Γόνος οικογένειας μεγιστάνων τραπεζιτών, ο Thomas Hope (1769-1831) πραγματοποίησε, κατά το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, το Grand Tour· την καθιερωμένη για τους νέους της τάξης του περιοδεία στην Ελλάδα και την Μέση Ανατολή. Πολυμαθής, φιλότεχνος, με μοναδικές συλλογές αρχαιοτήτων, γλυπτικής και ευρωπαϊκής ζωγραφικής, γενναιόδωρος χορηγός και ειδήμων σε θέματα αρχιτεκτονικής και διακόσμησης ανέτρεψε τα καλλιτεχνικά δεδομένα της εποχής του, αφήνοντας το στίγμα του στην καλλιτεχνική περίοδο Regency (αρχές 19ου αιώνα). Δημιούργησε το «στυλ Hope», το οποίο εμπνέεται από αρχαίους πολιτισμούς της Μεσογείου, και το διέδωσε, εκδίδοντας μια σειρά εικονογραφημένων εγχειριδίων με ενδυματολογικό ρεπερτόριο, καθώς και προτάσεις για χρηστικά και διακοσμητικά αντικείμενα.
Ο ίδιος υπήρξε ένας εξαιρετικά ταλαντούχος σχεδιαστής και σχεδίασε επιμελώς ποικίλα θέματα από τις περιοχές που επισκέφθηκε στη διάρκεια του Grand Tour. Τα έργα αυτά (σύνολο 350), ταξινομημένα από τον ίδιο, φυλάσσονταν στην προσωπική του βιβλιοθήκη δεμένα σε πέντε τόμους, οι οποίοι μετά το θάνατό του εξαφανίστηκαν. Ενώ η διεθνής επιστημονική κοινότητα τους θεωρούσε χαμένους, στην πραγματικότητα είχαν αγοραστεί το 1930 από τον Αντώνη Μπενάκη και φυλάσσονταν στη βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη. Η ανακάλυψή τους το 1984 αποτέλεσε ένα γεγονός με διεθνή επιστημονική απήχηση, δεδομένου ότι τα έργα συγκροτούν ένα θησαυρό οπτικών μαρτυριών για αρχαιολογικές τοποθεσίες και μνημεία που έχουν εκ τότε αλλοιωθεί, από την Ελλάδα, την Αίγυπτο και την Τουρκία, όπου πρωταγωνιστεί θεματικά η Κωνσταντινούπολη.
Περισσότερα από 30 χρόνια μετά την ανακάλυψη αυτή, το Μουσείο Μπενάκη παρουσιάζει έκθεση με τίτλο «Thomas Hope: Σχέδια της Οθωμανικής Κωνσταντινούπολης» στους χώρους του Μουσείου Ισλαμικής Τέχνης.
Στην έκθεση παρουσιάζονται 60 έργα με θέμα την Κωνσταντινούπολη. Η θεματική ποικιλία και η λεπτομέρεια των σχεδίων είναι αξιοθαύμαστη και αποκαλύπτουν τη γοητεία που άσκησε στον Thomes Hope η πρωτεύουσα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τα θέματα απεικονίζουν: τοπογραφικά σχεδιαγράμματα και διπλωτά πανοράματα της Κωνσταντινούπολης και των περιχώρων, οθωμανικά παλάτια, αίθουσες του σεραγιού, πύλες, τζαμιά, ταφικά μνημεία, υπαίθριες κρήνες, τα γιαλιά πάνω στο Βόσπορο, τις λέμβους διασκεδάσεων του σουλτάνου, επίσης απόψεις από γειτονιές και προάστια, σκηνές στα μαγαζιά και στα καφενεία της αγοράς, παραστάσεις με ενδυμασίες. Όλα αυτά με μια εξαιρετική σχεδιαστική ποιότητα, καθώς η απαράμιλλη δεξιοτεχνία του Thomas Hope στη γραμμική διατύπωση αγγίζει την ικανότητα μικρογράφου, ενώ η ευαίσθητη χρωματική του κλίμακα, τού επιτρέπει να αναδείξει λεπτομέρειες των κτηρίων και των ενδυμασιών που καταπλήσσουν το θεατή και διεγείρουν τη φαντασία του.
Ωστόσο, η σημασία της συλλογής Thomas Hope δεν εξαντλείται στην αισθητική χαρά που προσφέρει στους φιλότεχνους. Για τους μελετητές του οθωμανικού πολιτισμού τα έργα αποτελούν έναν μοναδικό θησαυρό, κυρίως γιατί η χρονολογία σχεδίασής τους, δηλαδή ο 18ος αιώνας, τα καθιστά ένα σπάνιο εικαστικό εύρημα, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη χρονική περίοδος είναι σχετικά φτωχή σε οπτικές μαρτυρίες για την Τουρκία.
Ένα δεύτερο και εξίσου σημαντικό στοιχείο, το οποίο διαφοροποιεί τα έργα του Thomas Hope από άλλα εικονογραφικά σύνολα παρόμοιας θεματικής, είναι η αυθεντικότητα των παραστάσεων. Όπως γνωρίζουν οι μελετητές, πολλοί ζωγράφοι-περιηγητές -μολονότι σχεδίαζαν επιτόπου- συχνά παραμόρφωναν τα τοπικά χαρακτηριστικά προκειμένου να εξωραΐσουν τις παραστάσεις. Αυτό είναι ένα φαινόμενο που υποβαθμίζει την τεκμηριωτική τους αξία. Αυτή δεν είναι καθόλου η περίπτωση του Thomas Hope, ο οποίος σχεδίαζε με ευσυνειδησία, καταγράφοντας τα θέματα με απόλυτη πιστότητα. Επιπλέον, η αξεπέραστη θεματική ποικιλία της συλλογής την καθιστά σημείο αναφοράς για μελετητές πολλαπλών ειδικοτήτων, όπως ιστορικούς, αρχιτέκτονες, λαογράφους, ενδυματολόγους κ.λπ. Ειδικά, δε, για την Κωνσταντινούπολη το έργο του αποτελεί μία αστείρευτη δεξαμενή υλικού για όποιον επιθυμεί να ανασυστήσει ένα πανοραμικό πορτρέτο της πόλης κατά τον 18ο αιώνα, με αυθεντικά δείγματα του τοπίου, της αρχιτεκτονικής, των κατοίκων και της καθημερινότητας. Το σημαντικότερο είναι ότι πρόκειται για ένα αρχείο, αδημοσίευτο στο σύνολό του, η έκδοση του οποίου αναμένεται να εκτιμηθεί ιδιαίτερα από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα.
Την έκθεση συνοδεύει έκδοση δίγλωσση (ελληνικά/αγγλικά), η οποία περιλαμβάνει φωτογραφίες των έργων και συνοδευτικά κείμενα σχετικά με τον καλλιτέχνη και την εποχή του, από τις επιμελήτριες της έκθεσης δρα Φανή-Μαρία Τσιγκάκου, ιστορικό της τέχνης, και Μίνα Μωραΐτου, επιμελήτρια του Μουσείου Μπενάκη Ισλαμικής Τέχνης.
Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 25 Σεπτεμβρίου 2016 και πραγματοποιείται με την ευγενική υποστήριξη του Γραφείου Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκικής Πρεσβείας στην Αθήνα.