Δύο νέα μουσεία θα ανοίξουν φέτος στην Ελλάδα και μάλιστα στην περιφέρεια, αναδεικνύοντας τη βιομηχανική κληρονομιά και την πολιτισμική ταυτότητα της χώρας. Τα μουσεία φέρουν την σφραγίδα του Πολιτιστικού Ιδρύματος του Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ) και έρχονται να προστεθούν στα επτά που ήδη λειτουργούν στη Λέσβο, στη Στυμφαλία, στην Τήνο, στο Βόλο, στη Δημητσάνα, στη Σπάρτη και στο Σουφλί.
Με την ευκαιρία της ετήσιας συνάντησης της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Μουσείων, που φέτος διοργανώθηκε στην Αγία Παρασκευή Λέσβου, όπου βρίσκεται το Μουσείο Βιομηχανικής Ελαιουργίας, το ΑΠΕ-ΜΠΕ μίλησε με την προϊσταμένη της Υπηρεσίας Μουσείων του ΠΙΟΠ, Έλια Βλάχου, για τη σημασία της διάσωσης και της ανάδειξης της βιομηχανικής κληρονομιάς της χώρας.
Στη συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η Έλια Βλάχου ανακοίνωσε τη λειτουργία δύο νέων μουσείων εντός του 2016 υπό την αιγίδα του Πολιτιστικού Ιδρύματος του Ομίλου Πειραιώς: Πρόκειται για το Μουσείο Μαστίχας Χίου που θα εγκαινιαστεί τον Ιούνιο και το Μουσείο Αργυροτεχνίας που θα εγκαινιαστεί στα Γιάννενα, το φθινόπωρο.
Στην ερώτηση πώς χρησιμοποιείται η διεθνής εμπειρία για την ανάδειξη της βιομηχανικής κληρονομιάς από το ΠΙΟΠ, η Έλια Βλάχου απάντησε ότι «το ενδιαφέρον στον τομέα της βιομηχανικής κληρονομιάς είναι ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται νοσταλγικά, αλλά πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια γνώση για τις παραγωγικές διαδικασίες που έδωσαν ζωή στην τοπική οικονομία, στην κοινωνία και στην πολιτισμική ταυτότητα και επομένως μπορεί να μας εμπνεύσει για το μέλλον σε μια καινοτόμα και βιώσιμη προσέγγιση. Αυτή είναι και η προσέγγιση του ΠΙΟΠ και αυτή θέλουμε να περάσουμε μέσα από τα μουσεία μας».
Ερωτηθείσα για την πρόσληψη των μουσείων που αναδεικνύουν την βιομηχανική κληρονομιά από τους μαζικούς επισκέπτες, η κα Βλάχου επισήμανε ότι «δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με μηχανήματα, αλλά έχουμε να κάνουμε και με ανθρώπους και νομίζω ότι αυτή η προσέγγιση είναι που κερδίζει και το κοινό. Γιατί βλέπουν τον ανθρώπινο μόχθο, την ανθρώπινη προσπάθεια και το αποτέλεσμα αυτού του μόχθου».
«Σε πολλά από τα μουσεία μας, όπου υπήρχε αυτή η δυνατότητα» συνέχισε η ίδια, «έχουμε ενσωματώσει και μαρτυρίες εργαζόμενων στο χώρο, έχουμε καταγράψει την παραγωγική διαδικασία και αυτή ακριβώς η ανθρώπινη διάσταση είναι που φέρνει τον επισκέπτη πιο κοντά. Άλλωστε είναι χαρακτηριστικό, επειδή απευθυνόμαστε πολύ και στις τοπικές κοινωνίες, ότι μεγάλος αριθμός επισκεπτών, είναι άνθρωποι που προέρχονται από την περιοχή και είτε οι ίδιοι είτε μέλη της οικογένειάς τους δούλευαν σε αυτούς τους χώρους, οπότε υπάρχει και μια πιο συγκινησιακή προσέγγιση του μουσειακού χώρου».
Για τη διασύνδεση ενός βιομηχανικού μουσείου, με την τοπική κοινωνία η προϊσταμένη της Υπηρεσίας Μουσείων του ΠΙΟΠ, σχολίασε:
«Είναι απόλυτη ανάγκη να το νιώσουν ως οργανικό τμήμα, γιατί, όπως είπαμε, αφορά στην τοπική ιστορία και μία παραγωγή η οποία σφράγισε την τοπική οικονομική και πολιτισμική ταυτότητα του τόπου. Άρα ήδη από τη σύλληψη ενός τέτοιου μουσείου, τη διαδικασία υλοποίησής του και εν συνεχεία τη λειτουργία και την ανάδειξή του, ο τοπικός παράγοντας είναι μείζονος σημασίας. Αν δεν το δεχτεί η τοπική κοινωνία, δεν είναι δυνατό να λειτουργήσει οργανικά ως ένα ζωντανό κύτταρο του τόπου, ως μια ζωντανή κυψέλη θα έλεγα καλύτερα, η οποία σε κάθε τόπο προσκαλεί τον κόσμο για να δημιουργήσουμε από κοινού το κοινό μας αύριο».