Είναι τα σπαράγματα του μνημείου (σύμπλεγμα κτισμάτων διαφορετικών μεταξύ τους που χρονολογούνται από την αρχαϊκή εποχή, τα βυζαντινά ως και τα νεότερα χρόνια) που εντοπίστηκε κατά τη διάρκεια ανασκαφικών εργασιών προ 20ετίας στο λόφο των Σταγείρων της Χαλκιδικής ο τάφος του φιλοσόφου Αριστοτέλη (Στάγειρα 384-Χαλκίδα 322 π.Χ);

Αυτό κατέθεσε ως συμπέρασμα –απόρροια πολυετών ανασκαφικών διαδικασιών αλλά και 20ετούς μελέτης των ευρημάτων– ο αρχαιολόγος Κώστας Σισμανίδης στη διάρκεια των εργασιών διεθνούς συνεδρίου για τον Σταγειρίτη φιλόσοφο που διεξήχθη στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Πρόκειται για ένα πεταλόσχημο αψιδωτό οικοδόμημα που εντοπίστηκε στο μέσον της νότιας πλαγιάς του βορειότερου λόφου των Σταγείρων – λίγες μόνο δεκάδες μέτρα από τη Στοά στην αγορά της πόλης.

Το οικοδόμημα έφερε στέγη με κεραμίδια από το βασιλικό κεραμοποιείο, επιβεβαιώνοντας τον δημόσιο χαρακτήρα του. Ένας υπερυψωμένος, πομπικός (πλάτους δύο μέτρων), κτιστός δρόμος οδηγούσε σε είσοδο του μνημείου, που ήταν προσπελάσιμο για προσφορές και απονομή τιμών. Κινητά ευρήματα, κεραμική, περισσότερα από πενήντα νομίσματα χρονολογούν τον τάφο και το βωμό στους χρόνους περίπου του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Η αψιδωτή του κάτοψη (περίπου 10 μ.), το σχήμα του, η ύπαρξη ορθογώνιου μαρμαροθετημένου δαπέδου με κενή επιφάνεια-βωμό (1,30×1,70 μ.) είχαν προβληματίσει πολύ τον αρχαιολόγο ερευνητή, καθώς περιβάλλει επακριβώς έναν τετράγωνο βυζαντινό πύργο. Ανακοίνωση μάλιστα του ίδιου αρχαιολόγου στη διάρκεια αρχαιολογικού συνεδρίου το 1996, για το ίδιο θέμα, τιτλοφορούνταν ως «Ένα προβληματικό κτίριο».

Στο μεταξύ, οι ανασκαφές διακόπηκαν, ο αρχαιολόγος (της ΙΣΤ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, τότε) κ. Σισμανίδης συνταξιοδοτήθηκε, αλλά συνέχισε τις έρευνές του που κατέληξαν στα πρόσφατα συμπεράσματα.

Προς επίρρωση των συμπερασμάτων του, σήμερα, ο κ. Σισμανίδης επικαλείται γραμματειακές πηγές (χειρόγραφα της Μαρκιανής βιβλιοθήκης, καθώς και μια αραβική βιογραφία του Αριστοτέλη του δεύτερου μισού του 11ου αιώνα μ.Χ., σύμφωνα με την οποία: «Όταν ο Αριστοτέλης πέθανε (στη Χαλκίδα, τον Οκτώβριο του 322 π.Χ.), οι Σταγειρίτες έστειλαν και έφεραν την τέφρα του στην πατρίδα τους, την τοποθέτησαν μέσα σε χάλκινη υδρία και κατόπιν απόθεσαν την ύδρια αυτή σε μια τοποθεσία, που την ονόμασαν “Αριστοτέλειον”. Κάθε φορά που είχαν σημαντικές υποθέσεις και ήθελαν να λύσουν δύσκολα προβλήματα, συγκαλούσαν σ’ αυτόν τον τόπο τη συνέλευσή τους».

«Βασιζόμενοι, κατά συνέπεια, στις παραπάνω γραπτές πηγές, πιστεύουμε ότι δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε τις πληροφορίες που μας δίνουν περί μεταφοράς και ταφής των λειψάνων του Αριστοτέλη στην πόλη των Σταγείρων, περί της ιδρύσεως βωμού στον τάφο του φιλοσόφου, περί των μεταθανάτιων προς αυτών τιμών και περί της καθιέρωσης της ετήσιους γιορτής των “Aριστοτελείων”».

«Έχουμε άραγε, κατόπιν όλων των ανωτέρων, κάποιο λόγο για να μη θεωρήσουμε ότι το προβληματικό, από την άποψη της ερμηνείας του, αψιδωτό οικοδόμημα, που παραπάνω περιγράψαμε, ήταν ο τάφος του Αριστοτέλη; Υπάρχει κάτι που δεν ταιριάζει ή ενοχλεί σ΄ αυτήν την ερμηνεία; Αντίθετα, θεωρούμε, χωρίς ωστόσο να έχουμε αποδείξεις, παρά μόνον ισχυρές ενδείξεις, ότι όλα συντείνουν προς αυτήν την εκδοχή» τόνισε χαρακτηριστικά κατά τη διάρκεια της παρουσίασης της εισήγησής του στην αίθουσα τελετών του ΑΠΘ ο κ. Σισμανίδης, ενώπιον δεκάδων συνέδρων-μελετητών της αριστοτελικής θεωρίας – αλλά όχι και συναδέλφων του αρχαιολόγων οι οποίοι όταν ρωτήθηκαν σχετικά από το ΑΠΕ-ΜΠΕ δήλωσαν επιφυλακτικοί και ανέφεραν πως αναμένουν την επίσημη ανακοίνωση σε αρχαιολογικό συνέδριο ή την επίσημη δημοσίευση των συμπερασμάτων του κ. Σισμανίδη ώστε «να μην έχουμε επανάληψη της αντιεπιστημονικής διαδικασίας που ακολουθήθηκε με το εύρημα της Αμφίπολης», όπως χαρακτηριστικά δήλωσαν.

Ο χώρος της ανασκαφής απέχει μόλις 2,5-3 χιλιόμετρα από την αμφιλεγόμενη περιοχή της εξόρυξης χρυσού από την εταιρεία «Ελληνικός Χρυσός».