Σε μια μαραθώνια συνεδρίαση, διάρκειας πλέον των επτά ωρών, τα μέλη του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων κλήθηκαν πρόσφατα να διερευνήσουν κατά πόσο οκτώ κτίρια του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού έχουν τις προϋποθέσεις να κηρυχθούν μνημεία, υπό το βάρος της προεξαγγελθείσας επένδυσης στη συγκεκριμένη περιοχή. Η συνεδρίαση έληξε με την κήρυξη ως μνημείου, μόνο ενός ιδιαίτερου, αρχιτεκτονικά, κτιρίου, του αγγλικού υποστέγου «Παγόδα».
Μπορεί ένα αεροδρόμιο να αποτελέσει στοιχείο της συλλογικής μνήμης και κατά πόσο τα κτίρια του Ελληνικού εγγράφονται στη μνήμη των πολιτών; Το ερώτημα αυτό απασχόλησε ιδιαίτερα τα μέλη του Συμβουλίου, τα οποία εξέτασαν την ιστορική και αρχιτεκτονική αξία που μπορεί να φέρουν ο δυτικός αεροσταθμός (αίθουσα αφίξεων- αναχωρήσεων εξωτερικού), ο παλαιός πύργος ελέγχου, η «Παγόδα» και το συγκρότημα πέντε κτιρίων του πρώην αμερικανικού Κολεγίου Αθηνών.
Το θέμα εισήχθη έπειτα από ψήφισμα της γενικής συνέλευσης μελών ΔΕΠ της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, μέσω του οποίου ζήτησε τον χαρακτηρισμό ως νεότερων μνημείων πολλών κτιρίων, εγκαταστάσεων, αεροσκαφών και κινητού τεχνικού εξοπλισμού.
Σήμερα, πολλά από τα κτίρια του παλαιού αεροδρομίου έχουν βανδαλιστεί και λεηλατηθεί. Μάλιστα, ο αναπληρωτής καθηγητής του ΕΜΠ, Νίκος Μπελαβίλας, κατήγγειλε κατά τη συνεδρίαση ότι και ο κινητός εξοπλισμός της Ολυμπιακής Αεροπορίας λεηλατείται και τα φτερά των αεροπλάνων έχουν ήδη ξηλωθεί. Επίσης, τα αρχεία του πρώην αεροδρομίου βρίσκονται στο κηρυγμένο κτίριο του ανατολικού αεροσταθμού, αλλά πεταμένα στο πάτωμα «σε ένα κτίριο φυλασσόμενο από δύο φύλακες».
Σχετικά με το ψήφισμα του ΕΜΠ, ο κ. Μπελαβίλας επισήμανε ότι «τα κτίρια και οι εγκαταστάσεις που προτείνουμε για κήρυξη είναι ιστορικής, αρχιτεκτονικής, τοπιακής και τεχνικής αξίας». «Στο Ελληνικό, τα κτίρια συνιστούν ένα καλά συγκερασμένο σύνολο των εποχών, των τεχνολογιών και της συνάντησης των μηχανικών. Σε όλες τις ευρωπαϊκές πόλεις, τα αεροδρόμια που μεταφέρθηκαν άφησαν πίσω τους εγκαταστάσεις που διατηρούνται και αναδεικνύονται επιλεκτικά, ώστε να επιβιώνει στη συλλογική μνήμη η μακρά διάρκεια της πόλης», παρατήρησε από την πλευρά του ο καθηγητής του ΕΜΠ, Παναγιώτης Τουρνικιώτης.
Τη διάσωση των κτιρίων ζήτησαν επίσης το Πολιτιστικό Κέντρο των Εργαζομένων της Ολυμπιακής Αεροπορίας, ο Σύλλογος Αποφοίτων του Αμερικανικού Κολεγίου, ο αντιπεριφερειάρχης Αττικής, Χρήστος Καπάνταης, η Επιτροπή Αγώνα για το Μητροπολιτικό Πάρκο Ελληνικού, το τμήμα Αττικής του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων και το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Επιτροπής για τη Συντήρηση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς (TICCIH). Το TICCIH έχει προχωρήσει και σε κίνηση συγκέντρωσης υπογραφών για τη διάσωση των κτιρίων.
Από τα προτεινόμενα κτίρια, η Διεύθυνση Προστασίας και Αναστήλωσης Νεώτερων και Σύγχρονων Μνημείων εισηγήθηκε τον χαρακτηρισμό μόνο των συγκεκριμένων οκτώ, γιατί τα κτίρια του αεροδρομίου αποτελούν σημαντικά δείγματα της εξέλιξης των δομικών έργων και μεταφορών στην Ελλάδα και τα κτίρια του Κολεγίου αποτελούν σημαντικό δείγμα συγκροτήματος εκπαιδευτηρίου, κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα.
Σε επόμενη φάση, η Διεύθυνση αναμένεται να εισάγει για χαρακτηρισμό, επίσης, τα αεροσκάφη, τον τεχνικό εξοπλισμό και το υπόστεγο της Ολυμπιακής Αεροπλοΐας.
Ο πρώην Κρατικός Αερολιμένας Αθηνών αποτέλεσε το πρώτο διεθνές αεροδρόμιο της χώρας και λειτούργησε στη θέση αυτή για περισσότερα από 60 χρόνια. Η πρώτη πολιτική προσγείωση στο αεροδρόμιο έγινε το 1946 και λειτούργησε συστηματικά ως πολιτικό αεροδρόμιο από τη δεκαετία του 1950.
Το θέμα των κτιρίων του πρώην αεροδρομίου είχε απασχολήσει το υπουργείο Πολιτισμού ήδη από το 2003, έπειτα από αιτήματα του Πολιτιστικού Συλλόγου Εργαζομένων της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Μέχρι σήμερα, έχουν κηρυχθεί μνημεία το κτίριο του πρώην Ανατολικού Αεροδρομίου Αθηνών (2006), καθώς και τα τρία υπόστεγα της Πολιτικής Αεροπορίας στην περιοχή «Χασάνι», στο πρώην αεροδρόμιο (2009). Μάλιστα, όπως δήλωσε η γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού, Μαρία Βλαζάκη, το 2009 δεν είχε ολοκληρωθεί η κήρυξη, καθώς η εισήγηση αφορούσε σε 14 κτίρια, ωστόσο τελικά συζητήθηκαν μόνο τρία και τα μέλη είχαν ζητήσει να επανέλθει το θέμα και για τα υπόλοιπα.
Το 2013 μεταβιβάστηκε από το ελληνικό Δημόσιο στο ΤΑΙΠΕΔ το δικαίωμα επιφανείας επί της έκτασης, για 99 χρόνια, και αυτό το δικαίωμα θα μεταβιβαστεί στον επενδυτή διά της εταιρείας «Ελληνικό ΑΕ». Στην πρόσφατη συνεδρίαση παρέστησαν εκπρόσωποι του ΤΑΙΠΕΔ, της «Ελληνικό ΑΕ» και πανεπιστημιακοί καθηγητές-μέλη της επιτροπής, που κατ’ εντολή του ΤΑΙΠΕΔ συνέταξαν έκθεση για τα κτίρια του πρώην αεροδρομίου.
Όπως υπογράμμισε ο νομικός σύμβουλος του ΤΑΙΠΕΔ, Κωνσταντίνος Καρατσώλης, το ΤΑΙΠΕΔ δεν γνώριζε ότι δεν είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία της κήρυξης το 2012. Παρατήρησε, επίσης, ότι «η ενδεχόμενη κήρυξη δεν είναι αποζημιωτικό γεγονός», ωστόσο πρόσθεσε ότι «μια τροποποίηση των όρων με βάση τους οποίους υπέβαλε την πρότασή του ο αντισυμβαλλόμενος συνιστά μια αλλαγή που το εύρος της θα εκτιμηθεί στην πορεία. Σίγουρα πάντως, η κήρυξη ενός μνημείου στην περιοχή μετέπειτα θα φέρει περιορισμό στα κτίρια που πρόκειται να δομηθούν κοντά στα μνημεία». Επίσης είπε ότι ο επενδυτής, σε επιστολή του προς το ΤΑΙΠΕΔ, εκφράζει την ανησυχία του για ενδεχόμενη αλλαγή των όρων της σύμβασης.
Ο ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ, Γιάννης Κίζης, παρατήρησε από την πλευρά του ότι «εκείνο που κατά τη γνώμη μας πρέπει να αποφευχθεί είναι να παραμείνουν διάσπαρτα μικρής ή αμφιβόλου αξίας κτίσματα, που δεν εντάσσονται οργανικά στην ευρύτερη λειτουργία του χώρου και δεν βοηθούν την ανάπτυξη νέων κοινωνικών σχέσεων, εδικά σε μια περιοχή που πρόκειται να αναβαθμιστεί και να αναπλαστεί».
«Έχουμε την τάση να μπερδεύουμε τη συλλογική μνήμη με τις προσωπικές μνήμες που όλοι έχουμε από τον αερολιμένα. Υπό αυτή την έννοια αισθάνομαι ότι είναι πιο πολύ συναισθηματικό το θέμα για το αεροδρόμιο. Δεν αισθάνομαι ότι υπάρχει ιστορική μνήμη των Ελλήνων από αυτή την εγκατάσταση», επισήμανε, μεταξύ άλλων, κατά την ψηφοφορία του Συμβουλίου, η καθηγήτρια του ΕΜΠ και μέλος του Συμβουλίου, Ελισάβετ Βιντζηλαίου.
«Αν δεν υπάρχει μια σύμπλευση συμφερόντων διαφόρων επιπέδων, μεγάλο έργο δεν γίνεται. Δεν μου προκάλεσε το ενδιαφέρον κανένα κτίσμα. Έτσι θεωρώ ότι οι αναπτυξιακές επιλογές πρέπει να υποστηριχθούν και όχι να υπάρχουν εμπόδια», τόνισε ο εκπρόσωπος του ΤΕΕ στο Συμβούλιο, Παναγιώτης Γεωργακόπουλος.
Τελικά, τα μέλη του Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων αποφάσισαν ομόφωνα την κήρυξη ως μνημείου μόνο της «Παγόδας», χωρίς τις μεταγενέστερες επεμβάσεις και ομόφωνα τη μη κήρυξη του Δυτικού αεροσταθμού. Αντίθετα, οι εγκαταστάσεις του Κολεγίου και του παλιού πύργου ελέγχου συγκέντρωσαν υπέρμαχους και της κήρυξης, αλλά και της μη διατήρησης. Συγκεκριμένα, για τα κτίρια του Κολεγίου αποφασίστηκε, κατά πλειοψηφία, ο μη χαρακτηρισμός από οκτώ μέλη, ενώ τέσσερα μέλη τάχθηκαν υπέρ της κήρυξης, γιατί πρόκειται για ιστορικό σχολικό συγκρότημα. Για τον παλιό πύργο ελέγχου, εννέα μέλη έκριναν ότι δεν πρέπει να κηρυχθεί, ενώ τρία μέλη θεώρησαν ότι αποτελεί στοιχείο της μνήμης του αεροδρομίου.
Τα κτίρια που συζητήθηκαν
Ο Δυτικός αεροσταθμός αποτέλεσε τον πυρήνα του αεροδρομίου μέχρι και το 1969, όταν ολοκληρώθηκε το κτίριο του Ανατολικού αεροσταθμού. Η χρονολόγηση κατασκευής του κτιρίου τοποθετείται τη δεκαετία του 1950. Μετά το 1969 το κτίριο παραχωρήθηκε στην Ολυμπιακή Αεροπορία για τις ανάγκες διακίνησης των επιβατών της. Πρόκειται για ένα επίμηκες ισόγειο κτίριο, αποτελούμενο από κεντρική αίθουσα και εκατέρωθεν δύο όμοιες αίθουσες. Εξωτερικά διαμορφώνεται πρόβολος στηριζόμενος σε έξι υποστυλώματα. Το κτίριο έχει δεχτεί μεταγενέστερες επεμβάσεις, οι οποίες αλλοίωσαν τη γενική εικόνα του. Εξάλλου, μέρος του κτιρίου καταστράφηκε το 2005 από πυρκαγιά.
Το αρχικό κτίριο αποδίδεται κατά πολλούς στον Θουκυδίδη Βαλεντή (1908-1982), ο οποίος την περίοδο εκείνη ήταν προϊστάμενος των αρχιτεκτονικών υπηρεσιών του υπουργείου Αεροπορίας. Σύμφωνα με τον κ. Μπελαβίλα, ο δυτικός αεροσταθμός είναι δημοσιευμένος στη μονογραφία του Βαλεντή, άρα είναι σίγουρα δικό του έργο, που στην τελευταία φάση συμπληρώνεται από τον αρχιτέκτονα, Κωνσταντίνο Καψαμπέλη.
Ωστόσο, ο ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ, Γιάννης Κίζης, αμφισβήτησε ότι το κτίριο είναι του Βαλεντή και έκανε λόγο για σοβαρά στατικά προβλήματα, λόγω των οποίων το κτίριο θα πρέπει να κατεδαφιστεί και να ξαναχτιστεί.
«Το κέλυφος του Δυτικού αεροσταθμού δεν έχει καμία σχέση με το αρχικό κτίριο και αν είχε σχέση, τότε είναι ένα κτίριο πολύ μέτριας ποιότητας», επισήμανε ο καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και μέλος του ΚΣΝΜ, Ανδρέας Γιακουμακάτος.
«Το κτίριο έχει υποστεί μεγάλες αλλοιώσεις. Σε ποια μορφή θα πηγαίναμε αν αποφασίζαμε να το χαρακτηρίσουμε στην αρχική του μορφή;», διερωτήθηκε ο καθηγητής του ΕΜΠ, Γιάννης Αίσωπος.
«Ο δυτικός αεροσταθμός ασκεί μια γοητεία πάνω μας, αλλά δεν έχει τεκμηριωθεί η ιστορικότητά του και θα υπάρχει σύντομα και ένα θέμα αυθεντικότητας της ύλης», πρόσθεσε η προϊσταμένη της Γενικής Διεύθυνσης Αναστήλωσης Μουσείων και Τεχνικών Έργων του υπουργείου Πολιτισμού, Ευγενία Γατοπούλου.
Το υπόστεγο «Παγόδα» βρίσκεται στην περιοχή Χασάνι, δίπλα στο αμαξοστάσιο του ΟΑΣΑ. Η κατασκευή του χρονολογείται πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και χτίστηκε από τους Άγγλους, οι οποίοι το χρησιμοποίησαν ως αποθήκη. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στο υπόστεγο αυτό τοποθετούνταν αεροσκάφη για να προστατεύονται από τις αεροπορικές επιδρομές. Με τη δημιουργία της Ολυμπιακής Αεροπορίας παραχωρήθηκε στην εταιρεία για τη στέγαση εγκαταστάσεών της. Είναι μονόχωρο κτίριο, ο φέρων οργανισμός του οποίου διαμορφώνεται με ξύλινους τοξωτούς φορείς, που θυμίζουν σκαρί βάρκας ανάποδα τοποθετημένης. Εκτιμάται ότι είναι ένα από τα ελάχιστα παραδείγματα αυτού του είδους τεχνικών εγκαταστάσεων στην Ελλάδα και για το λόγο αυτό ήταν το μοναδικό κτίριο που είχε την ομόφωνη αποδοχή των μελών του ΚΣΝΜ και των εκπροσώπων όλων των φορέων που παρευρέθηκαν στη συνεδρίαση.
Ο παλαιός πύργος ελέγχου έχει πυργοειδή τυπολογία. Ανάγεται στη δεκαετία του 1960, ενώ το 1990 κατασκευάστηκε και ο νεότερος πύργος ελέγχου, που λειτουργεί σήμερα ως πύργος ελέγχου του FIR. Ο ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ, Γιάννης Κίζης, έκανε λόγο για «μάλλον δύσμορφα κτίρια», η κα Γατοπούλου παρατήρησε ότι «οι πύργοι είναι λίγο απομονωμένοι και δεν θα λειτουργήσουν ως τοπόσημα του αεροδρομίου», ενώ ο Γιάννης Αίσωπος έθεσε ένα ερωτηματικό για τη διατήρησή του «στο πλαίσιο της διατήρησης της συλλογικής μνήμης».
Τα κτίρια του πρώην Αμερικανικού Κολεγίου Θηλέων χωροθετούνται νοτιοανατολικά των βασικών εγκαταστάσεων του αεροδρομίου του Ελληνικού. Το συγκρότημα κατασκευάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930, σε έκταση που παραχωρήθηκε από το ελληνικό κράτος για τη στέγαση του Αμερικανικού Κολεγίου Θηλέων (Orlinda Childs Pierce College). Ο σχεδιασμός περιλαμβάνει μια αυλή με ένα κεντρικό κτίριο, τοποθετημένο με μνημειακό τρόπο στο τέλος του βασικού διαδρόμου και τέσσερα συνοδευτικά κτίρια. Το Κολέγιο μεταφέρθηκε το 1965 σε νέες εγκαταστάσεις στην Αγία Παρασκευή και τα κτίρια αποδόθηκαν για την εγκατάσταση της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας.
«Το Κολέγιο δεν αποτελεί συλλογική μνήμη για όλους, είναι μνήμη για όσους πέρασαν από εκεί», σημείωσε η καθηγήτρια Ελισάβετ Βιντζηλαίου. «Η διάταξη του σχολικού συγκροτήματος που ως ιδέα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παρέμεινε κυρίως στα σχέδια», τόνισε η κα Γατοπούλου.