Το αρχοντικό Καντώνη-Κογεβίνα, συγκρότημα κτιρίων στην Κέρκυρα που αποτελεί ένα από τα λίγα εναπομείναντα δείγματα αρχοντικής κατοικίας της κερκυραϊκής υπαίθρου του 19ου αιώνα, χαρακτηρίστηκε μνημείο από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων.
Το αρχοντικό χωροθετείται στο λόφο που έχει επικρατήσει ως Λόφος Κογεβίνα, στους Μάμαλους της Κέρκυρας, σε απόσταση δυόμισι χιλιομέτρων από την πόλη της Κέρκυρας. Το συγκρότημα απαρτίζεται από το τριώροφο αρχοντικό, το θυρωρείο, το ισόγειο κτίριο των παλαιών στάβλων, ένα κτίριο-κελάρι κρασιών και ένα μικρό κτίσμα-παρατηρητήριο με απεριόριστη θέα (Μπελβεντέρε). Στο χώρο βρισκόταν, επίσης, ένα κτίριο-αποθήκη, το οποίο κατεδαφίστηκε το 2014.
Ο επισκέπτης εισέρχεται στο συγκρότημα μέσω μιας μνημειακής εισόδου, που διαμορφώνεται από λίθινες παραστάδες. Στην κορυφή των παραστάδων εδράζονται αγάλματα. Στη συνέχεια στο συγκρότημα οδηγεί ένας λιθόστρωτος πεζόδρομος, τον οποίο διαδέχεται πλακόστρωτη αυλή. Τον περιβάλλοντα χώρο του αρχοντικού διακοσμούν ένα άγαλμα αφιερωμένο στον αρχικό ιδιοκτήτη, Αντώνιο Καντώνη, καθώς και αλέες, κιόσκια και βοτσαλωτοί διάδρομοι.
Η οικογένεια Καντώνη, προερχόμενη από την Ιταλία, εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα πριν από τον 19ο αιώνα. Από απογραφές του κράτους συναντάμε γόνους της οικογένειας που ασχολούνται με εμπορικές, οικοδομικές και τραπεζικές δραστηριότητες. Γύρω στο 1840 ο εμποροκτηματίας Αντώνιος Καντώνης μετασκεύασε ένα προϋπάρχον απλής μορφής οίκημα σε εξοχική κατοικία. Η ανάθεση του έργου αποδίδεται στον Ιωάννη Χρόνη, γνωστό αρχιτέκτονα την εποχή της Αγγλοκρατίας στην Κέρκυρα. Την ίδια περίοδο χρονολογούνται τα σχέδια του Χρόνη για την κατασκευή του μεγάρου Καντώνη στην πόλη της Κέρκυρας.
Σημειώνεται ότι η θετή κόρη του Καντώνη παντρεύτηκε το 1830 τον διακεκριμένο γιατρό της πόλης Άγγελο Κογεβίνα, γι’ αυτό το αρχοντικό φέρει και τα δύο επώνυμα.
Στο αρχοντικό λέγεται ότι κατέφυγε το 1899 ο Ιταλός ποιητής Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο και φιλοξενήθηκε εκεί για τρία χρόνια, στη διάρκεια των οποίων έγραψε ορισμένα από τα ποιήματά του.
Το 1972 το συγκρότημα κληρονόμησε ο Αλέξανδρος Κογεβίνας, ο οποίος το 1976 πραγματοποίησε εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης. Σήμερα το συγκρότημα, έκτασης περίπου 7,5 στρεμμάτων, ανήκει στους γιους του, Αλέξιο και Φίλιππο. Ο Αλέξιος, ιδιοκτήτης του αρχοντικού, ζήτησε το χαρακτηρισμό του συνόλου του συγκροτήματος, ενώ ο Φίλιππος Κογεβίνας, ιδιοκτήτης των υπόλοιπων κτισμάτων, συμφώνησε με το χαρακτηρισμό του αρχοντικού και του παρατηρητηρίου, αλλά υποστήριξε ότι τα υπόλοιπα κτίρια δεν έχουν ιδιαίτερη αρχιτεκτονική αξία.
Πέντε μέλη του Συμβουλίου τάχθηκαν με οριακή πλειοψηφία (με χρήση διπλής ψήφου από την πρόεδρο του Συμβουλίου, γενική γραμματέα του ΥΠΠΟ, Μαρία Βλαζάκη) υπέρ της εισήγησης της αρμόδιας Διεύθυνσης Προστασίας και Αναστήλωσης Νεώτερων και Σύγχρονων Μνημείων για χαρακτηρισμό ως μνημείου του κελύφους του αρχοντικού, της βορειοανατολικής όψης του κτιρίου των στάβλων, του κελύφους της οιναποθήκης και του θυρωρείου, του συνόλου του παρατηρητηρίου και του περιβάλλοντος χώρου του αρχοντικού. Σημειώνεται ότι ο χαρακτηρισμός των κελυφών αποφασίστηκε, καθώς στην πλειοψηφία τους τα κτίρια έχουν υποστεί επεμβάσεις στο εσωτερικό τους.
Τα υπόλοιπα πέντε μέλη του Συμβουλίου υποστήριξαν την κήρυξη του περιβάλλοντος χώρου του συγκροτήματος ως ιστορικού τόπου και όχι ως μνημείου, συμφωνώντας πάντως με τη Διεύθυνση στην κήρυξη των κελυφών των κτιρίων.
Αντίθετα η αστική μη κερδοσκοπική οργάνωση Monumenta ζήτησε με επιστολή της και με παράσταση του ομότιμου καθηγητή του ΕΜΠ, Γιώργου Σαρηγιάννη, την κήρυξη ως διατηρητέου μνημείου του συνόλου των κτιρίων και του περιβάλλοντος χώρου, θεωρώντας τα στο σύνολό τους ιδιαίτερα αξιόλογα.