Πληροφορίες σχετικά με τη θαλάσσια βιοποικιλότητα αναζητούν, την τελευταία δεκαετία, μέσα από αρχαία κείμενα, επιστήμονες στο Εργαστήριο Ζωολογίας του Τμήματος Βιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, με εφαλτήριο τον μεγάλο φιλόσοφο Αριστοτέλη ο οποίος θεωρείται ο πρώτος θαλάσσιος βιολόγος.
«Διάφοροι μελετητές του έργου του, λόγιοι και επιστήμονες, έχουν δικαίως θεωρήσει ότι ο Αριστοτέλης ανακάλυψε την επιστήμη, ίδρυσε την επιστήμη της βιολογίας, τη φιλοσοφία της βιολογίας, και την επιστήμη της ζωολογίας και ότι υπήρξε πατέρας της ζωολογικής ταξινόμησης» αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η καθηγήτρια βιολογίας του ΑΠΘ Ελένη Βουλτσιάδου η οποία πραγματοποιεί την έρευνα με συνεργάτες τους καθηγητές Χαρίτωνα Χιντήρογλου και Κώστα Γκάνια από το Εργαστήριο Ζωολογίας, Δρόσο Κουτσούμπα από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου και Δημήτρη Βαφείδη από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, μαζί με φοιτητές του Τμήματος.
Στοιχεία της μελέτης παρουσιάστηκαν στο 8ο Πανελλήνιο συνέδριο Οικολογίας όπου η κα Βουλτσιάδου αναφέρθηκε στη βιοποικιλότητα στο Αιγαίο 2.400 χρόνια πριν και στον Αριστοτέλη ως θαλάσσιο βιολόγο για τον οποίο ο Κάρολος Δαρβίνος, όταν διάβασε το Περί ζώων μορίων, έγραψε στον William Ogle που είχε επιμεληθεί την αγγλική μετάφραση: «Ο Linnaeus και ο Cuvier υπήρξαν οι δύο Θεοί μου … όμως μπροστά στο γερο-Αριστοτέλη δεν είναι παρά απλά μαθητούδια»…
Όπως τόνισε η κα Βουλτσιάδου, στα ζωολογικά έργα του Αριστοτέλη ο μελετητής αντιλαμβάνεται ότι εν μέρει βασίζεται σε γνώσεις που απέκτησε με προσωπική παρατήρηση και μεθόδους όπως η ανατομία και εν μέρει σε πληροφορίες που του μετέφεραν οι αλιείς, άλλοι επαγγελματίες και απλοί άνθρωποι.
«Παρόλο που ο στόχος δεν ήταν να δώσει μια ταξινόμηση των ζώων» σημείωσε, «ο Αριστοτέλης για πρώτη φορά τακτοποιεί τη χαώδη ποικιλότητα των οργανισμών διακρίνοντας τα είδη και τοποθετώντας τα σε ανώτερες ομάδες. Πρώτα από όλα διακρίνει τα ζώα που ζουν στο νερό, τα ένυδρα, σε θαλάσσια, ποτάμια, λιμναία και τελματιαία. Υποστηρίζει ότι η ποικιλότητα είναι μεγαλύτερη στο θαλάσσιο περιβάλλον απ’ ό,τι στο χερσαίο. Η παρατήρησή του είναι απόλυτα σωστή, σε επίπεδο ανώτερων ομάδων όπως σήμερα γνωρίζουμε. Ο Αριστοτέλης αποδίδει αυτό το γεγονός στην πιο φιλόξενη φύση του νερού και στο γεγονός ότι στη θάλασσα συμμετέχουν όλα τα στοιχεία, το νερό, ο αέρας και ο βυθός, στηρίζοντας έτσι οργανισμούς που ζουν και στα τρία αυτά περιβάλλοντα».
Μάλιστα, το μοντέλο καθοδικής ταξινόμησης που ακολούθησε ο αρχαίος φιλόσοφος, έμελλε, σύμφωνα με την κα Βουλτσιάδου, να επικρατήσει στην ταξινομία για τα επόμενα 2.000 χρόνια, διακρίνοντας τα ζώα σε Άναιμα (ζώα χωρίς αίμα) που αντιστοιχούν στα σημερινά ασπόνδυλα και Έναιμα (ζώα με αίμα) που αντιστοιχούν στα σπονδυλωτά. Ο αριθμός των σύγχρονων ταξινομικών ομάδων που αναγνωρίστηκαν ύστερα από ενδελεχή μελέτη των περιγραφών του Αριστοτέλη ανέρχεται συνολικά σε 193 είδη.
Άξια μνείας είναι για την καθηγήτρια βιολογίας και η μεγάλη συμβολή του Αριστοτέλη στη ζωολογική ονοματολογία, αφού μεγάλος αριθμός ονομάτων ασπονδύλων και ψαριών αναφέρονται για πρώτη φορά στα έργα του. «Είναι αληθινά εντυπωσιακό ότι πολλά από τα ονόματα αυτά εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται και σήμερα ίδια ή ελαφρώς τροποποιημένα, κάνοντας φανερή τη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας, με παραδείγματα τα μαλάκια, τα μαλακόστρακα, τα οστρακόδερμα, τον αστακό και την πίννα», εξήγησε.
«Όπως δείχνει η μελέτη των έργων του», συνέχισε, «ο Αριστοτέλης είχε σε γενικές γραμμές μια ισορροπημένη γνώση της ποικιλότητας των θαλασσίων ομάδων, τηρουμένων των αναλογιών, παρόμοια με αυτήν που έχει ο σημερινός θαλάσσιος βιολόγος στην ίδια περιοχή μελέτης. Τέτοιες παρατηρήσεις δείχνουν ότι η ζωολογική πληροφορία που ενυπάρχει στα αρχαία κείμενα μπορεί να προσφέρει σημαντική βοήθεια στους ιστορικούς της ζωολογίας και της ζωογεωγραφίας στην προσπάθειά τους να ανασυνθέσουν την πανίδα παλαιότερων εποχών και να κάνουν συγκρίσεις με τη σημερινή κατάσταση».
Σύμφωνα με τη μελετήτρια του έργου του «γερο-Αριστοτέλη», όπως τον αποκαλούσε ο Δαρβίνος, υπάρχει πολύ υλικό για εξέταση και ανάλυση για όποιον ενδιαφέρεται.
«Πιστεύω πως είναι αληθινά χρέος των Ελλήνων επιστημόνων της θάλασσας να σκύψουμε με ενδιαφέρον στην παρακαταθήκη που μας άφησε και να φέρουμε στην επιφάνεια όλη την πληροφορία που κρύβεται σε αυτήν. Μέχρι στιγμής οι μόνοι που έχουν ασχοληθεί είναι οι φιλόσοφοι και κάποιοι Ευρωπαίοι επιστήμονες του 19ου αιώνα, λάτρεις της ελληνικής αρχαιότητας με αποτέλεσμα τα πολύ λίγα που έχουν γραφεί γι’ αυτό το μεγάλο έργο να εμπεριέχουν λάθη και ανακρίβειες», κατέληξε.