Μια «μικρή Δήλος» ήταν στην αρχαιότητα το Δεσποτικό, το ακατοίκητο νησάκι που βρίσκεται απέναντι από τη νοτιοδυτική ακτή της Αντιπάρου. Η σημασία του αρχαϊκού ιερού, που ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα, αλλά και το πλήθος των ευρημάτων που έχουν έρθει στο φως τα τελευταία χρόνια κατά τις συστηματικές ανασκαφές, τις οποίες διενεργεί ο αρχαιολόγος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, Γιάννος Κουράγιος, το αποδεικνύουν.
Έτσι μια αναστήλωση των δύο σημαντικότερων κτιρίων της, του ναού και του τελετουργικού εστιατορίου (που βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο), με αρχαίο υλικό διάσπαρτο στην περιοχή αλλά και με αρκετό νέο, είναι κίνηση ιδιαίτερα σημαντική, καθώς θα υποδηλωθεί η τρίτη διάσταση του συνόλου, γεγονός που θα το καταστήσει κατανοητό και ευανάγνωστο. Οι εργασίες έχουν ήδη ξεκινήσει, σύμφωνα με την πρώτη φάση της προμελέτης αναστήλωσης που έχει εγκριθεί από το ΚΑΣ. Αυτό που έμενε ήταν η «έγκριση» της πλήρους μελέτης αποκατάστασης και αναστήλωσης των δύο κτιρίων, μαζί με τις προτάσεις για την αντισεισμική επάρκεια του μνημείου, κάτι που συνέβη ομόφωνα πρόσφατα στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο.
Το αναστηλωτικό έργο αφορά τρεις κίονες του ναού και τρεις του εστιατορίου, που θα «ακουμπούν» σε μεσοτοιχία, μαζί με τα κιονόκρανα και τα επιστύλια, καθώς και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη, όπου υπάρχουν (π.χ. μετόπες, τρίγλυφα, γείσα). Η μεσοτοιχία θα έχει ύψος περίπου 5 μ., οι δε τοίχοι των δωματίων του εστιατορίου και του ναού θα υψωθούν κι εκείνοι ως έναν βαθμό για να γίνει ακόμα πιο κατανοητή η γεωμετρία του μνημείου, ενώ θα τοποθετηθούν και οι παραστάδες των θυρών.
Όπως έχει ανακοινωθεί από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, η ολοκλήρωση του έργου έχει ως απώτερο σκοπό την οργάνωση και ανάδειξη του χώρου σε έναν μοναδικό αρχαιολογικό χώρο, ένα πρότυπο αρχαιολογικό πάρκο στις Κυκλάδες, με εποπτικό ενημερωτικό υλικό και διαδρομές περιήγησης σε όλο το νησί, αφού πρόκειται για ένα από τα μοναδικά ακατοίκητα νησιά στις Κυκλάδες, με ιδιαίτερο φυσικό κάλλος.
Το Δεσποτικό και η Αντίπαρος ήταν κάποτε ενωμένα με την Πάρο. Όπως είπε ο καθηγητής, μέλος του ΚΑΣ, Μανόλης Κορρές, το σύνολο μέσα σε δύο χιλιετίες έχει βυθιστεί περίπου 6 μέτρα, με αποτέλεσμα η αρχική ενότητα να έχει χωριστεί σε τρία μέρη. Ο ίδιος επεσήμανε ότι μια ιδιαιτερότητα του ναού είναι ότι τα θυρόφυλλα άνοιγαν προς τα έξω (στους άλλους ναούς, όπως στον Παρθενώνα, προς τα μέσα), ενώ η στοά, που προστέθηκε αργότερα, φέρει διάφορες οικοδομικές φάσεις, οι οποίες έχουν κατανοηθεί και δημοσιευτεί πλήρως, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό για μία επιτυχή αναστήλωση. Επίσης, ως προς τη μεγάλη χρήση νέου υλικού, ο κ. Κορρές είπε ότι δεν μπορεί να αποφευχθεί, λόγω της αρπαγής πολλών αρχαίων μελών, κυρίως κατά τον Μεσαίωνα από τις δυνάμεις της Μεσογείου, τη Βενετία και τη Γένοβα, που στις περισσότερες περιπτώσεις κατέληξαν σε καλλιτεχνικά εργαστήρια, αλλά και εξαιτίας της διάβρωσης από το θαλάσσιο περιβάλλον. Ωστόσο, είναι αρκετό για την επαρκή γνώση του μνημείου.
Η λατρεία στο Δεσποτικό, όπου ιδρύθηκε το μεγαλύτερο ιερό μετά από αυτό της Δήλου, είχε ξεκινήσει από τον 7ο αι. π. Χ. (υπάρχουν φάσεις ακόμα παλαιότερες, της Γεωμετρικής περιόδου, που λείπουν από τη Δήλο). Τη μεγαλύτερη ακμή του τη γνώρισε τον 6ο αι. π.Χ., ενώ τα πρωιμότερα ίχνη λατρείας χρονολογούνται στον 9ο και 8ο αι. π.Χ.