Κάπου υπάρχει η Κρήτη, νησί στη μέση ενός πελάγου / Βαμμένου στο μαβί, πλούσιο κι εύφορο, θαλασσοφίλητο∙ / Το κατοικούν πολλοί, άνθρωποι αναρίθμητοι, σε πόλεις ενενήντα. / Μεικτή η γλώσσα τους κι ανάκατη, ανάλογα με τη φυλή∙ / Άλλοι Αχαιοί, άλλοι οι βέροι Κρητικοί γενναίοι (Ετεόκρητες μεγαλήτορες), / Εκεί κι οι Δωριείς στα τρία χωρισμένοι, κι ακόμη / οι Κύδωνες κι οι θείοι Πελασγοί. / Ανάμεσά τους η Κνωσός, μεγάλη πόλη, όπου βασίλευε άλλοτε ο Μίνως… [Οδύσσεια τ 172-179, μτφρ. Δ. Μαρωνίτης].
«Μελετήτρια που συνδυάζει τις ικανότητες της έμπειρης αρχαιολόγου πεδίου, της διεθνούς ερευνήτριας και της παραδοσιακής “αρχαιολόγου μιας περιφέρειας”» [James Whitley], η Μεταξία Τσιποπούλου λάτρεψε τη Μινωική Κρήτη και εκείνη της το ανταπέδωσε. Το 1987 υποστήριξε τη διδακτορική της διατριβή με θέμα τη «Γεωμετρική και ανατολίζουσα κεραμική της ετεοκρητικής περιοχής». Η διατριβή εκδόθηκε το 2005 στο Ηράκλειο από το ΥΠΠΟ και το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Κρητολογικών Σπουδών, με την οικονομική υποστήριξη του Ινστιτούτου Αιγαιακής Προϊστορίας και την επιμέλεια της Αλεξάνδρας Καρέτσου. Τίτλος του βιβλίου: Η ανατολική Κρήτη στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Τον Πρόλογο έγραψε ο James Whitley, Διευθυντής τότε της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής. Και ο πρόλογος αρχίζει ως εξής:
«Η Αρχαιολογική Υπηρεσία έχει λόγους να καμαρώνει για κάποιους διεθνούς εμβέλειας μελετητές (ήταν η Ιουλία Βοκοτοπούλου στη Β. Ελλάδα, είναι ο Κωνσταντίνος Ζάχος στη Νικόπολη, ο καθηγητής Βασίλης Αραβαντινός στη Θήβα και η Μαρία Βλαζάκη στα Χανιά –για να αναφέρω μόνο τέσσερις), που είναι ευρέως και διεθνώς αναγνωρισμένοι στον τομέα τους. Η δρ Μεταξία Τσιτσοπούλου συγκαταλέγεται σ’ αυτή την εκλεκτή συντροφιά». Και αμέσως συνεχίζει: «Έσπευσε να δημοσιεύσει τα σημαντικότερα συμπεράσματα των ανασκαφών της που έχουν ενταχθεί στις σοβαρότερες συζητήσεις περί “Μινωικής” Κρήτης».
Τα λόγια του επαληθεύουν οι μονογραφίες και τα περίπου 90 άρθρα της (βλ. academia.edu). Ο ιστότοπος του Πετρά Σητείας (www.petras-excavations.gr) προσφέρει περισσότερες πληροφορίες και για την ίδια –μαθαίνουμε ότι είναι παντρεμένη με τον καθηγητή David Rupp, Διευθυντή του Καναδικού Ινστιτούτου στην Ελλάδα–, αλλά κυρίως για τις ανασκαφές και τις άλλες εξωστρεφείς δράσεις της στην ανατολική Κρήτη. Φανατική αρχαιολόγος της Υπηρεσίας, με μεταπτυχιακές έρευνες στην Αγγλία, την Ιταλία και τις ΗΠΑ, κινήθηκε πάντα σε διεπιστημονικές και πολυεθνικές ομάδες.
Στο περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες, έχει δημοσιεύσει τρία άρθρα: «Μια γαλλική περίπτωση και μερικά δικά μας» (τχ. 17, Νοέμ. 1985), «Αρχαιολογία και τηλεόραση» (τχ. 24, Σεπτ. 1987) και «Μινωικά ευρήματα στην πόλη της Σητείας: Οι έρευνες των πέντε τελευταίων ετών» (τχ. 28, Σεπτ. 1988). Τα δύο πρώτα έχουν και σαφές κοινωνικό πρόσημο: Μήπως ήρθε η ώρα για μερικά ανοίγματα των αρχαιολόγων προς το κοινό; Πώς παρουσιάζονται οι αρχαιότητες στους Έλληνες και πώς αυτοί τις προσλαμβάνουν;
Ο ανασκαφέας, ισχυρίζεται, έχει δύο ισομεγέθεις ηθικές υποχρεώσεις: την επιστημονική δημοσίευση των ευρημάτων του και την απόδοση των πορισμάτων της έρευνάς του στο κοινό. Η ίδια δεν αρκέστηκε να αναδείξει τον Πετρά σε σημαντικό κέντρο της Προανακτορικής περιόδου και να τον εντάξει άμεσα στη διεθνή βιβλιογραφία. Δεν θα τον εγκατέλειπε πριν δημιουργήσει εκεί ένα αρχαιολογικό πάρκο.
Οι ανασκαφές της εμπλούτισαν με μοναδικά ευρήματα την προϊστορική έρευνα στην Κρήτη: Αποκάλυψε έναν οικισμό της Τελικής Νεολιθικής και της Πρώιμης Μινωικής σε στρωματογραφική ακολουθία. Ένα μυκηναϊκού τύπου διπλό οχυρωματικό τείχος της Ύστερης Μινωικής ΙΙΙΒ περιόδου (13ος αι. π.Χ.) κοντά στην αρχαία παραλία. Ένα ιερογλυφικό Αρχείο, το δωμάτιο εργασιών του οποίου έχουμε τη δυνατότητα, για πρώτη φορά στη Μινωική Αρχαιολογία, να το αναπλάσουμε. Και ένα μοναδικό στην Κρήτη, κυρίως λόγω διαστάσεων, πρωτοανακτορικό οχυρωματικό τείχος με πύργους.
Τόσο ως αρχαιολόγος πεδίου όσο και ως αρχαιολόγος του Υπουργείου ξεδίπλωσε τα επιστημονικά και διοικητικά της ταλέντα: Οργάνωσε δύο διεθνή συμπόσια για τον Πετρά και επιμελήθηκε τα Πρακτικά τους. Το πρώτο, «συνειδητή πράξη αντίστασης στην κρίση», γιόρτασε τα 25 χρόνια ανασκαφών (Petras, Siteia – 25 years of excavations and studies. Acts of a two-day conference held at the Danish Institute at Athens, 9-10 October 2010. Monographs of the Danish Institute at Athens, vol. 16, Athens 2012.). Υπό έκδοση βρίσκονται τα Πρακτικά του δεύτερου συμποσίου με θέμα: «The Pre- Protopalatial Cemetery in context», ενώ πρόσφατα δημοσίευσε με οκτώ συνεργάτες τον Τομέα Ι του οικισμού του Πετρά (Petras, Siteia, Sector I).
Έχει επίσης οργανώσει ένα διεθνές συνέδριο για την ψηφιακή κληρονομιά (Digital Heritage in the New Knowledge Environment: Shared spaces and open paths to cultural content, 31.10.08-02.11.2008. Athens 2008), του οποίου και επιμελήθηκε τα Πρακτικά, όπως επιμελήθηκε και τον Κατάλογο της έκθεσης που διοργάνωσε για το «Ιστορικό Αρχείο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας». Θα πρέπει όμως να της πιστώσουμε τη διοργάνωση και άλλων εκθέσεων αλλά και το πλήθος των διαλέξεων που έχει δώσει. Συνταξιοδοτήθηκε από το ΥΠΠΟ ως Επίτιμη Διευθύντρια Εθνικού Αρχείου Μνημείων. Και παραμένει, βέβαια, Διευθύντρια ανασκαφών Πετρά και Χαλασμένου στο Λασίθι Κρήτης.
Αγγελική Ροβάτσου: Κυρία Τσιποπούλου, διαβάζοντάς σας, σχημάτισα την εντύπωση ότι είστε μια εξαιρετικά μεθοδική αρχαιολόγος που, επιπλέον, δεν επιδιώκει τη δημιουργία εντυπώσεων.
Μεταξία Τσιποπούλου: Ευχαριστώ για τα καλά λόγια σας. Προσπαθώ να είμαι μεθοδική και πιστεύω ότι δεν επιδιώκω τη δημιουργία εντυπώσεων γύρω από τα ευρήματά μου.
Α.Ρ.: Το κατάλαβα εκεί που λέτε ότι, ενώ η τοπογραφία του Πετρά ήταν παρόμοια με εκείνη των Γουρνιών, και θεωρούσατε πιθανή την ύπαρξη κεντρικού κτηρίου ανακτορικού χαρακτήρα στο τεχνητό πλάτωμα του λόφου, εσείς θέσατε ως προτεραιότητά σας την καλή γνώση της τοπογραφίας και της στρωματογραφίας, καθώς και την εξοικείωση με τις διάφορες κατηγορίες ευρημάτων. Δηλαδή, από το 1985 που άρχισε η ανασκαφή στο Λόφο I, αφήσατε να κυλήσουν πέντε χρόνια πριν αρχίσετε, το 1990, την ανασκαφή του ανακτόρου.
Μ.Τ.: Ναι, ήταν μια συνειδητή στρατηγική ερευνητική επιλογή.
Α.Ρ.: Για πείτε μας, πώς βρεθήκατε στον Πετρά;
Μ.Τ.: Ήμουν αναπληρώτρια προϊσταμένη της ΚΕ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στα Χανιά, όταν μετατέθηκα στην ανατολική Κρήτη. Έχοντας ήδη περάσει ένα χρόνο στον Άγιο Νικόλαο, το 1984, ο Προϊστάμενος της ΚΔ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων επέλεξε ως έδρα μου τη Σητεία, η οποία πρέπει να ήταν τότε η πλέον απομακρυσμένη από λιμάνι και αεροδρόμιο πόλη σε ολόκληρη την Ελλάδα, 150 χλμ. ανατολικά του Ηρακλείου. Αλλά καθώς η Κρήτη και η κρητική αρχαιολογία ήταν για μένα απόφαση ζωής σκέφτηκα ότι «αν η Κρήτη μου πρέπει να λέγεται Σητεία, Σητεία θα είναι». Δεν μου είναι εύκολο να εκφράσω με λόγια το πόσο σημαντική είναι για μένα η Κρήτη. Φθάνοντας στην ανατολική Κρήτη μελέτησα τη βιβλιογραφία και, όταν βρέθηκα στη Σητεία, άρχισα να περπατάω και να γνωρίζω τους αρχαιολογικούς χώρους από κοντά. Ήμουν 30 χρονών. Πήγα και στον Πετρά, περπάτησα το λόφο και διαπίστωσα ότι σώζονταν πάρα πολλά επιφανειακά λείψανα, όστρακα και τοίχοι. Ζήτησα στη συνέχεια από τον Προϊστάμενο της Εφορείας, Κωστή Δαβάρα, την άδεια και μια μικρή χρηματοδότηση για να κάνω μερικές δοκιμαστικές τομές στον Πετρά. Πρόθυμα με βοήθησε, αλλά θεώρησε υποχρέωσή του να με προειδοποιήσει ότι, ήδη από το 1900, ο Άγγλος αρχαιολόγος R.C. Bosanquet, ο πρώτος (επί ένα τριήμερο) ανασκαφέας του χώρου, είχε δημοσιεύσει ότι ο Πετράς, αν και έπρεπε να είχε υπάρξει σημαντικότατο λιμάνι στους προϊστορικούς χρόνους, δυστυχώς είχε ολοσχερώς καταστραφεί. Ανήκε σε κάτι «μουσουλμάνους», έγραφε – εννοούσε Τουρκοκρητικούς. Ανήκε, λοιπόν, σε αυτούς και το 1897 είχαν βάλει εργάτες οι οποίοι τον ξεπάτωσαν τον Πετρά, πήραν τις πέτρες από παντού. Εξ ου και Πετράς. Και ο Bosanquet προχώρησε προς το Παλαίκαστρο, γιατί ήταν εκεί η μοίρα του, κι έσκαψε το Παλαίκαστρο, ένα σπουδαίο οικισμό είκοσι χιλιόμετρα ανατολικότερα.
Στον Κωστή Δαβάρα απάντησα ότι ναι μεν γνώριζα το άρθρο του Bosanquet στο BSA, αλλά πίστευα και στα μάτια μου, και αυτό που έβλεπα ήταν σημαντικά μινωικά λείψανα. Ο Δαβάρας μου ευχήθηκε να ανακαλύψω «τα νέα Γουρνιά». Πιστεύω ότι δεν τον απογοήτευσα.
Με ελάχιστα χρήματα και τρεις εργάτες ξεκινήσαμε το 1985 από την πλαγιά, χαμηλά, και ανασκάψαμε για πέντε χρόνια το λεγόμενο «Σπίτι 1». Την πρώτη μέρα της ανασκαφής, στην τομή Α, ήρθε στο φως το χείλος ενός λίθινου αντικειμένου, με πάχος 7 εκ. και διάμετρο γύρω στα 55 εκ. Επρόκειτο για ληνό (πατητήρι σταφυλιών) μονολιθικό, που σωζόταν ακέραιος, κατά πάσα πιθανότητα το μεγαλύτερο σωζόμενο μινωικό λίθινο αγγείο. Ήταν στην αρχική του θέση, πάνω σε πλακόστρωτο δάπεδο. Το «Σπίτι 1» ήταν ένα επιφανές κτήριο της Νεοανακτορικής περιόδου. Στη συνέχεια ανέσκαψα το «Σπίτι 2», λίγο χαμηλότερα στην πλαγιά του λόφου, της ίδιας περιόδου. Το 1987 ξεκινήσαμε δοκιμαστικές τομές σε διάφορα σημεία του λόφου, κατ’ εντολήν του Υπουργείου εν όψει της απαλλοτρίωσης. Το 1989 ξεκίνησε η ανασκαφή των μεγάλων αποθηκών του ανακτόρου, που ολοκληρώθηκε το 1990, οπότε και ξεκίνησα την ανασκαφή του πλατώματος όπου το κύριο τμήμα του ανακτόρου. Από το 1987 εξασφάλισα τη χρηματοδότηση της ανασκαφής από το αμερικανικό Ίδρυμα Institute for Aegean Prehistory (INSTAP), η συμβολή του οποίου στην εξέλιξη της Ελληνικής Προϊστορικής Αρχαιολογίας είναι ανεκτίμητη, καθώς έχει χρηματοδοτήσει ουσιαστικά όλες τις ανασκαφές, ελληνικές και ξένες, και τις μελέτες-δημοσιεύσεις στην Ηπειρωτική Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη και τη Δυτική ακτή της Μικράς Ασίας [Μ. Τσιποπούλου, «Ινστιτούτο Αιγαιακής Προϊστορίας: Ένας ουσιαστικός παράγων για την εξέλιξη της αρχαιολογικής έρευνας στην Ελλάδα», στο Ε. Σημαντώνη-Μπουρνιά, Ε. Γερούση, Ο. Κακαβογιάννη (επιμ.), Δημοσιεύματα της Ένωσης Αρχαιολόγων Ελλάδας ΗΩΣ, αρ. 1, 2014, σ. 117-124].
Ο Λόφος Ι του Πετρά είχε κατοικηθεί συνεχώς από την Πρωτομινωική ΙΙ εποχή, δηλαδή από το 2800 π.Χ., μέχρι το 1200 π.Χ., το τέλος της Υστερομινωικής ΙΙΙβ, ενώ υπάρχει και σποραδική ανακατάληψη τον 12ο αιώνα, στην Υστερομινωική ΙΙΙΓ. Καταλαβαίνετε πόσο σύνθετη ήταν η αλληλουχία των αρχαιολογικών επιχώσεων. Κάτω από το ένα κτήριο υπήρχαν τα μερικώς σωζόμενα λείψανα ενός άλλου και παρακάτω ενός άλλου, μέχρι την επιφάνεια του φυσικού βράχου, λαξευμένου για να υποδεχτεί θεμέλια.
Εξ αρχής η στρατηγική μου ήταν όχι να αποκαλύψω σε μεγάλη έκταση τον οικισμό της Νεοανακτορικής περιόδου, του οποίου ορατά λείψανα σώζονταν στην επιφάνεια, σε πολλά σημεία του λόφου, αλλά να ερευνήσω αυτή τη φάση επιλεκτικά και στη συνέχεια να προχωρήσω σε βαθιές στρωματογραφικές τομές –οι οποίες μετά την τεκμηρίωσή τους καλύφθηκαν– για να διαπιστωθεί η παλαιότερη ιστορία του χώρου, να κατανοηθεί δηλαδή ο Πετράς διαχρονικά. Δεν μ΄ενδιέφερε να δηλώσω: «Έχω σκάψει είκοσι στρέμματα, ιδού μια πόλη τεράστια». Γνωρίζω ότι αυτή η πόλη υπάρχει, απλώς δεν θα την ανασκάψω εγώ.
Α.Ρ.: Θα ήθελα να παρατηρήσω και κάτι άλλο: Πέραν του ότι δημοσιεύετε στα αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, μου έκανε εντύπωση και το γεγονός ότι έχετε συχνά συνεργαστεί στις ανασκαφές σας με αλλοδαπούς συναδέλφους σας, ενώ με άλλους έχετε κάνει κοινές δημοσιεύσεις.
Μ.Τ.: Αυτό είναι πλέον κοινός τόπος στην Αρχαιολογία. Ίσως επειδή έμαθα από μικρή ξένες γλώσσες, και μάλιστα πήγα σε ξένο σχολείο, στην Ιταλική Σχολή Αθηνών, όταν ήμουνα στο Πανεπιστήμιο με έστειλαν για πρακτική εκπαίδευση σε συστηματικές ανασκαφές Ξένων Σχολών. Ήμουν πραγματικά πολύ τυχερή γιατί αρχικά πήγα στη «Σπηλιά του Κίτσου» στο Λαύριο, μια νεολιθική ανασκαφή με την Nicole Lambert. Σε μια τέτοια ανασκαφή εξοικειώνεσαι με τη στρωματογραφία, καθώς τα ευρήματα δεν είναι τόσο εντυπωσιακά όσο σε νεότερες εποχές, μαθαίνεις πραγματικά να σκάβεις προσέχοντας και την παραμικρή αλλαγή του χώματος. Πολύ σημαντική μαθητεία. Την επόμενη χρονιά βρέθηκα στη Φυλακωπή με τον Colin Renfrew και μια αμιγώς αγγλική ομάδα – ούτως ή άλλως καταπληκτική ανασκαφή και εξαιρετική εμπειρία. Ξεκίνησα κάνοντας επί 15 μέρες flotation, δηλαδή ήμουν στον ήλιο και έτριβα με τα χέρια το χώμα να περνάει από νεροκόσκινο, σπάνιο να αντέξει φοιτητής τόσες μέρες. Στο τέλος ο Renfrew, εκτιμώντας την αντοχή και την επιμονή μου, μου έδωσε μια καλύτερη θέση, σε μια στρωματογραφική τομή η οποία είχε πέντε μέτρα βάθος, γιατί η πόλη είναι σχηματισμένη από αρχαιολογικές επιχώσεις, όπου ήμουν βοηθός του περίφημου Sinclair Hood! Τρελάθηκα από τη χαρά μου. Εικοσιενός χρονών, έγραφα καρτελάκια για τον Hood, ο οποίος μου μιλούσε συνέχεια, δεν φαντάζεστε πόσα πράγματα έμαθα κοντά του. Είχα όμως ήδη διαβάσει και ορισμένα βιβλία μεθόδου ανασκαφής. Έτσι ξεκίνησα.
Α.Ρ.: Όταν φοιτούσατε στο Καποδιστριακό, είχατε το «όραμα» να πάτε στην Κρήτη ή η Κρήτη προέκυψε από κάποια συγκυρία; Πώς έγινε;
Μ.Τ.: Καμία συγκυρία. Όταν ήμουνα 9 ετών, δήλωσα στους γονείς μου ότι θα γίνω αρχαιολόγος. Τελειώνοντας τη Β’ Γυμνασίου, πριν φύγουμε για διακοπές, πήγαμε με τη μητέρα μου στο «Βιβλιοπωλείον της Εστίας» να αγοράσουμε βιβλία για το καλοκαίρι. Εκεί είδα το βιβλίο του Στυλιανού Αλεξίου, Μινωικός πολιτισμός, με μια κόκκινη ταινία που έγραφε: «Μόλις εκυκλοφόρησε». Και αφού αγοράσαμε διάφορα από τα γνωστά μυθιστορήματα της Εστίας, παρά τις προφανείς αντιρρήσεις της μητέρας μου, πήραμε και τον Μινωικό Πολιτισμό, τον διάβασα και αποφάσισα να γίνω μινωικός αρχαιολόγος. Το ανέφερα αυτό πολύ αργότερα στον Αλεξίου και συγκινήθηκε πάρα πολύ. Με ρώτησε αν είχα ακόμα αυτή την πρώτη έκδοση και του απάντησα ότι την έχω διαλύσει από το πολύ διάβασμα. Λίγο αργότερα έλαβα με αφιέρωση ένα δικό του αντίτυπο από την πρώτη αυτή έκδοση του βιβλίου του! Σκεφθείτε ότι δεν περιελάμβανε το ανάκτορο της Ζάκρου. Ήταν σπουδαίος άνθρωπος ο Αλεξίου, πάρα πολύ γενναιόδωρος, gentleman.
Α.Ρ.: Μα δεν το έλεγε και η φυσιογνωμία του;
Μ.Τ.: Ξέρετε, αν και δεν ήμουν παρά μια πολύ νέα αρχαιολόγος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, εκείνος παρακολουθούσε εξ αρχής την πορεία μου, ενώ δεν είχα πάει ποτέ να τον δω, ντρεπόμουνα πάρα πολύ, αλλά με γνώρισε από τα γραπτά μου, ήξερε ότι δουλεύω στη Σητεία και μου έγραφε «Συγχαρητήρια», για διάφορα ευρήματά μου, στην Αγία Φωτιά Σητείας αρχικά (Metaxia Tsipopoulou, Archaeological Survey at Aghia Photia, Siteia. Paul Ǻströms förlag, Partille Sweden 1989. Studies in Mediterranean Archaeology and Literature, Pocket-books, αρ. 76), της οποίας το τείχος επιβεβαίωνε τις δικές του απόψεις για τα προανακτορικά τείχη της Κρήτης, και πολύ αργότερα για το ιερό των θεαινών με υψωμένα χέρια στον Χαλασμένο Ιεράπετρας. Ήταν πολύ συγκινητικά αυτά για μένα και οπωσδήποτε αποτέλεσαν σπουδαία μαθήματα ζωής, που προσπάθησα, μεγαλώνοντας, να τα εφαρμόσω στις σχέσεις μου με τους νεότερούς μου.
Α.Ρ.: Για να γυρίσουμε σε σας, είχατε επομένως φλόγα και στόχο εξαρχής.
Μ.Τ.: Ναι. Όσο ήμουν φοιτήτρια δεν έβλεπα την ώρα να πάω στην Κρήτη. Πρωτοπήγα όταν τελείωσα το Πανεπιστήμιο, τον Δεκέμβριο του ’74. Τελείωσα τον Ιούνιο και ξεκίνησα να δουλεύω πριν κλείσω τα 22 μου χρόνια. Τότε υπήρχε αυτή η δυνατότητα να προσλαμβάνουν τους λεγόμενους έκτακτους ωρομίσθιους. Ο τότε Προϊστάμενος της Εφορείας Κυκλάδων, ο Γιάννης Τζεδάκις, που με είχε γνωρίσει στη Φυλακωπή, μου πρότεινε να πάω για ένα μήνα στο Μουσείο Χανίων, να κάνω για λογαριασμό του καταγραφή ενός υλικού που μελετούσε. Έτσι πήγα στα Χανιά, Δεκέμβριο μήνα, με μια πλεκτή ζακετούλα, γιατί νόμιζα ότι ο καιρός στην Κρήτη είναι όπως στην Αίγυπτο (!), και βέβαια είχε βροχή και κρύο φοβερό.
Α.Ρ.: Πριν μας πείτε περισσότερα για τον Πετρά, θα ήθελα να σας κάνω μια διπλή ερώτηση που αφορά την περιοδολόγηση. Πρώτα, για τη διαφορά μεταξύ σχετικής και απόλυτης χρονολόγησης, αν η επιλογή έχει κάποιο θεωρητικό υπόβαθρο. Και μετά είναι και κάτι άλλο που, επειδή τώρα το σκέφτομαι για πρώτη φορά, θα βαδίσω ψηλαφητά: η περιοδολόγηση της Μινωικής Κρήτης στηρίζεται στον Μίνωα, ένα πλάσμα μυθικό. Δεν είναι κάπως περίεργο αυτό;
Μ.Τ.: Θα σας πω. Ο Evans δεν ανακάλυψε απλώς, αλλά στην ουσία εφηύρε, τρόπον τινά, τον Μινωικό πολιτισμό. Δηλαδή του έδωσε υπόσταση, η οποία αντλούσε τόσο από αυτά που έβλεπε και ανέσκαπτε, όσο και από τα θεωρητικά σχήματα που είχε ο ίδιος φτιάξει στο μυαλό του λόγω της παιδείας του. Ο Evans, όταν παρουσίασε τον Μινωικό πολιτισμό στο Πρώτο Διεθνές Αρχαιολογικό Συνέδριο που έγινε στην Αθήνα το 1905, τον χώρισε σε περιόδους, Πρωτομινωική, Μεσομινωική και Υστερομινωική, εφήρμοσε δηλαδή το λεγόμενο «τριπλό σύστημα», που ισχύει και σε άλλες επιστήμες, στηριζόμενος στη χρονολόγηση της Αιγύπτου: Αρχαίο, Μέσο και Ύστερο Βασίλειο. Η αντιστοιχία ξεκίνησε με τα αιγυπτιακά αντικείμενα που είχαν βρεθεί στην Κρήτη. Κάπως έτσι άρχισε η απόλυτη χρονολόγηση. Τα τελευταία περίπου 40 χρόνια υπάρχουν και οι μέθοδοι των φυσικών επιστημών, όπως για παράδειγμα η μέθοδος του άνθρακα 14 (C-14), οι οποίες είναι χρήσιμες, ιδιαίτερα στις πολύ αρχαίες προϊστορικές περιόδους, στην Εποχή του Λίθου. Δυστυχώς οι μέθοδοι αυτές δεν έχουν ακόμα επιτύχει την εξαιρετική ακρίβεια, δηλαδή στις περισσότερες περιπτώσεις δεν μπορούν να προσεγγίσουν παρά τα ±50 χρόνια ή και παραπάνω, παρουσιάζουν όμως και άλλα προβλήματα, όπως τη μόλυνση των οργανικών δειγμάτων με νεότερα οργανικά υλικά. Για το λόγο αυτό η δειγματοληψία πρέπει να γίνεται από κλειστά ανασκαφικά στρώματα, στις σπηλιές, για παράδειγμα, είναι πιο ασφαλής. Το κύριο εργαλείο μας για τη χρονολόγηση και την κατάταξη των περιόδων του παρελθόντος είναι η στρωματογραφία και, σιγά-σιγά, στα εκατό χρόνια από τη γέννηση της Μινωικής Αρχαιολογίας, έχει πλέον δημιουργηθεί ένα αρκετά σταθερό και ασφαλές χρονολογικό πλέγμα. Η στρωματογραφία συνδυάζεται με την εξέλιξη της κεραμικής, επειδή, ευτυχώς, η κεραμική είναι κάτι το οποίο αλλάζει γρήγορα ως τυπολογία, αφήστε που τα πήλινα αγγεία σπάνε εύκολα και αντικαθίστανται με άλλα. Όταν γνωρίζουμε ότι το βαθύτερο στρώμα, δηλαδή το παλαιότερο, έχει την τάδε κεραμική, ενώ το ανώτερο-νεότερο έχει άλλη κεραμική, διαπιστώνεται η εξέλιξη. Έτσι ξεκίνησε ο Evans, κατασκευάζοντας τυπολογίες της κεραμικής. Πολλές κρητικές θέσεις, ανάμεσά τους και η Κνωσός, ξεκινούν από τη Νεολιθική περίοδο και φτάνουν ουσιαστικά μέχρι τη σύγχρονη εποχή, ή πάντως πολύ νεότερες εποχές.
Η κατοίκηση του Πετρά, συνολικά, ξεκίνησε στο Λόφο ΙΙ στην Τελική Νεολιθική, γύρω στο 3200 π.Χ. και συνεχίστηκε αδιάκοπα στους δύο λόφους μέχρι τον 12ο αιώνα π.Χ. Στη συνέχεια, πάνω στο πλάτωμα του ανακτόρου, εγκαταστάθηκε νεκροταφείο της Μέσης Βυζαντινής περιόδου, 12ος-13ος αιώνας, και στους πρόποδες του λόφου ο παραδοσιακός οικισμός από τον 17ο αιώνα και εξής. Σε άλλες θέσεις η κατοίκηση υπήρξε συνεχής και η στρωματογραφία αδιάλειπτη. Εξ άλλου οι νεότερες θεμελιώσεις κτηρίων καταστρέφουν συχνά τα λείψανα των παλαιότερων εποχών, σε εποχές όμως που δεν υπήρχαν μηχανικοί εκσκαφείς, οι καταστροφές αυτές συνήθως δεν είναι ολοκληρωτικές. Η στρωματογραφία, τεχνική που προέρχεται από τη γεωλογική έρευνα, δεν ήταν δεδομένη ως μέθοδος, όταν ξεκίνησαν οι αρχαιολογικές έρευνες στην Κρήτη στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο Evans υπήρξε πρωτοπόρος και στο πεδίο αυτό.
Η περιοδολόγηση λοιπόν της μινωικής –και όχι μόνο– αρχαιολογίας έχει γίνει με βάση τη στρωματογραφία. Καθώς βρέθηκαν στην Κνωσό (και αλλού) αντικείμενα εισηγμένα από την Αίγυπτο και άλλες περιοχές, τα οποία ήταν καλά χρονολογημένα –διότι οι ανατολικοί αυτοί πολιτισμοί χρησιμοποιούσαν τη γραφή για να γράφουν ιστορικά στην ουσία κείμενα– είχε ήδη δημιουργηθεί εκεί ένα σύστημα απόλυτης χρονολόγησης. Ο Νικόλαος Πλάτων, αργότερα, διατηρώντας το σύστημα του Evans, πρότεινε ένα δεύτερο, βασισμένο στα ανάκτορα, τα οποία αποτελούν τον βασικό άξονα της μινωικής αρχαιολογίας: Προανακτορική, Παλαιοανακτορική, Νεοανακτορική και Μετανακτορική εποχή. Επειδή η Κνωσός είχε καταληφθεί από τους Μυκηναίους, υπήρξε εκεί μια μυκηναϊκή δυναστεία και έχουν βρεθεί και πινακίδες Γραμμικής Β, υπάρχει εκεί και η Τελική Ανακτορική περίοδος, δηλαδή μια ενδιάμεση φάση μετά το τέλος της Νεοανακτορικής, όταν καταστράφηκαν τα μινωικά ανάκτορα.
Α.Ρ.: Επιτρέψτε μου να επιμείνω: αυτή η «μινωική» περιοδολόγηση δεν σας φαίνεται προβληματική; Δηλαδή: Όταν λέμε «Εποχή του Χαλκού», καταλαβαίνουμε αυτομάτως ότι μιλάμε για μια χρονική περίοδο που καθορίζεται από την εισαγωγή του χαλκού και της τεχνολογίας του. Όταν ο Ν. Πλάτων χρονολογεί με βάση τα ανάκτορα, φτιάχνει όρους που επίσης μεταφέρουν μια χειροπιαστή, ιστορική πληροφορία. Από τον όρο «Μεσομινωική περίοδος» όμως, τι καταλαβαίνουμε πέρα από το ότι αυτή η περίοδος βρίσκεται ανάμεσα σε μια προηγούμενη και μια επόμενη; Χρόνος μετέωρος. Ο James Whitley γράφει ότι «φανταζόμαστε τους “Μινωίτες” ως ένα ομοιογενή λαό με συνεκτική ταυτότητα». Μήπως η περιοδολόγηση έχει μέρος της ευθύνης;
Μ.Τ.: Όλη η Μινωική εποχή είναι η Εποχή του Χαλκού στην Κρήτη. Μετά το τέλος της ξεκινάει η Εποχή του Σιδήρου, έχουμε τα πρώτα σιδερένια αντικείμενα στην Κρήτη από τον 11ο αιώνα ή λίγο νωρίτερα. Η Μινωική εποχή, επομένως, διαρκεί από το 3000 μέχρι το 1100 π.Χ. και κάπως έπρεπε να χωριστεί. Ο πολιτισμός δεν είναι ενιαίος, εξελίσσεται, αλλάζει, όλες αυτές τις αλλαγές προσπαθούμε να κατανοήσουμε σκάβοντας και μελετώντας. Όταν όμως κάνουμε μια διάλεξη που ξέρουμε ότι δεν απευθύνεται αποκλειστικά σε συναδέλφους, ή, αν γράφουμε έναν Οδηγό για τους επισκέπτες ενός αρχαιολογικού χώρου ή Μουσείου, λέμε π.χ.: «Αυτό χρονολογείται στην Πρωτομινωική εποχή, δηλαδή από το 2800 μέχρι το 2500 π.Χ.». Γενικά, οι προϊστορικοί αρχαιολόγοι προτιμούμε να χρησιμοποιούμε σχετικές χρονολογήσεις στις δημοσιεύσεις μας. Πάντως υπάρχουν πίνακες που δίνουν τις αντιστοιχίες με τις απόλυτες χρονολογήσεις.
Α.Ρ.: Γράψατε για το περιοδικό Athena Review ένα άρθρο πολύ ωραίο και, κατά τη γνώμη μου, καθόλου εκλαϊκευτικό («The Minoan Palace at Petras, Siteia (Eastern Crete)» Athena Review, Quarterly Journal of Archaeology, History and Exploration, τόμ. 3, αρ. 3, 2003: Αφιέρωμα: Palaces and Villas of Minoan Crete: New Interpretations), στο οποίο πρόσεξα ότι, πλάι στις περιόδους, σημειώνετε σε παρένθεση και τον αντίστοιχο αιώνα. Επειδή δεν σας έχω δει να το ξανακάνετε, υπέθεσα ότι σας το ζήτησαν από το περιοδικό.
Μ.Τ.: Ναι, βεβαίως, επειδή η δημοσίευση απευθυνόταν στο ευρύ κοινό.
Α.Ρ.: Όταν η διδακτορική σας διατριβή έγινε βιβλίο άλλαξε και τίτλο. Τι σηματοδοτεί αυτή η αλλαγή; Ας πούμε, γιατί η «ετεοκρητική περιοχή» έγινε «ανατολική Κρήτη»;
Μ.Τ.: Το 1979, μόλις πέρασα το διαγωνισμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, άρχισα να ψάχνω ένα θέμα για τη διατριβή μου και απευθύνθηκα σε πρεσβυτέρους εμού αρχαιολόγους της Κρήτης για να μου παραχωρήσουν υλικό, αλλά με αποθάρρυναν. Ψάχνοντας μόνη μου στη βιβλιογραφία ανακάλυψα αυτή τη «μυστήρια» κεραμική, με την οποία δεν είχε ασχοληθεί μέχρι τότε κανείς συστηματικά.
Α.Ρ.: «Wild», «chaotic»…
Μ.Τ.: Ο J.N. Coldstream της είχε αποδώσει αυτούς τους χαρακτηρισμούς και ο ίδιος χρησιμοποίησε τον όρο «Eteocretan geometric» στο μνημειώδες βιβλίο του Greek Geometric Pottery [London 1968], στο οποίο παρουσιάζει δέκα τοπικούς κεραμικούς ρυθμούς γεωμετρικής κεραμικής των περιοχών που καλύπτει η σημερινή Ελλάδα. Στο βιβλίο αυτό αφιερώνει ένα ολιγοσέλιδο κεφάλαιο στην «ετεοκρητική κεραμική της ανατολικής Κρήτης». Ανασκαφές ελάχιστες είχαν γίνει, κυρίως στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά υπήρχε μεγάλος όγκος κεραμικής, στα Μουσεία Ηρακλείου, Αγίου Νικολάου και Σητείας, ο οποίος είχε προκύψει από λαθρανασκαφές, περισυλλογές και κατασχέσεις. Μελέτησα περίπου χίλια αγγεία. Η αρχαιότερη μνεία για τους Ετεόκρητες υπάρχει στον Όμηρο, αλλά δεν είναι σαφές ούτε σε ποια εποχή ούτε σε ποια περιοχή της Κρήτης αναφέρεται. Συγγραφείς της ύστερης αρχαιότητας, όπως ο Στράβων, ανέφεραν ότι η ετεοκρητική περιοχή βρισκόταν στην ανατολική Κρήτη, με κέντρο την Πραισό, και ότι οι κάτοικοί της έγραφαν μια μη ελληνική γλώσσα με ελληνική γραφή. Έχουν πράγματι βρεθεί πέντε-έξι τέτοιες επιγραφές στην Πραισό και στη Δρήρο.
Α.Ρ.: Κάτι σαν τα καραμανλίδικα, δηλαδή.
Μ.Τ.: Κάτι αντίστοιχο. Είχαν πάρει την ελληνική γραφή –δεν φαντάζομαι ότι δεν μιλούσαν καθόλου ελληνικά– αλλά τουλάχιστον κάποιες συγκεκριμένες επιγραφές, ίσως με ιερό περιεχόμενο, είχαν γραφεί σε άγνωστη γλώσσα. Η κεραμική της ανατολικής Κρήτης, ξεκινώντας από τον 11ο αιώνα, από την Υπομινωική φάση, μέχρι τις αρχές του 7ου, προσπαθεί να ακολουθεί την κεραμική άλλων περιοχών, τη γεωμετρική κυρίως, εφόσον προφανώς ήταν σε επαφή με άλλους τόπους του Αιγαίου, κυρίως τις Κυκλάδες αλλά και την Αττική και την Εύβοια και την Πελοπόννησο. Γνώρισαν δηλαδή γεωμετρικά εργαστήρια που έφτιαχναν τα γνωστά αγγεία, διακοσμημένα με σβάστικες, μαίανδρους και άλλα γεωμετρικά μοτίβα, είδαν και τα σχήματα των αγγείων και τη διακόσμησή τους και προσπάθησαν να τα αντιγράψουν, πλην όμως ανεπιτυχώς. Επίσης είναι πολύ ενδιαφέρον ότι ένας μεγάλος αριθμός αγγείων του 9ου και του 8ου αιώνα π.Χ. είναι χειροποίητα, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε αλλού, και δεν εννοώ μόνο το Δίπυλο, αλλά και τις Κυκλάδες, και το Άργος και την Κνωσό.
Η κεραμική είναι η ειδικότητά μου και την αγαπώ πολύ. Κατάλαβα λοιπόν από την αρχή της μελέτης ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να τραβήξουν μια ίσια γραμμή και μετέτρεπαν την κάθε ευθεία σε καμπύλη. Ξεκινούσαν, ας πούμε, να κάνουν ένα μαίανδρο, που είναι το τυπικότατο γεωμετρικό μοτίβο, και κατέληγαν σε σπείρα. Πραγματικά «chaotic». Επιπλέον δεν υπήρχαν ανασκαφικά-στρωματογραφικά δεδομένα. Ακόμα και για τις λίγες εισαγωγές από την Αττική, τις Κυκλάδες, την Εύβοια ή την Κόρινθο, ούτε καν γι’ αυτές δεν γνωρίζαμε με ποια ντόπια αγγεία είχαν βρεθεί μαζί, την ώρα που εγώ ώφειλα να εντοπίσω ποια ντόπια αγγεία είχαν επηρεαστεί από τα εισαχθέντα, τα οποία είχαν προκαλέσει μιμήσεις. Ήταν απίστευτη πρόκληση. Τα μελέτησα, τα φωτογράφισα η ίδια, τα σχεδίασα η ίδια και μετά κόλλησα τις φωτοτυπίες στους τοίχους στο σπίτι μου κι άρχισα να τα κοιτάζω. Σιγά-σιγά πιστεύω ότι κατανόησα τις εσωτερικές τους σχέσεις και έτσι έγραψα αυτό το βιβλίο.
Α.Ρ.: Τεράστιο, 600 σελίδες!
Μ.Τ.: Βγήκε μεγαλούτσικο! Πέρασα τέλος πάντων το διδακτορικό με άριστα το 1987, είχα ήδη περάσει και το διαγωνισμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας το 1979, αλλά τότε ακριβώς άλλαξε ο δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας, καταργήθηκαν τα επιστημονικά προσόντα για την κατάληψη διευθυντικών θέσεων, όπως και ο τίτλος «Έφορος», για τον οποίο πριν χρειαζόταν απαραίτητα το διδακτορικό δίπλωμα. Έτσι δεν έγινα τότε Έφορος Αρχαιοτήτων. Είχα όμως μια διατριβή, γραμμένη στη γραφομηχανή. Το 2004, η κυρία Αλεξάνδρα Καρέτσου, τότε Διευθύντρια του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Κρήτης, μου τηλεφώνησε και μου πρότεινε να εκδώσει ένα βιβλίο μου. Ο σύζυγός μου με παρότρυνε να ξαναπιάσω και να ξαναγράψω ουσιαστικά τη διατριβή μου, και είμαι ευγνώμων στην κα Καρέτσου που αποδέχθηκε την έκδοσή της και βοήθησε πάρα πολύ να γίνει ένα βιβλίο άρτιο εκδοτικά. Οι πολλοί πίνακες του βιβλίου, σχέδια σε κλίμακα 1:1 που είχαν φωτογραφηθεί για την παρουσίαση της διατριβής μου στο Πανεπιστήμιο, έπρεπε πλέον να σκαναριστούν κ.ο.κ. Εξ άλλου υπήρχαν αρκετά νέα ευρήματα και δημοσιεύσεις που έπρεπε να περιληφθούν στο βιβλίο, γι’ αυτό και ξαναγράφηκε από την αρχή, σε υπολογιστή πλέον, μεγαλώνοντας αρκετά σε όγκο.
Όπως έγραψα τότε στον Πρόλογο του βιβλίου, ο όρος «ετεοκρητική περιοχή» αναφέρεται σε γεωγραφική ενότητα και χρησιμοποιείται από αρχαίους συγγραφείς. Την αλλαγή του πρότεινε η κα Καρέτσου, ώστε να είναι πιο κατανοητό ότι πρόκειται για την ανατολική Κρήτη. Η μελέτη αφορά σε όλη την ανατολική Κρήτη, από τη Ζάκρο μέχρι τη Δρήρο.
Α.Ρ.: Ο πρόλογος του James Whitley, πέραν του ότι σας εκθειάζει, είναι ένα αριστουργηματικό κείμενο, πολύ διδακτικό, που προδίδει αγάπη, σοφία και εποπτεία.
Μ.Τ.: Ο Whitley ήταν τότε Διευθυντής της Βρετανικής Σχολής, ανασκαφέας και μελετητής της Πραισού και, κυρίως, ο κατ’ εξοχήν ειδικός για την εποχή.
Α.Ρ.: Γράφει, λοιπόν, ο Whitley, ότι το βιβλίο σας ξεπερνά κατά πολύ έναν κατάλογο που διαπραγματεύεται τη χρονολόγηση της κεραμικής της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου από τις περιοχές Μιραμπέλλου, Ιεράπετρας και Σητείας του νομού Λασιθίου. Ξεπερνώντας αυτό το πρώτο επίπεδο, εσείς εμπλέκεστε με αξιώσεις σ’ αυτό που τράβηξε στην περιοχή τους μελετητές ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα: η φήμη της στην αρχαιότητα ως εστίας των Ετεοκρητών. Την ύπαρξή τους επιβεβαίωσαν οι λεγόμενες «ετεοκρητικές επιγραφές» που ανακαλύφθηκαν στην Πραισό και στη Δρήρο. «Προφανώς», συνεχίζει ο Whitley, ο οποίος δεν παύει να επιβραβεύει τη συνετή σας επιφυλακτικότητα, «η Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου είναι εκείνη που μεσολαβεί ανάμεσα στους “Ετεόκρητες” της γραπτής παράδοσης και στη σύγχρονη σύλληψη των “Μινωιτών”, ονομασία που σχεδόν όλοι οι μελετητές αποδίδουν στους κατοίκους της Εποχής του Χαλκού στην Κρήτη». Τι ακριβώς εννοεί μ’ αυτά τα τελευταία λόγια;
Μ.Τ.: Πρόκειται για ιδιαίτερα συντηρητική κεραμική η οποία διατηρεί οργανικά ενσωματωμένα πάρα πολλά στοιχεία του παρελθόντος. Παράλληλα επιχειρεί να είναι νεωτερική, δηλαδή γεωμετρική, να μιμηθεί τα σχήματα των αγγείων και τη διακόσμησή τους αλλά έχει τόσο βαθιά μέσα της την παλαιότερη –εκφυλισμένη, βέβαια– παράδοση, που το αποτέλεσμα ναι μεν δεν είναι επιτυχημένο, είναι όμως εξαιρετικά ενδιαφέρον γενικότερα για την κατανόηση τοπικών εργαστηρίων της εποχής, και όχι μόνο. Δηλαδή πώς γίνεται ένα εξόχως συντηρητικό εργαστήριο να προσπαθεί απεγνωσμένα να είναι νεωτερικό.
Να αναφέρω εδώ και κάτι που με έχει πραγματικά χαροποιήσει: Από την εποχή που έγραψα τη διατριβή έχουν γίνει πολλές ανασκαφές: στο Καβούσι από την Αμερικανική Σχολή, και άλλες αλλού στην ευρύτερη περιοχή, εγώ η ίδια έχω σκάψει και δημοσιεύσει μερικούς τάφους και, τώρα τελευταία, η Γαλλική Σχολή σκάβει στη Δρήρο. Παρ’ όλο που εγώ τότε δεν είχα ανασκαφικά δεδομένα, οι ανασκαφές αυτές επιβεβαιώνουν τη χρονολογική κατάταξη που είχα προτείνει, βασιζόμενη μόνο στην τυπολογική ανάλυση.
Α.Ρ.: Συνδέετε τους Ετεόκρητες με την ίδρυση νέων οικισμών σε υψηλότερες και ασφαλέστερες θέσεις κατά την ΥΜ ΙΙΙΓ και εξής. Και λέτε ότι, από τους οικισμούς που εγκαταλείφθηκαν, «ιδιαίτερα γνωστοί είναι οι ΥΜ ΙΙΙ οικισμοί αστικού χαρακτήρα, τα Γουρνιά και το Παλαίκαστρο». Θα θέλατε να μου πείτε πρώτα ποιους ονομάζουμε «οικισμούς αστικού χαρακτήρα»;
Μ.Τ.: Τους οικισμούς που έχουν πολεοδομική οργάνωση, δηλαδή δρόμους, ελεύθερους χώρους, πλατείες, κεντρικά κτήρια. Επίσης δεν διακρίνουμε χώρους για ζώα μέσα σ’ αυτούς τους οικισμούς. Δεν υπάρχουν μάντρες, ένα «αυλιδάκι», όπως λένε στην Κρήτη, ένας μικρός περιφραγμένος χώρος για να βάζουν τα όποια ζώα τους. Γνωρίζουμε ότι έτρωγαν διάφορα πουλιά (όχι κότες, έφτασαν πολλούς αιώνες αργότερα στην Ελλάδα), λαγούς, αιγοπρόβατα, γουρουνόπουλα, λιγότερο βοοειδή, πιθανώς και σκύλους. Τα πρόβατα δεν τα σκότωναν νεαρά διότι τα χρειάζονταν για το μαλλί τους.
Όσο για τα Γουρνιά και το Παλαίκαστρο, παράλιους οικισμούς αστικού χαρακτήρα, εγκαταλείφθηκαν γύρω στα μέσα του 13ου αιώνα π.Χ. Μετά την πτώση των μυκηναϊκών ανακτόρων και τις μεγάλες ανακατατάξεις στο Αιγαίο που ακολούθησαν, οι κάτοικοι σκόρπισαν και ίδρυσαν νέους, πολύ μικρότερους οικισμούς τον 12ο αιώνα π.Χ., μαζί με Μυκηναίους που ήρθαν από την κυρίως Ελλάδα και τα νησιά. Οι οικισμοί αυτοί είναι συχνά σε υψηλούς λόφους, ακόμα και σε κορυφές βουνών, για να εποπτεύουν τη θάλασσα και να προστατεύονται, επειδή προφανώς υπήρχαν πειρατές στο Αιγαίο. Όταν γκρεμίζεται ένα ισχυρό συγκεντρωτικό σύστημα, έπονται μεγάλης κλίμακας κοινωνικές αναταραχές. Κατ’ αρχήν, σημαντικό μέρος του πληθυσμού, και ιδιαίτερα όσοι ήταν συνδεδεμένοι με τα ανάκτορα, εξαθλιώνεται ενώ καινούργιες ελίτ δημιουργούνται, δηλαδή κάποιοι αναρριχώνται και αναλαμβάνουν δράση. Μερικοί απ’ αυτούς έγιναν πειρατές, πήγαιναν σε διάφορους παράλιους οικισμούς στο Αιγαίο, στην Κρήτη, στις Κυκλάδες, στην Πελοπόννησο, λήστευαν, κατέστρεφαν και κακοποιούσαν. Έτσι οι κάτοικοι των παράλιων οικισμών αναγκάστηκαν να ανέβουν σε υψηλότερες θέσεις και συχνά, ιδιαίτερα στις Κυκλάδες και λιγότερο στην Κρήτη, έκτιζαν και τείχη στους νέους αυτούς οικισμούς.
Α.Ρ.: Δεν θα είναι ασφαλώς σαν εκείνα τα μοναδικά, τα «σχεδόν κυκλώπειας δόμησης» τείχη που βρήκατε στον Πετρά;
Μ.Τ.: Τα τείχη στον Πετρά είναι πολύ παλαιότερα, από την εποχή των Παλαιών Ανακτόρων, γύρω στο 2000 π.Χ. Από την περίοδο για την οποία μιλάμε, την Υστερομινωική ΙΙΙΓ ή 12ο αιώνα π.Χ., έχω σκάψει έναν οικισμό στον Χαλασμένο της Ιεράπετρας, ο οποίος όμως δεν είχε συνέχεια. Η θέση είναι στρατηγική, ελέγχει και το Κρητικό και το Λιβυκό πέλαγος, αλλά κατοικήθηκε μόλις για 70, το πολύ 100 χρόνια και εγκαταλείφθηκε. Άλλοι οικισμοί στην περιοχή, όπως το Καβούσι και το Βρόκαστρο, συνεχίζουν έως τον 7ο αιώνα. Στον Χαλασμένο έχω σκάψει, από το 1992 έως το 2014, ολόκληρο τον οικισμό, με έκταση τέσσερα στρέμματα, ο οποίος περιλαμβάνει και ένα δημόσιο ιερό από τα λεγόμενα «των θεαινών με υψωμένα χέρια», αλλά και έναν κεραμικό κλίβανο εξαιρετικής διατήρησης. Η ανασκαφή ξεκίνησε αρχικά ως Ελληνο-Αμερικανική συνεργασία, όταν κάλεσα τον William Coulson, τότε Διευθυντή της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών, να συνεργαστούμε, αλλά δυστυχώς ο Coulson πέθανε πρόωρα το 2000, και έκτοτε συνέχισα μόνη μου. Ακριβώς δίπλα στην ανασκαφή του Χαλασμένου υπάρχει ένα πάρα πολύ εντυπωσιακό φαράγγι, ο Χας (από το «χάσμα»).
Α.Ρ.: Διάβασα για τον Χα στον Krzysztof Nowicki. Και όταν είδα τις φωτογραφίες, μ’ έπιασε πραγματικό δέος.
Μ.Τ.: Είναι συγκλονιστικό. Δεν μπορεί κανείς να περπατήσει στο φαράγγι, έχει νερό κάτω. Πολλοί έχουν αναρριχηθεί με σχοινιά και, δυστυχώς, μερικοί έχασαν τη ζωή τους.
Στην περιοχή, λοιπόν, υπάρχουν δύο δίδυμοι οικισμοί, ένας πιο χαμηλός, ο Χαλασμένος, περίπου σε υψόμετρο 400 μ., κι ο άλλος, τα Καταλείματα, που εκτείνεται σε τρεις πολύ στενές προεξοχές του κάθετου τοιχώματος του βράχου, μέσα στο φαράγγι. Τα Καταλείματα είναι ένας γνήσιος «οικισμός-καταφύγιο» (refuge settlement). Τον έχει σκάψει με τα χέρια του, και τον έχει δημοσιεύσει ο Krzysztof Nowicki, ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε ν’ ανέβει και να εργαστεί εκεί πάνω, ένας εξαιρετικός συνάδελφος, μέλος της Πολωνικής Ακαδημίας Επιστημών [Monastiraki Katalimata. Excavation of a Cretan Refuge Site, 1993-2000. Prehistory Monographs 24, INSTAP Academic Press, Philadelphia, Pennsylvania 2008. Foreword: M. Tsipopoulou].
Α.Ρ.: Ο Nowicki εφιστά την προσοχή μας στη φυσική και πολιτισμική παρουσία των Μυκηναίων εκτός Κνωσού, ανεξάρτητα δηλαδή από την ύπαρξη ενός μυκηναϊκού ανακτορικού συστήματος, και επισημαίνει ότι οι ερευνητές έχουν πλέον αρχίσει να προσμετρούν την έκταση και το βαθμό της «μυκηναιοποίησης» του νησιού.
Μ.Τ.: Ακριβώς. Όπως σας είπα, ήδη από τον 15ο αιώνα υπήρχαν Μυκηναίοι εγκατεστημένοι στην Κρήτη. Εννοείται ότι οι Μινωίτες συνέχισαν να υπάρχουν, αλλά η εξουσία είναι λίγο ως πολύ μυκηναϊκή και ο πολιτισμός είναι μικτός. Πρόκειται για τις φάσεις της Υστερομινωικής ΙΙ και ΙΙΙ (15ος-12ος αι.).
Α.Ρ.: Ο Whitley, και πάλι, επισημαίνει ότι η μελέτη της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου εγείρει το πρόβλημα της συνέχειας, ιδιαίτερα στη λατρευτική πρακτική, την οποία (αν εμπιστευτούμε τις αρχαίες πηγές), λέει, θα περιμέναμε να είναι μεγαλύτερη στην ανατολική Κρήτη απ’ ό,τι στο υπόλοιπο νησί.
Μ.Τ.: Δεν είναι!
Α.Ρ.: Γιατί;
Μ.Τ.: Αυτού του τύπου οι ερωτήσεις δεν απαντώνται. Προσπαθούμε να κατανοήσουμε τα ευρήματα, να προτείνουμε μία ή περισσότερες ερμηνείες χωρίς προκαταλήψεις και προκατασκευασμένες ιδέες. Η αρχαιολογία δεν είναι να βγάζεις πράγματα από το μυαλό σου. Είναι να προσπαθείς να δεις τι πραγματικά έχεις στη διάθεσή σου. Και να το δημοσιεύεις με μεγάλη προσοχή. Στη συνέχεια ξεκινούν τα πολλαπλά επίπεδα ερμηνειών. Ο καθηγητής μου στο Πανεπιστήμιο Σπύρος Ιακωβίδης επέμενε να μάθουν καλά οι φοιτητές του χρονολόγηση της κεραμικής.
Α.Ρ.: Κι αυτό που λέει ο Whitley, ότι δεν γνωρίζουμε πώς έγινε στην ανατολική Κρήτη το πέρασμα στις πόλεις των ιστορικών χρόνων από τις κοινωνίες που ήταν οργανωμένες γύρω από ένα μικρό ανάκτορο την Εποχή του Χαλκού (Πετράς, Ζάκρος, ίσως και Γουρνιά);
Μ.Τ.: Καταρχήν από την εποχή της πτώσης των Μινωικών ανακτόρων τον 15ο αιώνα π.Χ. μέχρι την ίδρυση των πόλεων τον 6ο αιώνα π.Χ. μεσολάβησαν πάρα πολλά, τα οποία προσπαθούμε να κατανοήσουμε μελετώντας την Ύστερη Εποχή του Χαλκού και την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου.
Ως προς τα ανάκτορα: Ο Πετράς δεν είναι μικρό ανάκτορο, ιδιαίτερα στην Παλαιοανακτορική περίοδο, και περιείχε το καλύτερα σωζόμενο αρχείο της Κρητικής Ιερογλυφικής. Επίσης ήταν το μόνο ανάκτορο της ανατολικής Κρήτης για πολλούς αιώνες. Το ανάκτορο της Ζάκρου κτίστηκε τουλάχιστον 400-500 χρόνια αργότερα, ως σημαντικός σταθμός εμπορίου, και κτίστηκε από την Κνωσό, η οποία φαίνεται πως είχε διοικητικά επικρατήσει ολόκληρης της Κρήτης τότε, στη Νεοανακτορική περίοδο. Πριν απ’ αυτό, ο Πετράς ήταν το κύριο λιμάνι για τις επαφές με την Ανατολή, ήδη από την 4η χιλιετία. Ο Πετράς συνέχισε να έχει ένα ανάκτορο μέχρι το 1450 περ. π.Χ. αλλά το κέντρο βάρους είχε πλέον μετατοπιστεί. Το εμπόριο με την Ανατολή ήταν πολύ σημαντικό για την Κρήτη, γιατί το νησί στερείται πρώτων υλών. Ο Πετράς απετέλεσε σημαντικότατο κέντρο εμπορίου γιατί η γεωγραφική του θέση είναι εξαιρετική, διέθετε και πολύ μεγάλο λιμάνι. Το λιμάνι έχει πλέον προσχωθεί, γιατί ερχόταν ποτάμι από τα νότια, η γεωλογική έρευνα όμως έχει εντοπίσει τα όρια της μινωικής ακτογραμμής. Το ασύλητο νεκροταφείο που ανασκάπτουμε τα τελευταία δέκα χρόνια δείχνει εξαιρετική ευμάρεια και πολλές σχέσεις με τόπους εντός και, κυρίως, εκτός Κρήτης. Η Ζάκρος είναι τόπος τρομερά άγονος, χωρίς εκτεταμένη καλλιεργήσιμη γη κοντά της, αλλά βρίσκεται στο ανατολικότατο άκρο της Κρήτης, στο Far East, όπως λέγεται. Ο Πετράς, εκτός του ότι είχε δύο πεδιάδες κοντά του, είχε αναπτύξει και αξιόλογη υφαντική δραστηριότητα, όπως δείχνουν τα ευρήματα, επομένως είχε και αξιόλογη κτηνοτροφία, καθώς διέθετε ενδοχώρα. Η Ζάκρος, με ένα σημαντικό ανάκτορο που εντάσσεται σε προϋπάρχοντα εκτεταμένο και καλοκτισμένο οικισμό, είναι πολύ περισσότερο ένα προκεχωρημένο φυλάκιο.
Α.Ρ.: Θα σας παρακαλούσα να μας μιλήσετε και για το Αρχείο των Ιερογλυφικών. Γράφετε ότι το «συλλάβατε» τη στιγμή της τελικής καταστροφής που ήρθε ενώ ήταν σε χρήση, δούλευαν μέσα οι δύο γραφείς, βρήκατε μάλιστα και τα «ελίτ» σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο κολατσιό τους.
Μ.Τ.: Το 1993 ολοκληρώθηκε η ανασκαφή του ανακτόρου του Πετρά, το οποίο δυστυχώς δεν σώζεται ολόκληρο, το ανατολικό του μέρος έχει καταστραφεί, και από το 1994 μέχρι το 1997 έκανα στρωματογραφικές τομές, δηλαδή τομές ή 50×50 εκ. ή 1×1 μ. σε διάφορα σημεία του ανακτόρου, όπου ήταν δυνατό να γίνει αυτό χωρίς να προκληθούν καταστροφές. Η ανασκαφή αυτών των τομών έφτασε μέχρι τον φυσικό βράχο και είχε σκοπό να εντοπίσει, αφενός, την παλαιότερη κατοίκηση στον ίδιο χώρο και, αφετέρου, παλαιότερες φάσεις του ίδιου του κτηρίου. Σκάφτηκαν περίπου τριάντα στρωματογραφικές τομές, οι οποίες τώρα έχουν σκεπαστεί. Σε μία απ’ αυτές τις σχεδιαζόμενες τομές υπήρχε ένας στύλος της ΔΕΗ και επί τρία χρόνια παρακαλούσα προφορικά και εγγράφως τη ΔΕΗ να τον μεταφέρει παρακάτω! Βρισκόταν δυτικά των αποθηκών του ανακτόρου – και τα αρχεία είναι πάντα δυτικά των αποθηκών, σε όλα τα μινωικά ανάκτορα. Επίσης σε σχεδόν επιφανειακό στρώμα είχαν ήδη βρεθεί δύο επιγραφές Γραμμικής Α. Τελικά μεταφέρθηκε ο στύλος και ξεκίνησε η ανασκαφή της τομής. Η ελπίδα μου ήταν να βρεθεί αρχείο Γραμμικής Α, δηλαδή Νεοανακτορικό, από την τελική καταστροφή του ανακτόρου. Αυτό δεν βρέθηκε, πιθανότατα γιατί είχε καταστραφεί όταν εγκαταστάθηκε το βυζαντινό νεκροταφείο πάνω από το ανάκτορο αλλά, προχωρώντας βαθύτερα, βρήκαμε το στρώμα καταστροφής του παλαιού ανακτόρου (περ. 1800 π.Χ.), που περιείχε το Αρχείο Ιερογλυφικής. Ήταν πολύ ευτυχής σύμπτωση.
Επειδή, λοιπόν, ο χώρος ήταν τόσο μικρός και ήλπιζα ότι θα έβρισκα αρχείο Γραμμικής Α, η ανασκαφή αυτή ήταν χειρουργική, σκάβαμε σε τετράγωνα 50×50 εκ. και με οδοντιατρικά εργαλεία. Έτσι σώθηκε το Αρχείο. Εάν είχαμε χρησιμοποιήσει έστω σκαλιδάκι μικρό («σκαλιδάκι» λένε το σκαλιστήρι στην Κρήτη), δεν θα είχε μείνει τίποτα. Οι πινακίδες και τα σφραγίσματα ήταν άψητα και ψήθηκαν τυχαία εξ αιτίας της πυρκαγιάς που κατέστρεψε το κτήριο. Ήταν πάρα πολύ δύσκολη ανασκαφή, δύο συντηρητές, δύο αρχαιολόγοι κι ένας αρχιεργάτης. Το Αρχείο περιείχε παραλληλεπίπεδες πινακίδες (clay bars), ενεπίγραφες από τις τέσσερις πλευρές. Μάλιστα ήταν το πρώτο τεκμήριο που ήρθε στο φως. Αναφώνησα: «Μια ιερογλυφική επιγραφή!», και τηλεφώνησα αμέσως στον φίλο και συνεργάτη μου Erik Hallager, Διευθυντή της Ελληνο-Σουηδο-Δανικής ανασκαφής στα Χανιά, αλλά και έναν από τους ελάχιστους γνώστες των μινωικών γραφών, με τον οποίο είχαμε ήδη δημοσιεύσει τα τεκμήρια Γραμμικής Α του Πετρά, για να του αναγγείλω το μεγάλο νέο. Η ανασκαφή του αρχείου έγινε το 1996 και το 1997 [ Metaxia Tsipopoulou & Erik Hallager (επιμ.), The hieroglyphic archive at Petras, Siteia. Monographs of the Danish Institute at Athens, vol. 9, Athens 2010. With contributions by Cesare D’ Annibale & Dimitra Mylona]. Να σημειώσω εδώ ότι η συντήρηση αυτού του εξαιρετικά ευπαθούς υλικού ήταν άλλος ένας άθλος και οφείλεται στον εξαιρετικά έμπειρο συντηρητή της ΚΔ’ Εφορείας Αλέκο Νικάκη.
Τα επιγραφικά τεκμήρια είναι διαφόρων ειδών. Εκτός από τις παραλληλεπίπεδες επιγραφές που προανέφερα, ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα σφραγίσματα. Δεν ξέρω αν όσοι δεν είναι ενήμεροι μπορούν να κατανοήσουν ότι αυτό που βαραίνει, αυτό που ταυτίζει ένα προϊστορικό Αρχείο, δεν είναι οι επιγραφές αλλά τα σφραγίσματα. Οι πήλινες πινακίδες είναι σημειώματα που γράφονταν την ώρα που τα εμπορεύματα έμπαιναν στις αποθήκες του ανακτόρου. Ας πούμε, στη Γραμμική Β που έχει αποκρυπτογραφηθεί, διαβάζουμε: τόσα αγγεία, δεκαπέντε μονάδες σίτου, τόσα άρματα κ.λπ. Στη συνέχεια, όταν τα προϊόντα είχαν αποθηκευτεί, οι γραφείς αναλάμβαναν να αντιγράψουν αυτές τις σημειώσεις σε περγαμηνή για το μόνιμο αρχείο, σε ρολά που δένονταν με σπάγκο και σφραγίζονταν από τους υπεύθυνους αξιωματούχους με τον σφραγιδόλιθο ή το σφραγιστικό δακτυλίδι τους. Το παράδοξο για μας είναι ότι τα μόνιμα αρχεία ήταν σε φθαρτό οργανικό υλικό και δεν σώθηκαν. Τα ρολά αυτά τοποθετούνταν στη συνέχεια σε ξύλινα ράφια, ενώ οι πρόχειρες πινακίδες μέσα σε καλάθια ή κουτιά. Το Αρχείο, επομένως, προϋποθέτει την ύπαρξη σφραγισμάτων. Αν βρεθούν μόνον πινακίδες σε μια θέση, ίσως και να είναι απλώς πρόχειρα σημειώματα που προέρχονται από κάποιο άλλο ανάκτορο. Σφραγίσματα είχαμε πολλά στον Πετρά, που φέρουν αποτυπώματα από 46 διαφορετικές σφραγίδες, δηλώνουν επομένως αρκετά περίπλοκη γραφειοκρατική ιεραρχία.
Ότι η καταστροφή από φωτιά του πρώτου ανακτόρου του Πετρά, περίπου το 1800 π.Χ., έγινε στη διάρκεια της μέρας είναι δεδομένο, διότι στο Αρχείο βρέθηκαν ημιτελείς επιγραφές και σφραγίσματα, δηλαδή κομματάκια πηλού που προετοιμάζονταν να δεχθούν σφραγίσματα. Και καθώς ο πηλός ξεραίνεται αμέσως, προφανώς δεν τα είχαν ετοιμάσει από την προηγουμένη. Σημειωτέον ακόμα ότι στο δωμάτιο του Αρχείου δεν υπήρχαν λύχνοι, η δουλειά γινόταν με το φως της μέρας. Εξ άλλου μια από τις παραλληλεπίπεδες επιγραφές έφερε σημεία μόνον στις τρεις πλευρές, ενώ η τέταρτη ήταν ακόμα κενή. Το κτήριο μάλλον άρχισε να ταρακουνιέται από το σεισμό, ίσως ξεκίνησαν οι πρώτες φωτιές και οι γραφείς εγκατέλειψαν το χώρο και τη δουλειά τους βιαστικά.
Α.Ρ.: Το βάλανε στα πόδια οι άνθρωποι.
Μ.Τ.: Πράγματι, έφυγαν μακριά από το ανάκτορο, το οποίο κατέρρευσε. Το δωμάτιο του Αρχείου ήταν στον πρώτο όροφο, υπερυψωμένο κατά περίπου δύο μέτρα από το δάπεδο του ισογείου, και, καθώς κάηκαν τα ξύλινα δοκάρια της στέγης που στήριζαν τον όροφο, κατέπεσε. Όταν οι άνθρωποι επανήλθαν για να ξανακτίσουν το ανάκτορο, έκλεισαν την είσοδο που υπήρχε στο σημείο αυτό, ό,τι είχε πέσει από τον όροφο έμεινε εκεί, αδιατάρακτο, μέχρι που φθάσαμε εμείς, μετά από 38 αιώνες. Αυτό είναι μεγάλη τύχη στην Αρχαιολογία και ονομάζεται «αδιατάρακτη επίχωση». Είχε μείνει ακριβώς όπως ήταν, ήτανε σαν χρονο-κάψουλα. Αν το κλίμα της Κρήτης το επέτρεπε, θα είχαμε και τις περγαμηνές. Σώθηκαν όμως τα σφραγίσματα. Αυτά τα κομματάκια πηλού έχουν από τη μια μεριά το αποτύπωμα του σφραγιδόλιθου ή του σφραγιστικού δαχτυλιδιού –καμιά φορά και δύο ή περισσότερα αποτυπώματα, αν έπρεπε να γίνει έλεγχος από περισσότερους αξιωματούχους– και από την πίσω όψη έχουν τα ίχνη του σπάγκου. Τις πήλινες πινακίδες, όπως σας είπα, τις τοποθετούσαν σε κουτιά ή καλάθια μέχρι να τις αντιγράψουν, τα οποία στη συνέχεια σφράγιζαν κρεμώντας μια ετικέτα, ένα δισκάριο, με την ένδειξη του περιεχομένου της συγκεκριμένης ομάδας πινακίδων. Τα δισκάρια είναι επίπεδα, μεγέθους τριών εκατοστών περίπου, και με μια τρυπούλα στο πάνω μέρος απ’ όπου περνούσε κορδονάκι. Η κρητική Ιερογλυφική, όπως και η Γραμμική Α, δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί. Ξέρουμε όμως τα αριθμητικά και τα λεγόμενα ιδεογράμματα.
Δυστυχώς οι Μινωίτες δεν έγραφαν, όπως οι Αιγύπτιοι, πάνω σε πέτρα. Ξέρετε, πιστεύω ότι τους Μινωίτες δεν θα τους καταλάβουμε ποτέ, είναι κάτι το πολύ περίεργο και ξεχωριστό γιατί, ενώ ήταν σε πολύ στενή επαφή με τους ανατολικούς λαούς μέσω του εμπορίου ιδίως, έχουν δύο χαρακτηριστικά ακατανόητα σ’ εμάς τους μελετητές τους. Πρώτον, δεν υπήρχε εικονογραφία του άρχοντα ενώ είχαν γνωρίσει την αντίστοιχη στην Αίγυπτο, τη Συρία και αλλού. Όχι μόνον δεν γνωρίζουμε ονόματα αρχόντων, αλλά δεν έχουμε ούτε απεικονίσεις τους στις τοιχογραφίες. Δεύτερον, αν και γνώριζαν τη γραφή, δεν έγραψαν επιγραφές σε σκληρά, ανθεκτικά υλικά. Έβλεπαν τους Αιγύπτιους και τους άλλους σύγχρονούς τους λαούς, με τους οποίους έρχονταν σε επαφή, να χαράζουν επιγραφές σε πέτρα, στις πύλες των ανακτόρων, στις πυραμίδες, σε διάφορα μνημεία ταφικά και αλλού, αλλά εκείνοι δεν τους μιμήθηκαν και αυτό δεν είναι εύκολο να το κατανοήσουμε. Αυτή την ανεικονικότητα και την ανωνυμία του άρχοντα την ακολούθησαν αργότερα και οι Μυκηναίοι. Αυτό αποτελεί πόνο ψυχής για τον προϊστορικό αρχαιολόγο, αλλά παράλληλα τον προφυλάσσει από επικίνδυνα ολισθήματα απόπειρας ταύτισης των ευρημάτων του με συγκεκριμένες ιστορικές προσωπικότητες.
Α.Ρ.: Κάπου γράφετε ότι έχετε βρει χιλιάδες κωνικά κύπελλα, γεγονός που δηλώνει ένα πολιτισμό «υποδοχής».
Μ.Τ.: Βεβαίως. Αυτά τα κωνικά κύπελλα είναι μικρά, είναι 4-5 εκ. στο ύψος, και αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο, σφραγίδα «μινωικότητας». Παντού όπου υπήρχαν Μινωίτες, υπήρχαν και κωνικά κύπελλα. Επειδή είναι κάτι πολύ μικρό και άβαφο, θα έλεγε κανείς ότι δεν ήταν πολύτιμο, ήταν όμως απαραίτητο. Στις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα και σε θέσεις της Μικράς Ασίας, όπου υπάρχουν οικισμοί που είχαν σχέση με την Κρήτη, έχουν βρεθεί κωνικά κύπελλα και, επειδή έχουν γίνει αναλύσεις πηλού, πολλά από αυτά, στην Κέα, τη Σαντορίνη, τη Ρόδο και τη Μίλητο, αποδείχθηκε ότι ήταν εισηγμένα. Άωτα κωνικά κύπελλα, ιδιαίτερα σε μεγάλους οικισμούς, σε ανάκτορα, έχουν βρεθεί σε πολύ μεγάλες ποσότητες. Προφανώς αποτελούσαν μέρος τελετουργίας η οποία περιλάμβανε κατανάλωση ποτού. Στο ανάκτορο του Πετρά ανασκάψαμε τρεις τέτοιες αποθέσεις που είχαν πέσει από τον όροφο. Ήταν ενδιαφέρον γιατί, μαζί με τα κωνικά κύπελλα που ήτανε πάνω από χίλια, υπήρχαν κύπελλα άλλων τύπων, σφαιρικά και κυλινδρικά, με ωραία διακόσμηση. Και σε ένα άρθρο που γράψαμε με τον David Rupp [Rupp, D.W. & Tsipopoulou M., «Conical Cup Concentrations at Neopalatial Petras: A Case for a Ritualized Reception Ceremony with Token Hospitality», στο P.P. Betancourt, V. Karageorghis, R. Laffineur, & Wolf-Dietrich Niemeier (επιμ.), Meletemata, τόμ. III, Liège; Austin, 1999, σ. 729-739], υποστηρίξαμε ότι όταν προσέρχονταν διάφοροι στο ανάκτορο, για να παραδώσουν τα προϊόντα τους ή για να ζητήσουν την προστασία του άρχοντα (ή των αρχόντων), τους κερνούσαν ένα ποτό. Ο ίδιος όμως ο «οικοδεσπότης», ό,τι κι αν ήταν αυτός μέσα στο ανάκτορο, χρησιμοποιούσε ένα πιο καλό ποτήρι, διακοσμημένο, για να διαφοροποιείται από τον απλό επισκέπτη, με σαφή συμβολικό-ιεραρχικό τρόπο. Ανάμεσα στις εκατοντάδες ή και χιλιάδες κωνικά κύπελλα ξεχώριζαν τέσσερα, πέντε, έξι μεγαλύτερα και διακοσμημένα.
Α.Ρ.: Σκάψατε τον θόλο στα Αχλάδια.
Μ.Τ.: Ναι, τον θολωτό τάφο Αχλαδιών Σητείας. Ήταν ανασκαφή του Νικολάου Πλάτωνα από το 1939, όταν ήταν πολύ νέος. Και μάλιστα είχε αφήσει τότε τα ευρήματα προσωρινά σε αποθήκη στη Σητεία και, δυστυχώς, χάθηκαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν σώζονται πια. Όταν ακόμη ζούσε ο Ν. Πλάτων, η εκτίμηση του οποίου προς το πρόσωπό μου ήταν ιδιαίτερα τιμητική και κολακευτική, μου παραχώρησε την ανασκαφή αυτή και μου έδωσε και το ημερολόγιό του. Ευτυχώς, μιας και το ίδιο το υλικό δεν υπήρχε πια, είχε κάνει σκίτσα, είχε κάνει και φωτογραφίες (σε γυάλινες πλάκες). Οργανώσαμε λοιπόν μια Ελληνο-Ιταλική έρευνα με τη φίλη Lucia Vagnetti, Διευθύντρια Ερευνών στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών της Ιταλίας. Σκοπός μας ήταν να ολοκληρώσουμε την ανασκαφή του δρόμου του τάφου που δεν είχε τελειώσει ο Πλάτων, να προχωρήσουμε στην τελική δημοσίευση του σημαντικού αυτού μνημείου και, επίσης, να κάνουμε επιφανειακή έρευνα για τον εντοπισμό τυχόν οικισμού που συνδεόταν με τον τάφο. Ο θολωτός αυτός τάφος είναι από τους σημαντικότερους του 14ου αιώνα π.Χ. στην Κρήτη (Υστερομινωική ΙΙΙΑ) και είναι μυκηναϊκού τύπου, δηλαδή είναι χτισμένος όπως οι τάφοι της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στο εσωτερικό του θαλάμου, κατά τον καθαρισμό εντοπίσαμε κρύπτη, ένα μικρό λάκκο δηλαδή, όπου σώζονταν τα οστά γυναίκας 45-60 ετών, δηλαδή ηλικιωμένης για την εποχή, η οποία ήταν μάλλον η πρώτη κάτοικος του τάφου. Η δημοσίευση είναι μια μονογραφία, στα αγγλικά, ελληνικά και ιταλικά, στην οποία συμπεριλάβαμε όλο το υλικό της ανασκαφής του Πλάτωνα, αφιερώσαμε μάλιστα το βιβλίο «στη σεβαστή μνήμη του». Κατά την επιφανειακή έρευνα δεν εντοπίσαμε τον οικισμό στον οποίο ανήκε ο τάφος αυτός, ο οποίος, σημειωτέον, βρίσκεται στην περιφέρεια του Πετρά, απέχει απ’ αυτόν μόλις 4 χλμ. προς νότον. Φαίνεται ότι, μετά την καταστροφή του ανακτόρου του Πετρά, οι κάτοικοι ανέβηκαν προς την κοιλάδα και τους λόφους των Αχλαδιών, πιθανώς δε στο μεταξύ να προστέθηκαν και Μυκηναίοι, γιατί τα Αχλάδια είναι πολύ εύφορη περιοχή. Εντοπίσαμε πάντως και ανασκάψαμε εν μέρει έναν παλαιότερο οικισμό, της εποχής κατά την οποία υπήρχε το ανάκτορο του Πετρά.
Α.Ρ.: Ο Krzysztof Nowicki εντάσσει στη «μυκηναιοποίηση» της ανατολικής Κρήτης τον Θόλο των Αχλαδιών …
Μ.Τ.: Ναι. Την αρχιτεκτονική μελέτη έκανε ο ειδικός στους θόλους αρχαιολόγος-αρχιτέκτων Paolo Belli που στη δημοσίευσή του ανέλυσε τα μυκηναϊκά στοιχεία του. Θεωρεί μάλιστα ότι πιθανώς κτίστηκε από το ίδιο συνεργείο που έκτισε και τον θόλο Α των Αρχανών. Όπως είπα ήδη ο θόλος των Αχλαδιών χρονολογείται στον 14ο αιώνα π.Χ.
Α.Ρ.:. ..όπως και τους τάφους στο Μόχλο…
Μ.Τ.: Βεβαίως, και αυτοί οι τάφοι, θαλαμοειδείς όχι θολωτοί, είναι του 14ου και 13ου αιώνα.
Α.Ρ.: …και την ανασκαφή στο Παλαίκαστρο.
Μ.Τ.: Ο σημαντικός οικισμός του Παλαικάστρου Σητείας. Και από τον Πετρά δεν λείπουν, στα κινητά ευρήματα και την αρχιτεκτονική, στοιχεία μυκηναϊκού τύπου, σημαντικότερο των οποίων είναι ένα μεγάλο διπλό τείχος, μοναδικό στην Κρήτη, σε χαμηλό σημείο του λόφου. Εντοπίζονται πάντως πάρα πολλά μυκηναϊκά στοιχεία την εποχή αυτή στην Κρήτη ολόκληρη. Εκείνο που είναι περίεργο είναι ότι δεν έχουν βρεθεί ακόμα στην ανατολική Κρήτη πινακίδες Γραμμικής Β. Ίσως είναι ένα κενό της έρευνας.
Α.Ρ.: Τώρα, τι θα μας πείτε για εκείνα τα δυο ιερά κορυφής στον Πρινιά και στο Πισκοκέφαλο. Γράφατε ότι το χαμηλό Πισκοκέφαλο δεν τηρούσε τις προδιαγραφές του τότε επικρατούντος ορισμού του ιερού κορυφής.
Μ.Τ.: Ιερό κορυφής, όπως δηλώνει ο όρος, σημαίνει υψηλό σημείο, κορυφή, συνήθως υψηλότερη από 800 μ. και περίοπτη, δηλαδή να φαίνεται από πολλές περιοχές. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Κωστής Δαβάρας, Έφορος στην ανατολική Κρήτη, είχε σκάψει, μεταξύ πολλών άλλων, σειρά ιερών κορυφής. Έγραψε στο Αρχαιολογικό Δελτίο για τον Πρινιά, υψηλή κορυφή πάνω από τον κόλπο της Σητείας, ότι ήταν από τα σημαντικότερα ιερά κορυφής της Κρήτης. Τα ευρήματα ήταν πολύ πλούσια. Αλλά δεν είχε συνδεθεί μέχρι πρόσφατα με σημαντικό οικισμό/πόλη/ανάκτορο στην ευρύτερη περιοχή του. Όπως είναι γνωστό, το ιερό κορυφής του Πετσοφά συνδέεται με το Παλαίκαστρο, ο Τραόσταλος με τη Ζάκρο κ.ο.κ., αλλά ο Πρινιάς ήταν ορφανός. Εξ άλλου, ένας χαμηλός και πλατύς λόφος ύψους περίπου εκατό μέτρων, το Πισκοκέφαλο, που απέχει μόλις 1,5 χλμ. από την πόλη της Σητείας, βρίσκεται κοντά στο νοτιότατο άκρο του μινωικού λιμανιού. Και τούτο το ιερό παρέμενε ασύνδετο. Στο Πισκοκέφαλο είχαν γίνει λαθρανασκαφές αρκετές φορές στον 20ό αιώνα, και ο Σπυρίδων Μαρινάτος, Έφορος Ηρακλείου στη δεκαετία του 1930, είχε περισυλλέξει από εκεί πολλά ευρήματα, κυρίως ειδώλια. Αυτά τα ιερά δεν έχουν αρχιτεκτονική, οι αποθέσεις των αφιερωμάτων γίνονταν στις σχισμές των βράχων. Ο Μαρινάτος έκανε και μια μικρή ανασκαφή και, αργότερα, στη δεκαετία του 1950, το Πισκοκέφαλο ερεύνησε και ο Ν. Πλάτων. Έγραψε μάλιστα στα Κρητικά Χρονικά του 1959 ότι στην περιοχή της πόλης της Σητείας πρέπει να υπήρχε ένα σπουδαίο μινωικό λιμάνι. Την επόμενη χρονιά όμως ανακαλύφθηκε η Ζάκρος, οπότε δεν είχε την ευκαιρία να εξετάσει περισσότερο την περιοχή. Ο Πλάτων συνέλεξε πλήθος ειδωλίων από το Πισκοκέφαλο, ανδρικών και γυναικείων, και μάλιστα πολλά από αυτά ήταν μεγάλου μεγέθους και πολύ καλοφτιαγμένα. Βρίσκονται στο Μουσείο Ηρακλείου. Επίσης βρέθηκαν ομοιώματα υψηλών οικιών που έχουν επιστέψεις διπλών κεράτων στην οροφή.
Α.Ρ.: Είναι τα σπιτάκια που εκτίθενται στο Μουσείο Ηρακλείου;
Μ.Τ.: Εκτίθενται. Δεν μιλάμε όμως για τα πλακίδια από φαγεντιανή με τα σπιτάκια, αυτά είναι από την Κνωσό. Τούτα εδώ είναι πήλινα, με ύψος περίπου 20-25 εκ. Επίσης στο Πισκοκέφαλο έχουν βρεθεί ομοιώματα ενός σκαθαριού που ονομάζεται Ρινόκερως Ορύκτης και έχει μια μύτη σκληρή, γυρισμένη προς τα πάνω σαν αγκίστρι. Τα ομοιώματα είναι από 2 ως και 5 εκ. Δυστυχώς ακόμα δεν έχουμε βρει ομοίωμα ρινόκερου ορύκτη ούτε στο ανάκτορο του Πετρά ούτε στο νεκροταφείο.
Ήταν προφανές, επομένως, στον ερευνητή της περιοχής του κόλπου της Σητείας ότι ο Πετράς ήταν ο κρίκος που έλειπε για να ενταχθούν στο περιβάλλον τους με ουσιαστικό τρόπο και αυτά τα δύο ιερά, καθώς και μια σειρά από άλλα κτήρια, οι λεγόμενες «βίλες», τις οποίες είχε σκάψει ο Πλάτων, κεντρικά κτήρια περιφερειακών οικισμών σπαρμένα σε όλη την περιοχή της Σητείας, από τη θάλασσα έως και 10-12 χλμ. βορειότερα. Ο Πλάτων δεν είχε εξηγήσει πώς θα μπορούσαν αυτά τα κτήρια να συνδέονται με το ανάκτορο της Ζάκρου, το οποίο είναι μακριά. Γνωρίζουμε πλέον ότι οι βίλες της περιοχής του κόλπου της Σητείας συνδέονται με το ανάκτορο και τον αστικό οικισμό του Πετρά. Να τονίσω ότι η έρευνά μου είχε εξ αρχής αυτή τη στρατηγική της συνολικής κατανόησης της προϊστορικής κατοίκησης στην περιοχή του κόλπου της Σητείας διαχρονικά. Τα αποτελέσματα, 32 χρόνια αργότερα, δεν μας έχουν απογοητεύσει.
Α.Ρ.: «Βίλες» ή «αγροικίες» ή «επαύλεις» είναι τα αρχοντικά;
Μ.Τ.: Είναι μεγάλα κτήρια, διώροφα, με χώρους κατοικίας, αποθήκες και χώρους βιοτεχνικών δραστηριοτήτων: πατητήρια σταφυλιών αλλά, σε μια περίπτωση, και παραγωγή κεραμικής με κεραμικούς τροχούς. Τα κτήρια αυτά δεν ήταν απομονωμένα, έχουν και οικισμούς γύρω τους, οι οποίοι όμως δεν έχουν ακόμα ερευνηθεί και, σε μερικές περιπτώσεις, δεν σώζονται καλά. Ο Πλάτων, στη δεκαετία του 1950, ανέσκαψε τέσσερα από αυτά τα κτήρια, στην Κληματαριά, τα Αχλάδια, τη Ζου και τον Προφήτη Ηλία.
Α.Ρ.: Τι θα μας πείτε για το νεκροταφείο του Πετρά που σκάβετε τώρα;
Μ.Τ.: Το νεκροταφείο του Πετρά είναι Προ- και Παλαιο- ανακτορικό. Δεν γνωρίζουμε πού ήταν το Νεοανακτορικό νεκροταφείο. Γενικά είναι ελάχιστα τα Νεοανακτορικά νεκροταφεία στην Κρήτη, κυρίως στην περιοχή της Κνωσού και του Πόρου-Κατσαμπά. Το νεκροταφείο, που ανασκάπτουμε τα τελευταία δέκα χρόνια, ξεκινάει από το 2800 π.Χ. και φτάνει μέχρι το 1800 π.Χ. περίπου. Είναι εκτεταμένο, η διάρκεια χρήσης του ξεπερνάει τα 900 χρόνια και βρέθηκε ασύλητο, σε πλάτωμα λόφου γειτονικού με τον οικισμό και το ανάκτορο. Σημαντικό είναι ότι το νεκροταφείο βρίσκεται σε απόσταση 10 μέτρων από την αρχαιότερη κατοίκηση στην περιοχή του Πετρά που είναι η Τελική Νεολιθική (περ. 3400-3000 π.Χ.). Όταν μεταφέρθηκε ο οικισμός στον χαμηλότερο λόφο επέστρεψαν στον τόπο των προγόνων τους και ίδρυσαν το νεκροταφείο. Οι τάφοι είναι σαν μικρά σπίτια με αρκετά δωμάτια (πέντε-εννέα), όπως ήταν ο κανόνας στην ανατολική Κρήτη την εποχή αυτή, ονομάζονται τάφοι-οικίες (house tombs) και ήταν υπέργειοι, με σχήμα είτε ορθογώνιο είτε κάπως ακανόνιστο. Οι ταφές είναι δευτερογενείς, δηλαδή μετέφεραν στους τάφους τα αποσαρκωμένα οστά, η αποσάρκωση γινόταν κάπου αλλού, ακόμα δεν γνωρίζουμε πού ακριβώς.
Α.Ρ.: Άρα αυτοί οι τάφοι είναι μάλλον οστεοφυλάκια.
Μ.Τ.: Στην ουσία ναι, είναι οστεοφυλάκια. Γινόταν επιλογή των οστών, δεν τα συνέλεγαν όλα, σίγουρα τα κρανία, τα μακρά οστά, αλλά συχνά και πλατιά οστά και μικρότερα, όπως πλευρές, σπονδύλους ή φάλαγγες. Σε μερικές περιπτώσεις έχουμε εντοπίσει ημιαρθρωμένους σκελετούς, που σημαίνει ότι όταν αυτοί μεταφέρονταν στους τάφους-οικίες η αποσάρκωση δεν είχε ολοκληρωθεί. Η ιδέα αυτή μας ξενίζει σήμερα, αλλά πρέπει να θυμηθούμε ότι η δική τους σχέση με το θάνατο ως φυσικής λειτουργίας ήταν διαφορετική από τη δική μας. Έχουμε ανασκάψει και ελάχιστες πρωτογενείς ταφές. Η ανασκαφή και η τεκμηρίωση των σκελετικών καταλοίπων γίνεται από ομάδα οστεοαρχαιολόγων, με επικεφαλής την Σέβη Τριανταφύλλου, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για σημαντικότατο νεκροταφείο. Εκτός των εξαιρετικών ευρημάτων και της ενδιαφέρουσας αρχιτεκτονικής, αξιοσημείωτη είναι η χωροταξική του οργάνωση που δείχνει υψηλό βαθμό κοινωνικής εξέλιξης και συνοχής, κάτι το αναμενόμενο για μια ανακτορική θέση. Κατ’ αρχήν υπάρχουν δύο καλά οριοθετημένοι με περίβολο χώροι, όπου γίνονταν τελετουργίες προς τιμήν των νεκρών, και οι χώροι αυτοί είναι διαμετρικά αντίθετοι από τις εισόδους των τάφων, έτσι ώστε να μην υπάρχει επαφή. Μεταξύ των τάφων εξ άλλου υπάρχουν καλοφτιαγμένοι διάδρομοι, πλάτους ενός μέτρου, για τη διευκόλυνση της κυκλοφορίας. Τέτοια οργάνωση είναι αρκετά σπάνια, αν και χώροι τελετουργιών απαντούν σε πολλά ταφικά σύνολα της Προανακτορικής και Παλαιοανακτορικής Κρήτης. Η επίχωση στους χώρους τελετουργιών ήταν πάνω από 80 εκ. και η ποσότητα των ευρημάτων εντυπωσιακή. Πρόκειται για αγγεία που έχουν σχέση με κατανάλωση φαγητού και ποτού, πολλά από τα οποία ήταν περίτεχνα διακοσμημένα. Στο τέλος των τελετουργιών τα έσπαγαν και τα άφηναν επί τόπου. Σε όλους τους πολιτισμούς υπάρχει αυτή η δοξασία, ό,τι αγγίζει το θάνατο είναι μιασμένο, δεν ξαναχρησιμοποιείται στην καθημερινή ζωή. Πολύ ενδιαφέρον είναι ότι έσπαγαν όχι μόνον τα πήλινα, αλλά και τα λίθινα αγγεία, έχουμε ήδη περίπου 200 λίθινα αγγεία στο νεκροταφείο του Πετρά. Έχουμε βρει και τα λίθινα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν για τη θραύση των λίθινων αγγείων. Στον υπό έκδοση τόμο των Πρακτικών του Β΄ Συμποσίου του Πετρά (το συμπόσιο έγινε τον Φεβρουάριο του 2015 στην Αθήνα), παρουσιάζονται όλα τα μέχρι σήμερα δεδομένα για το νεκροταφείο από τη διεπιστημονική και πολυεθνική ομάδα που μελετά τον χώρο (26 άτομα από 9 χώρες). Τα λίθινα αγγεία έχουν μελετήσει η Μαρία Ρελάκη και η Χριστίνα Τσοράκη και τα λίθινα εργαλεία η Heidi Dierckx.
Α.Ρ.: Σπάταλοι άνθρωποι!
Μ.Τ.: Τo νεκροταφείο αυτό δεν είχε χρησιμοποιηθεί από όλη την κοινότητα του Πετρά, αλλά μόνον από ορισμένες εξέχουσες οικογένειες, οι οποίες είχαν τη δυνατότητα να κατέχουν αντικείμενα κύρους, ή πολύτιμα γενικότερα, αρκετά από αυτά ήταν εξωτικά, προερχόμενα από μακρινές χώρες. Για παράδειγμα, έχουμε μέχρι σήμερα βρει 60 σφραγιδόλιθους, και μάλιστα αρκετοί είναι πρώιμοι, από χαυλιόδοντα ιπποπόταμου. Εξ ίσου σημαντικές είναι οι σφραγίδες από κορναλίνη, από ίασπι και άλλους σκληρούς ημιπολύτιμους λίθους, αρκετές και με ιερογλυφικές επιγραφές.
Α.Ρ.: Νομίζετε ότι καταφέραμε να δώσουμε μια ικανοποιητική εικόνα της δικής σας Κρήτης;
Μ.Τ.: Των σημαντικότερων από τις έρευνές μου ίσως. Θα ήθελα να προσθέσω πάντως ότι οι μακροχρόνιες ανασκαφές Πετρά και Χαλασμένου έχουν αποτελέσει φυτώριο για πολλούς νέους αρχαιολόγους, που ήρθαν ως φοιτητές ή άρτι αποφοιτήσαντες, εκπαιδεύτηκαν και σήμερα είναι καθιερωμένοι ερευνητές, πανεπιστημιακοί και μη, σε διάφορες χώρες.
Επίσης θα ήθελα να σας εκθέσω τις απόψεις μου για την απόδοση των αρχαιολογικών χώρων εκεί όπου ανήκουν, δηλαδή στο κοινό. Αυτό είναι κάτι που με έχει καθορίσει από τα νεανικά μου ήδη χρόνια. Από νωρίς ένιωσα πόσο μεγάλη σημασία έχει να αποδίδεις το έργο σου στην κοινωνία – την τοπική κατ’ αρχήν. Το 1985, σε συνεργασία με το Δήμο Σητείας, οργάνωσα μια φωτογραφική-εκπαιδευτική έκθεση για τις αρχαιότητες της Σητείας, με πενήντα πανό του ενός μέτρου. Ήταν μια υπαίθρια έκθεση με τίτλο «Σητεία: Προϊστορία, Αρχαιότητα». Εξοντωτική εμπειρία, αλλά άξιζε τον κόπο. Την επόμενη χρονιά η έκθεση αυτή ταξίδεψε στη Γαλλία, αλλά και στο Πανεπιστήμιο του Μανστεστερ.
Α.Ρ.: Αδελφοποιηθήκατε και με μια γαλλική πόλη.
Μ.Τ.: Ναι. Η Σητεία με τη Laon, πόλη με σημαντικά μεσαιωνικά μνημεία στη βόρεια Γαλλία.
Α.Ρ.: Και δημοσιεύσατε τα κυπριακά και μυκηναϊκά αγγεία του Μουσείου της.
Μ.Τ.: Είχα πάει ένα μήνα εκεί και μίλησα στα σχολεία για τον Μινωικό πολιτισμό και όχι μόνον. Μελέτησα αυτά τα αγγεία στο τοπικό μουσείο, προερχόμενα από μια παλιά ιδιωτική συλλογή. Βγήκε ένας μικρός τόμος [Metaxia Tsipopoulou, Vases chypriotes et mycéniens du musée de Laon, France. Corpus of Cypriote Antiquities 15, Studies in Mediterranean Archaeology vol. XX:15, Jonsered, Paul Ǻströms Förlag, Sweden]. Στη συνέχεια οργανώσαμε δύο φορές, το 1985 και το 1986, ένα από τα πρώτα εκπαιδευτικά προγράμματα που είχαν γίνει στην Ελλάδα, με τελειόφοιτους του λυκείου από τη Γαλλία και κάποιους Γάλλους φοιτητές, η παρουσία των οποίων στη Σητεία, στο πλαίσιο πολιτιστικών ανταλλαγών των δύο Δήμων, μου έδωσε την ευκαιρία να πραγματοποιήσω τις δύο εντατικές επιφανειακές έρευνες στην Αγία Φωτιά και τον Πετρά. Ήταν σημαντικό. Το 1993 εξ άλλου οργάνωσα «Ημέρα Γνωριμίας στο Μουσείο Σητείας και την ανασκαφή του Πετρά» με πλήθος εκδηλώσεων, φωτογραφική έκθεση, εκπαιδευτικό πρόγραμμα, έκθεση των σημαντικότερων ευρημάτων της χρονιάς, διάλεξη, ξεναγήσεις στο Μουσείο και το χώρο, ενημέρωση του κοινού από τους συντηρητές, σχεδιαστές και αρχαιολόγους για το είδος της δουλειάς τους, ακόμα και έκθεση των εργαλείων και οργάνων που χρησιμοποιούμε στην ανασκαφή.
Αν και δεν ήταν εύκολη η ζωή μου στη Σητεία, δεν ήθελα να φύγω από την Κρήτη, αν δεν γινόταν ο Πετράς επισκέψιμος χώρος, ακόμα καλύτερα ένα αρχαιολογικό πάρκο. Το είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου, ήταν ένα μεγάλο στοίχημα. Ήδη το 1985-1986 που ξεκίνησα την ανασκαφή αυτή, έλεγα στον τότε δήμαρχο Νίκο Πετράκη ότι μπορεί να υπήρχε στον Πετρά ένα μινωικό ανάκτορο, ότι ονειρευόμουν να το σκάψω και στη συνέχεια να γίνει αρχαιολογικό πάρκο στον Πετρά. Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν και, μετά από χρόνια, σε συνεργασία με έναν άλλο Δήμαρχο, τον Νίκο Τσικαλάκη, με τη βοήθεια της τεχνικής υπηρεσίας του Δήμου, κάναμε την πρόταση, εγκρίθηκε από το ΚΑΣ και ευτυχώς κατάφερα να μπει στην απόφαση ο όρος της έρευνας των μονοπατιών μέχρι τον φυσικό βράχο. Η εργασία αυτή κράτησε 18 μήνες και χρηματοδοτήθηκε από το ΥΠΠΟ, ενώ το έργο της ανάδειξης φρόντισε ο Δήμος να χρηματοδοτηθεί από ευρωπαϊκό πρόγραμμα. Η ανασκαφή των μονοπατιών αποτέλεσε εξαιρετική ευκαιρία εμπλουτισμού της γνώσης μας για τη στρωματογραφία του χώρου, σχεδόν διπλασιάστηκαν τα μέχρι τότε γνωστά δεδομένα. Τον Σεπτέμβριο του 2006 εγκαινιάστηκε αυτό το έργο και είναι πολύ ωραίο. Έχουν φυτευτεί πάνω από 1.500 θαμνώδη φυτά της περιοχής, έχουμε αυτόματο ποτιστικό σύστημα, τοποθετήθηκαν 22 μεγάλες πινακίδες με όλη την ιστορία του χώρου, δίγλωσσες, με σχέδια, κατόψεις, κ.λπ. Υπάρχουν ακόμα δύο πέργκολες και μερικά παγκάκια. Δυστυχώς ο χώρος δεν είναι πάντα ανοικτός λόγω έλλειψης φύλακα. Πάντως το έργο υπάρχει και αυτό είναι σημαντικό. Χρειάζεται βέβαια διαρκή συντήρηση, η βιωσιμότητα αποτελεί απαραίτητη προδιαγραφή των έργων με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση. Άλλωστε ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε και τη χρήση ενός πετρόκτιστου παλαιού ελαιουργείου ως χώρου υποδοχής των επισκεπτών, με διαδραστικές οθόνες, φωτογραφική έκθεση κλπ. και αυτό το τμήμα δεν υλοποιήθηκε. Η μελέτη του έργου ανάδειξης του Πετρά έχει δημοσιευτεί στα Πρακτικά του Β’ Συνεδρίου Μουσειολογίας που έγινε στη Μυτιλήνη το 2004. Εξίσου σημαντική για μένα ήταν η δημιουργία του ιστότοπου των ανασκαφών Πετρά www.petras-excavations.gr που έγινε με την ευκαιρία των 25 χρόνων της ανασκαφής και του πρώτου Συμποσίου για το χώρο, το 2010. Αξίζει, νομίζω, να επισκεφθεί κανείς την ιστοσελίδα μας. Περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, και όλη τη βιβλιογραφία για το χώρο, πληροφορίες για τις δράσεις εξωστρέφειας, τα χρονικά των ανασκαφών, πολλές φωτογραφίες κ.ά.
Α.Ρ.: Το 2007 ήρθατε στην Αθήνα ως Διευθύντρια στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου.
Μ.Τ.: Ναι. Ως Διευθύντρια στη Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνημείων, δηλαδή στην ουσία της Διεύθυνσης που είναι υπεύθυνη για την Ψηφιακή Κληρονομιά. Κάτι που πολύ λίγοι ξέρουν είναι ότι είχα κάνει αίτηση να δουλέψω στη Διεύθυνση αυτή από το 1998 όταν, για οικογενειακούς λόγους, ήθελα να είμαι στην Αθήνα. Οι ψηφιακές εφαρμογές, το Διαδίκτυο, οι απίστευτες δυνατότητες που προσφέρουν για την έρευνα και τη διάδοση των αποτελεσμάτων με έγκυρο, φθηνό και γρήγορο τρόπο, τόσο στους ειδικούς όσο και στο ευρύ κοινό, είναι κάτι που με είχε απασχολήσει ιδιαίτερα, γι’ αυτό και μελετούσα τη διεθνή βιβλιογραφία. Είχα την καταπληκτική ευκαιρία να δουλέψω στη Διεύθυνση με μια εξαιρετική και δυναμική ομάδα νέων συνεργατών και, μέχρι το 2011, οπότε δυστυχώς η σταδιοδρομία μου τερματίστηκε με βίαιο (και απολύτως άδικο) τρόπο, καταφέραμε πολλά. Τόσο σε εθνικό επίπεδο, προσπαθώντας να προωθήσουμε την καθιέρωση του Εθνικού Αρχείου Μνημείων, δηλαδή ενός μοναδικού και ενιαίου αριθμού για κάθε αρχαιολογικό εύρημα, κινητό ή ακίνητο, κάτι που σε άλλες χώρες είναι κοινός τόπος εδώ και χρόνια, όσο και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, για την προώθηση του ελληνικού πολιτιστικού αποθέματος στην Ευρωπαϊκή ψηφιακή βιβλιοθήκη, την Europeana (www.europeana.eu). Το πρώτο σκέλος, το Εθνικό Αρχείο Μνημείων, προωθήθηκε μέσω προγράμματος του Γ’ ΚΠΣ και καταφέραμε εντός των προθεσμιών να δημιουργήσουμε ψηφιακό απόθεμα 100.000 αντικειμένων, αποτέλεσμα για το οποίο δεχθήκαμε συγχαρητήρια από την αρμόδια διεύθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ελπίζω ότι αυτό σύντομα θα εμπεδωθεί και θα ενταχθεί στην πρακτική των Υπηρεσιών του ΥΠΠΟ. Το δεύτερο σκέλος χρηματοδοτήθηκε αποκλειστικά από πηγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μάλιστα, είχα εκλεγεί μέλος του επταμελούς (πανευρωπαϊκού) Διοικητικού Συμβουλίου. Για όλα τα παραπάνω χρειάστηκε να κάνουμε σκληρή (αλλά και πόσο δημιουργική!) δουλειά, συντονίζοντας όλες τις περιφερειακές και τις ειδικές περιφερειακές Υπηρεσίες του ΥΠΠΟ, δηλαδή τις Εφορείες Αρχαιοτήτων και τα μεγάλα Μουσεία, προσπαθώντας, και εδώ είναι το κυριότερο, να αλλάξουμε παγιωμένες νοοτροπίες εσωστρέφειας που αποτελούν ένα από τα προβλήματα κακοδαιμονίας του κλάδου μας.
Επίσης, η Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνημείων έχει στην αρμοδιότητά της και το «Ιστορικό Αρχείο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας». Πρόκειται για έναν απίστευτο πλούτο τεκμηρίων, από την ίδρυση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας το 1832 μέχρι σήμερα, επίσημα έγγραφα, αναφορές αρχαιολόγων, σχέδια, φωτογραφίες, σημαντικότατα για την ιστορία της επιστήμης, της διοίκησης των κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών στη χώρα. Τα τεκμήρια αυτά ήταν για χρόνια αποθηκευμένα σε χαρτοκιβώτια στα υπόγεια του Εθνικού Μουσείου, και, προφανώς, απρόσιτα στη μελέτη. Ο προκάτοχός μου στη Διεύθυνση, ο Πάντος Πάντος, τα είχε μεταφέρει σε ένα ωραίο διατηρητέο κτήριο της Διεύθυνσης στο Θησείο αλλά παρέμεναν στα κουτιά. Με το ευρωπαϊκό πρόγραμμα, το Γ’ ΚΠΣ, ξεκίνησε η ψηφιοποίηση του Αρχείου με 20.000 έγγραφα του 19ου αιώνα, δημιουργήθηκε Βάση Δεδομένων και, το 2008, έγινε η μεταφορά των κιβωτίων σε άλλο κτήριο, ειδικά ανακαινισμένο για το σκοπό αυτό, στην οδό Ψαρομηλίγγου, αγοράστηκαν, με κρατική χρηματοδότηση, εξαιρετικής ποιότητας αρχειοθήκες και ξεκίνησε η τακτοποίηση των τεκμηρίων σε ιδεώδεις πλέον συνθήκες. Με την ευκαιρία των εγκαινίων του κτηρίου του Ιστορικού Αρχείου οργανώσαμε και μια έκθεση με δέκα θεματικές ενότητες, συνοδευόμενη από κατάλογο, για τον οποίο εργάστηκαν ερευνητικά δέκα συνάδελφοι της Διεύθυνσης. Το 2009 η έκθεση μεταφέρθηκε στο Μουσείο Θεσσαλονίκης. Είχε πολύ καλή απήχηση.
Α.Ρ.: Το …ανέφερα εγγράφως.
Μ.Τ.: Ναι, αυτός ήταν ο τίτλος της έκθεσης. Σε κάθε θεματική ενότητα αντιστοιχούσε μια βιτρίνα, προμηθευτήκαμε χάρη στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα πολύ όμορφες βιτρίνες για έκθεση τεκμηρίων. Εγώ περιορίστηκα στην επιμέλεια της έκθεσης και του Καταλόγου, έγραψα τον Πρόλογο και τους συντόνισα.
Α.Ρ.: Διοργανώσατε κι ένα διεθνές συνέδριο: «Digital Heritage…
Μ.Τ.: …in the New Knowledge Environment». Ναι. Όπως σας είπα, συνεργαζόμουν με μια εξαιρετική ομάδα αρχαιολόγων με ειδίκευση στις ψηφιακές εφαρμογές. Τότε ακόμα οι Προϊστάμενοι είχαν τη δυνατότητα να ελέγχουν οι ίδιοι τα βιογραφικά και να επιλέγουν τους καταλληλότερους συνεργάτες, ανάλογα με τα προσόντα που απαιτούσε κάθε έργο. Σε μια από τις (συνεχείς και δημιουργικότατες) συσκέψεις έριξα την ιδέα του διεθνούς Συνεδρίου και οι συνάδελφοι πρότειναν κορυφαίες προσωπικότητες του τομέα των ψηφιακών εφαρμογών και έτσι οργανώθηκε το Συνέδριο.
Α.Ρ.: Μεγάλος αριθμός ερευνητών έλαβε μέρος.
Μ.Τ.: Βεβαίως. Το Συνέδριο έγινε τον Οκτώβριο του 2008. Οι εισηγήσεις ήταν στην αιχμή των παγκόσμιων ερευνών και εφαρμογών. Ήρθαν επιστήμονες από την Ελλάδα, την Ιταλία, την Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τους υποχρεώσαμε μάλιστα να στείλουν τις ανακοινώσεις τους έτοιμες για δημοσίευση τρεις μήνες πριν από το Συνέδριο και έτσι εκδόθηκε ο τόμος των Πρακτικών πριν από το τέλος του χρόνου. Πράγματι υπήρχε στη Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνημείων ένας καταπληκτικός οργασμός δημιουργικότητας. Αισθανόμουν ότι ήμαστε μια ευτυχισμένη ομάδα. Δουλεύαμε πολύ, πολλές ώρες εκτός ωραρίου και κάναμε συνεχείς συσκέψεις, συχνά μέχρι αργά το βράδυ.
Ήθελα πολύ να συνεχίσω αυτό το έργο! Είχαμε μπει σε έναν τομέα πραγματικά πρωτοποριακό, είμαστε η αιχμή του δόρατος του Υπουργείου Πολιτισμού και ανοίγονταν εξαιρετικές προοπτικές. Στη διαδικτυακή πύλη του Υπουργείου, «http://Collections.culture.gr», μπορείτε να δείτε σε μια πρώτη μορφή αυτό που κάναμε τότε για την Europeana. Είχα κινητοποιήσει και τις Ξένες Αρχαιολογικές Σχολές, ήθελα να προχωρήσει η συνεργασία μαζί τους, να ενταχθούν και τα δικά τους αρχεία ανασκαφών και ευρημάτων, ιδιαίτερα της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών για την ανασκαφή της Αγοράς, ούτως ή άλλως οι αρχαιότητες που οι ξένοι συνάδελφοι ανασκάπτουν είναι ελληνικές αρχαιότητες. Οι συνεννοήσεις ήταν σε πολύ θετικό κλίμα, καταλαβαίνετε ότι το όποιο επιστημονικό μου κύρος βοηθούσε στο θέμα.
Τον Δεκέμβριο του 2008, με την ολοκλήρωση του προγράμματος του Γ’ ΚΠΣ, εγκαινιάστηκε το κτήριο του Ιστορικού Αρχείου. Παρευρέθηκε και ο τότε Διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου, ο Δημήτρης Κωνστάντιος, τον οποίο εκτιμούσα ιδιαίτερα για το έργο και τις απόψεις του, χωρίς όμως να έχω μαζί του κάποια προσωπική σχέση. Εντυπωσιάστηκε πάρα πολύ από το έργο και το όλο κλίμα και μου είπε: «Αν και δεν σε ξέρω καλά, έχω την εντύπωση ότι είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος», δήλωση ιδιαίτερα κολακευτική για μένα. «Ξέρεις τι χρειάζεσαι τώρα εδώ;». Απάντησα: «Ξέρω. Ένα Σύλλογο Φίλων». Συμφώνησε. Στις αρχές του 2009 οργάνωσα τον «Σύλλογο Φίλων του Ιστορικού Αρχείου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας», με αρχαιολόγους και από τη Διεύθυνση, με άλλους συναδέλφους της Υπηρεσίας και πολλούς πανεπιστημιακούς, και μερικούς ξένους αρχαιολόγους. Ο Σύλλογος υπάρχει πάντα και οργανώνουμε σειρά διαλέξεων κάθε χρόνο στο κτήριο του Ιστορικού Αρχείου, έχουμε ξεπεράσει τις σαράντα μέχρι σήμερα. [βλ. άρθρο μου στον ιστότοπο του περιοδικού Αρχαιολογία και Τέχνες]. Επίσης έχουμε βοηθήσει τη Διεύθυνση για τη διενέργεια εκπαιδευτικών προγραμμάτων.
Α.Ρ.: Πότε παραιτηθήκατε από το ΥΠΠΟ;
Μ.Τ.: Δεν παραιτήθηκα και δεν θα μπορούσα να παραιτηθώ ποτέ από την Αρχαιολογική Υπηρεσία -χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν κατανοώ τους λόγους των συναδέλφων που επέλεξαν να παραιτηθούν για να αποφύγουν την υποτιμητική απόλυση ή την εφεδρεία που έφερε ο νόμος 4024 του 2011, σε εφαρμογή του πρώτου μνημονίου. Υπηρέτησα την Αρχαιολογική Υπηρεσία για 36 χρόνια, τα 30 από αυτά στην Επαρχία, σχεδόν 1.000 χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο καταγωγής μου, αλλά δεν είχα συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδότησης, μπορούσα να υπηρετήσω άλλα πέντε χρόνια, σύμφωνα με ό,τι ίσχυε τότε. Το Υπουργείο επέλεξε την απόλυσή μου, όπως και αρκετών ακόμα συναδέλφων. Δυστυχώς, αυτό το άδικο, οδυνηρό για μας, σπασμωδικό και παράλογο συνολικά για τη διοίκηση μέτρο –διότι είναι απολύτως παράλογο να απολύει ένας Οργανισμός τα ικανότερα και εμπειρότερα στελέχη του, ιδιαίτερα σε περίοδο κρίσης– δεν έσωσε την πατρίδα, όπως διαπιστώσαμε όλοι εκ των υστέρων.
Ίσως με μια άλλη ευκαιρία θα μπορούσαμε να συζητήσουμε εκτενέστερα τις απόψεις μου για τη «μαχόμενη αρχαιολογία», για το όραμά μου για την Αρχαιολογική Υπηρεσία και για τον κοινωνικό ρόλο της Αρχαιολογίας. Σημαντικότατες προσωπικότητες έχουν υπηρετήσει τον κλάδο και μεγάλοι αγώνες έχουν δοθεί με εξαιρετικά αποτελέσματα, σε περιόδους περισσότερο ή λιγότερο δύσκολες. Δεν πρέπει να τους ξεχνάμε και οφείλουμε να ακολουθούμε παραδείγματα ήθους και επιστημοσύνης. Και σήμερα, ευτυχώς για την Ελλάδα, ανάμεσα στους υπηρετούντες συναδέλφους υπάρχουν πάρα πολλοί που τιμούν το όνομα της Ελληνικής Αρχαιολογίας σε διεθνές επίπεδο και παράλληλα, ως ικανότατοι μάνατζερ, καταφέρνουν να παράγουν αξιοζήλευτο έργο, εμπνέοντας τους νεότερους, συντονίζοντας δημιουργικές ομάδες, αν και τα πολύ περιορισμένα οικονομικά μέσα και οι γραφειοκρατικές αγκυλώσεις αποτελούν δεδομένα. Και, να μην ξεχνάμε ότι, όχι μόνον είναι κακοπληρωμένοι, αλλά αντιμετωπίζουν συχνά απαξίωση του έργου τους και, επίσης, αναγκάζονται να έρχονται σε φθοροποιές αντιπαραθέσεις με τοπικά και γενικότερα συμφέροντα, τα οποία έχουν στρεβλές και κοντόφθαλμες απόψεις για την πολυαναμενόμενη οικονομική ανάπτυξη της χώρας.