Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν το Παρίσι κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, «έπεσε» στα χέρια τους και το Μουσείο του Λούβρου. Με αφορμή τη συνεργασία μεταξύ του Γερμανού αξιωματικού Κόμη Βολφ Μέττερνιχ και του Γάλλου Διευθυντή του Λούβρου Ζακ Ζογιάρ για τη διάσωση αυτής της ζωντανής Κιβωτού του ανθρώπινου πολιτισμού, ο Ρώσος σκηνοθέτης Αλεξάντρ Σοκούροφ δημιούργησε μια πολυεπίπεδη ταινία για την τέχνη, τον πολιτισμό, τον πόλεμο και το τι ακριβώς είναι αυτό που μας κάνει ανθρώπους.

Η ταινία, που έχει τίτλο «Η Κιβωτός των Ανθρώπων», θα προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 31 Μαρτίου 2016.

Ο Αλεξάντρ Σοκούροφ σε όλο το εύρος της μεγάλης φιλμογραφίας του (ντοκιμαντέρ, ταινίες μυθοπλασίας αλλά και άλλα συνδυαστικά είδη) αποδεικνύει ότι ένα μουσείο είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένας χώρος όπου διατηρείται η τέχνη. Το μουσείο είναι το πραγματικό DNA ενός πολιτισμού, το ζωντανό όργανο της πόλης, εκεί όπου χτυπά η καρδιά ενός έθνους. Σύμφωνα με την προσέγγιση του Σοκούροφ, η έννοια του μουσείου είναι τουλάχιστον ιερή. Με την «Κιβωτό των Ανθρώπων» εξερευνά ένα ιστορικό κεφάλαιο με φόντο τα έργα τέχνης του Μουσείου του Λούβρου, εφαρμόζει το μοναδικό προσωπικό του όραμα σε σκηνοθετημένες αναπαραστάσεις και πλάνα αρχείων και εστιάζει στα συναρπαστικά πορτρέτα δυο χαρακτήρων που υπήρξαν στην πραγματικότητα, του Ζακ Ζογιάρ και του Κόμη Βολφ Μέττερνιχ, καθώς και στην υποχρεωτική συνεργασία τους κατά τη διάρκεια της Ναζιστικής Κατοχής στο Μουσείο του Λούβρου.

Το Λούβρο υπό ναζιστική κατοχή

Εν όψει της απειλής του πολέμου η οποία εκφράστηκε με τη γερμανική εισβολή στην Sudetenland (μια γερμανόφωνη περιοχή στα σύνορα της Τσεχοσλοβακίας εκείνη την εποχή), στις 27 και 28 Σεπτεμβρίου του 1938 με διαταγή του Διευθυντή του Μουσείου, Ζακ Ζογιάρ, οι συλλογές των έργων τέχνης του Λούβρου συσκευάστηκαν και μεταφέρθηκαν με φορτηγά στο Château de Chambord στην κοιλάδα του Loire. Αυτό προέβλεπε ένα σχέδιο που είχε καταρτιστεί από τη Διεύθυνση Εθνικών Μουσείων της Γαλλίας πολύ καιρό πριν. Μερικές ημέρες αργότερα, μετά την υπογραφή της συμφωνίας του Μονάχου, η εκκένωση του Μουσείου σταμάτησε και εντός του Οκτώβρη 1938 τα έργα επέστρεψαν στο Παρίσι.

Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1939, ο Ζογιάρ, με ευθύνη της Εθνικής Υπηρεσίας Μουσείων, επανέλαβε τη διαδικασία απομάκρυνσης έργων τέχνης από το Λούβρο και από άλλα μουσεία του Παρισιού, προκειμένου να προστατευτούν τώρα από πιθανή βομβιστική επίθεση  (και όχι λόγω κινδύνου πιθανής εισβολής). Αν και το Château de Chambord ήταν το κυριότερο μέρος αποθήκευσης, υπήρξαν και άλλα châteaux, ειδικά εκείνα στην κοιλάδα του Loire, τα οποία είχαν επιταχθεί ώστε να στεγάσουν τις συλλογές, με τη συγκατάθεση των ιδιοκτητών τους. Οι επιμελητές ήταν εκείνοι που ανέλαβαν την ευθύνη της διαχείρισης των εγκαταστάσεων αποθήκευσης.

Παράλληλα, στο ίδιο το Λούβρο ελήφθησαν μέτρα προστασίας υπό την καθοδήγηση του Ζογιάρ: τα γλυπτά προστατεύτηκαν με σακιά από άμμο, εγκαταστάθηκε πυροπροστασία, τα παράθυρα ενισχύθηκαν με καμουφλάζ κ.λπ. Οι πίνακες και τα γλυπτά που δεν είχαν μετακινηθεί, αποθηκεύτηκαν στο υπόγειο του μουσείου. Τα κάδρα, καθώς και πλαίσια έργων που είχαν εκκενωθεί, παρέμειναν στη θέση τους.

Την άνοιξη του 1940 στη Γερμανία, ο Φραγκίσκος Βολφ Μέττερνιχ (Επιμελητής της Ρηνανίας) διορίστηκε ως υπεύθυνος προστασίας των έργων τέχνης. Στη σύσταση αυτής της υπηρεσίας προστασίας των έργων τέχνης οδήγησε η πρότερη εμπειρία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τη διάρκεια του οποίου αντικείμενα ανεκτίμητης πολιτιστικής αξίας χάθηκαν για πάντα, καθώς επίσης και το ενδιαφέρον για τους πολλούς γερμανικούς θησαυρούς τέχνης που υπήρχαν στη Γαλλία από την εποχή των  Ναπολεόντειων πολέμων.

Στις 29 Σεπτεμβρίου του 1940, μέρος του Λούβρου άνοιξε και πάλι.  Στην τελετή των εγκαινίων παραβρέθηκαν ο Ζογιάρ και ο Μέττερνιχ (ο οποίος έβγαλε και λόγο), ο Στρατάρχης von Rundstedt, ο Hermann Bunjes, ο Πρέσβης Otto Abetz και άλλοι.  Από τον Οκτώβριο του 1940, κάποιες γκαλερί γλυπτικής για λίγες ημέρες την εβδομάδα ήταν ανοικτές για το κοινό. Λειτούργησε επίσης ένα γραφείο πώλησης καρτ-ποστάλ. Ο Hermann Bunjes έγραψε έναν οδηγό στη γερμανική γλώσσα και οργανώθηκαν ξεναγήσεις για Γερμανούς αξιωματικούς και στρατιώτες.

Οι προστάτες των έργων τέχνης βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα δίλημμα. Υποχρεώθηκαν να συνεργαστούν με τον οργανισμό του Ναζιστικού καθεστώτος που αναλάμβανε τις κατασχέσεις πολιτιστικού περιεχομένου, διοικητής του οποίου ήταν ο Alfred Rosenberg.  Ο οργανισμός εκείνος, με εντολή του Φύρερ, εξουσιοδοτήθηκε τον Ιούλιο του 1940 να κατάσχει όλα τα πολιτιστικά αντικείμενα προφανής αξίας που αποτελούσαν «αγαθά Εβραίων χωρίς ιδιοκτήτη». Καθώς δεν υπήρχαν συγκεκριμένοι κανονισμοί –εκτός από τη Συνθήκη της Χάγης και το Γαλλογερμανικό σύμφωνο εκεχειρίας– ο Βολφ Μέττερνιχ επιχείρησε να εκτελέσει τις εντολές με τρόπο συμβατό με το διεθνές δίκαιο. Τα γερμανικά αρχεία σχετικά με την κλοπή έργων τέχνης στη Γαλλία μαρτυρούν την περίεργη κατάσταση που προέκυψε τους μήνες που ακολούθησαν: ο Μέττερνιχ ύψωσε το ανάστημά του και προκάλεσε την εχθρότητα του Γερμανού Πρέσβη, και στη συνέχεια του Alfred Rosenberg και του Reichsmarschall Göring (δύο ηγετικών φυσιογνωμιών του Ναζιστικού Καθεστώτος).

Οι εντάσεις του Βολφ Μέττερνιχ με τους Οργανισμούς Κατοχής καθώς επίσης και τους ανωτέρους του στο Βερολίνο κλιμακώθηκαν. Εντέλει, παρόλο που το 1942  μετατέθηκε μακριά από το Παρίσι, εκείνος συνέχισε από τη Βόννη να επιβλέπει το έργο του προσωπικού του.

Ο Ζογιάρ πέρασε ολόκληρο τον πόλεμο στο Παρίσι, ταξιδεύοντας με το παλιό του αυτοκίνητο από Chateau σε Château, για να επιθεωρεί τις συλλογές που είχαν μεταφερθεί εκεί. Όταν οι συγκρούσεις μεταφέρθηκαν πιο κοντά στο Παρίσι, o Ζογιάρ οργάνωσε ένα σύστημα προστασίας και άμυνας στo Λούβρο, επιστρατεύοντας σε αυτό τους επιμελητές του και όλο το διαθέσιμο προσωπικό. Οι πρώτες συμπλοκές στο Παρίσι ξέσπασαν στις 19 Αυγούστου 1944. Ο κυριότερος κίνδυνος για το Λούβρο ήταν ότι βρισκόταν πολύ κοντά στο  ξενοδοχείο Meurice, όπου είχε εγκατασταθεί το Γερμανικό Αρχηγείο. Οι μάχες για την απελευθέρωση του Παρισιού μαίνονταν. Ωστόσο, το Μουσείο δεν υπέστη καμία σημαντική ζημία. Στις 25 Αυγούστου του 1944, τα τεθωρακισμένα του Γερμανικού Στρατού υπό τις διαταγές του Στρατηγού Leclerc εισήλθαν στην πόλη. Η μάχη στο Tuileries (Δημόσιο Πάρκο δίπλα στο Λούβρο) έληξε περίπου στις 4 το απογευμα, με την παράδοση των γερμανικών δυνάμεων.

Από τον Οκτώβριο του 1944, οι συλλογές σταδιακά άρχισαν να επιστρέφουν και το Λούβρο άνοιξε μερικώς ξανά. Συστάθηκε μια Επιτροπή για την επιστροφή των έργων με επικεφαλής τον Ζογιάρ, έργο της οποίας ήταν να αναζητήσει και να ανακτήσει τα έργα τέχνης που είχαν κλαπεί από τους Γερμανούς. Το Λούβρο άνοιξε τις πύλες του κανονικά τον Ιούλιο του 1945. Οι συλλογές του αναδύθηκαν από τον πόλεμο σχεδόν αλώβητες, κάτι που δεν συνέβη στην περίπτωση των συλλογών εκείνων που ανήκαν σε Εβραίους οι οποίοι έπεσαν θύματα των δυνάμεων Κατοχής και του καθεστώτος του Petain (τότε Πρωθυπουργού της Γαλλίας φιλικά προσκείμενου στους Ναζί) .