο δρόμο και η κατασκευή μικρής κλίμακας μπροστά στο στόμιο του ταφικού θαλάμου, προκειμένου να είναι δυνατή η πρόσβαση σε αυτόν. Στον αποθέτη περιλαμβάνονται κυρίως αγγεία πόσης και μείξης υγρών, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν αποσπασματικά σωζόμενα σκεύη με εικονιστική διακόσμηση. Ο συσχετισμός του αποθέτη με γειτονική πλατφόρμα και την τέλεση ταφικών τελετουργιών μοιάζει ιδιαίτερα ελκυστικός».
«Η μελέτη και παρουσίαση του μοναδικού αυτού ταφικού συνόλου κρίνεται ως ιδιαίτερα σημαντική για την έρευνα της Μυκηναϊκής περιόδου στη βόρεια Βοιωτία και τη Φωκίδα, περιοχές για τις οποίες οι δημοσιεύσεις είναι ολιγάριθμες, συχνά με τη μορφή προκαταρκτικών ανασκαφικών σημειωμάτων» επισημαίνει η κα Κουντούρη. «Τόσο τα αγγεία όσο και τα μικροαντικείμενα από τον τάφο συνιστούν αξιόλογες προσθήκες –ποιοτικά όσο και ποσοτικά– στη μικρή ομάδα των γνωστών έως σήμερα παραδειγμάτων από τις γειτονικές θέσεις της Κίρρας, της Κρίσας και των Δελφών, διευκρινίζοντας ζητήματα σχετικά με την τοπική παραγωγή τόσο της κεραμικής όσο και της μικροτεχνίας. Επιπλέον, ο τάφος προσφέρει σημαντικές πληροφορίες για την τοπογραφία της περιοχής και τις εμπορικές και πολιτιστικές επαφές της τοπικής κοινότητας που βρίσκεται στην περιφέρεια του μυκηναϊκού κόσμου, ενώ ρίχνει νερό στον μύλο της προβληματικής σχετικά με τη χρήση των μνημείων αυτής της κατηγορίας από τις τοπικές ελίτ».
Σημαντικά όμως είναι και τα ευρήματα στον τάφο. «Εκτός από την κεραμική που κατέχει πρωτεύουσα θέση, όπως στα περισσότερα μυκηναϊκά νεκροταφεία και αποτελεί τη βασική πηγή πληροφοριών, ξεχωρίζουν οι σφραγίδες, οι οποίες ανήκουν τεχνοτροπικά κυρίως στο Popular Mainland Style, απεικονίζοντας απλοποιημένα ζώα, συχνά δίπλα σε κλαδιά ή δέντρα και χρονολογούνται στις τελευταίες φάσεις της μυκηναϊκής σφραγιδογλυφίας (ΥΕ ΙΙΙΑ2-Γ περίοδος)» εξηγεί η κα Κουντούρη. «Ενδιαφέρον σύνολο αποτελούν τα ειδώλια, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει τμήμα, πιθανότατα, από ταυροκαθάπτη, παράλληλο του οποίου φαίνεται να υπάρχει στα Μέθανα. Αναγνωρίστηκαν επίσης μικρογραφίες επίπλων, όπως ένα τριποδικό ανοικτό κάθισμα, καθώς και δύο άλλων κατασκευών που θα μπορούσαν να ερμηνευτούν ως τράπεζες προσφορών ή ακόμα και νεκρικές κλίνες. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί η σημαντική ποσότητα χάλκινων δακτυλιδιών και σφηκωτήρων, ενώ λίγα όπλα, χάλκινα σκεύη και αντικείμενα από χρυσό, φαγεντιανή και υαλόμαζα συμπληρώνουν την εικόνα για τα ταφικά έθιμα και την κτέριση των νεκρών στην περιοχή».
Να σημειωθεί ότι η μελέτη και δημοσίευση του ευρήματος αποτελεί αντικείμενο συλλογικής προσπάθειας διεπιστημονικής ομάδας, το συντονισμό της οποίας έχει αναλάβει η δρ Κουντούρη.
Η 2η συνάντηση του Μυκηναϊκού Σεμιναρίου για φέτος θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016, στις 19:00, στο Αμφιθέατρο Α. Αργυριάδη (Κεντρικό Κτήριο Πανεπιστημίου Αθηνών, Πανεπιστημίου 30).
Το Μυκηναϊκό Σεμινάριο διοργανώνουν οι: Νάγια Πολυχρονάκου-Σγουρίτσα, Ιφιγένεια Τουρναβίτου, Αιμιλία Μπάνου, Αφροδίτη Χασιακού.