Ο πόθος και το όνειρο των Καρπασιτών, αλλά και όλων των Κυπρίων, να αποκατασταθεί η ιστορική μονή του Αποστόλου Ανδρέα στη βορειοανατολική εσχατιά της κατεχόμενης Κύπρου, έγινε πραγματικότητα, καθώς σε λίγες μέρες ολοκληρώνεται, με βάση τα σχέδια της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών, η πρώτη φάση του προγράμματος αποκατάστασης της μονής.
Η Τεχνική Επιτροπή για την Πολιτιστική Κληρονομιά και το UNDP (Πρόγραμμα Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών) ανακοίνωσαν ότι στις 7 Νοεμβρίου θα πραγματοποιηθεί επίσκεψη εκπροσώπων των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, για να ενημερωθούν επί τόπου και να δουν την ολοκλήρωση της φάσης 1 του προγράμματος αποκατάστασης. Την ίδια μέρα θα γίνει σεμνή τελετή για την παράδοση του ναού της Μονής.
Στις 17 Σεπτεμβρίου 2013, το Πρόγραμμα Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (UNDP-PFF) υπέγραψε δύο συμφωνίες συνεισφοράς, αξίας 2.500.000 ευρώ η κάθε μία, αντίστοιχα με την εκκλησία Κύπρου και το Ίδρυμα Διαχείρισης Βακουφίων (Evkaf) για την αποκατάσταση της μονής του Αποστόλου Ανδρέα.
Τον Ιούλιο του 2014 υπεγράφη σύμβαση για τη φάση 1 του έργου αποκατάστασης μεταξύ UNDP και ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινοπραξίας, των Πιερή Χατζηπιερή και Γιακούπ Τελ. Ο αρχιτέκτονας και αναστηλωτής, Διομήδης Μυριανθέας, ως σύμβουλος της ομάδας του Πανεπιστημίου Πατρών, μαζί με τον μηχανικό του UNDP, Αλί Τσακλάρ, επέβλεπαν την υλοποίηση των εργασιών.
Οι προπαρασκευαστικές εργασίες ολοκληρώθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2014 και τα κλειδιά του συγκροτήματος του ναού παρέδωσε ο οικονόμος της μονής, πατήρ Ζαχαρίας, στην Τεχνική Επιτροπή για την Πολιτιστική Κληρονομιά.
Κατά τη φάση 1 έγιναν τα ακόλουθα: πλήρης δομική και αρχιτεκτονική αποκατάσταση του κυρίως ναού, του υπεράνω συγκροτήματος, γειτονικών κτιρίων, αποκατάσταση του ξυλόγλυπτου τέμπλου (εικονοστασίου), του επισκοπικού θρόνου και άμβωνος.
Στο εικονοστάσιο θα τοποθετηθούν αργυρά καντήλια, αντίγραφα των παλαιών που χάθηκαν. Τα καντήλια είναι έργο του εργαστηρίου Νούσση στη Λεμεσό, ο ιδρυτής του οποίου κατάγεται από τα Ιωάννινα, όπου έμαθε την τέχνη της αργυροχοΐας.
Επίσης, έγιναν βελτιώσεις και αναβάθμιση των ηλεκτρολογικών και μηχανολογικών εγκαταστάσεων στο ναό και στα γειτονικά κτίρια. Το καμπαναριό αποξηλώθηκε, γιατί είχε καταστεί επικίνδυνο και κτίστηκε εκ νέου, όπως ήταν η τεχνοτροπία του, με πέτρες από τις Κυβίδες της Λεμεσού και ορισμένες από τις παλαιές. Η είσοδος του ναού έχει αναστηλωθεί και αναδεικνύει την αρχιτεκτονική του. Το δάπεδο, στο οποίο τοποθετήθηκε μάρμαρο, έχει ψηλώσει τόσο έξω, όσο και μέσα στο χώρο του ναού. Η βόρεια πλευρά του μοναστηριού έχει σχεδόν ξανακτιστεί, λόγω της κακής κατάστασης, που δεν άφηνε περιθώριο για αναστήλωση.
Στα ξύλινα μέρη έχει χρησιμοποιηθεί αόρατος, (ή άρκευθος, που ανήκει στην οικογένεια των κυπαρισσιδών), που είναι τοπικό ξύλο και έχει συντηρηθεί. Οι μεταλλικές προσθήκες αντικατέστησαν το υλικό που είχε υποστεί τη μεγαλύτερη αλλοίωση. Ο χώρος όπου βρίσκονταν τα κελιά θα χρησιμοποιηθεί για παρεκκλήσι, γραφείο και αποθήκες. Ο γυναικωνίτης θα έχει δύο επίπεδα, με σκάλα που θα οδηγεί στο ισόγειο του μοναστηριού και τρεις καμάρες κατά μήκος. Στην πρώτη φάση έγιναν γεωτεχνικές έρευνες στην περιοχή έξω από το αρχαίο παρεκκλήσιο, που βρίσκεται κάτω από το ναό και το σιντριβάνι. Τα αποτελέσματα των ερευνών θα αξιοποιηθούν για την αποκατάσταση, σε μεταγενέστερο στάδιο, του παρεκκλησίου. Για το έργο προσέφερε το ποσό των 25.000 δολαρίων, ο Οργανισμός των Ηνωμένων Πολιτειών για τη Διεθνή Ανάπτυξη (USAID).
Το μοναστήρι του Αποστόλου Αντρέα μέχρι το 1974 προσέλκυε κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητές, ιδιαίτερα στις 30 Νοεμβρίου και τις 15 Αυγούστου. Μαρτυρία του 1103 μ.Χ. από τον Αγγλοσάξωνα προσκυνητή Seawolf, το αποκαλεί «λιμανάκι του Αποστόλου Αντρέα», ένδειξη ότι η παράδοση για τον Απόστολο Αντρέα ήταν διαδεδομένη από τα βυζαντινά χρόνια. Παλιοί χάρτες της Κύπρου αναφέρουν το ακρωτήρι με το όνομα «Capo de Santo Andrea». Από τα κτίσματα του πρώτου ναού δεν διασώθηκαν καθόλου ίχνη. Στη θέση τους κτίστηκε, όμως, τον 15ο αιώνα, ναός με γοτθική επίδραση που βρίσκεται χαμηλά, δίπλα στο κύμα και διασώζεται ως τις μέρες μας.
Ο κυρίως ναός, που ανακαινίστηκε τώρα εκ βάθρων, κτίστηκε τον 19ο αιώνα. Ιδρυτής και πρώτος οικονόμος του σημερινού μοναστηριού είναι ο παπα-Ιωάννης Νικόλα Διάκου, από το Ριζοκάρπασο. Η ανέγερση του ναού άρχισε το 1855. Ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος τέλεσε στις 15 Αυγούστου του 1867 τα εγκαίνια του ναού, που από τότε καθιερώθηκε να γιορτάζει και τη μέρα αυτή.