«’Cycladica’ της 3ης και 2ης χιλιετίας π.Χ. από τη χερσόνησο των Βουρλών στην περιοχή της Σμύρνης» είναι ο τίτλος διάλεξης που θα δώσει ο Vasif Sahoglu, καθηγητής στο Τμήμα Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Άγκυρας, την Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016, και ώρα 19:00, στο κτήριο της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας (Πανεπιστημίου 22, Αθήνα).
Οι Κυκλάδες, ενδιάμεσοι σταθμοί (πατήματα) στο Αιγαίο Πέλαγος, συνδέουν πολιτισμικά την Μικρά Ασία και την Ηπειρωτική Ελλάδα από τους πρωιμότατους χρόνους. Ο Μηλιακός οψιανός, ένα πολύτιμο υλικό που προέρχεται από ένα κυκλαδίτικο νησί, τη Μήλο, συνέδεσε τις περιοχές αυτές μέσω ανταλλαγών και επέτρεψε στους νησιώτες να φτάσουν πέρα από το δικό τους χώρο και να εξερευνήσουν τις δύο προαναφερθείσες ηπειρωτικές περιοχές από τη Νεολιθική περίοδο και μετά. Υπό το φως των αρχαιολογικών στοιχείων, οι πρωιμότερες επαφές της δυτικής ακτής της Μικράς Ασίας με τις Κυκλάδες ανάγονται στη Νεολιθική περίοδο με άφθονα ευρήματα Μηλιακού οψιανού σε διάφορες θέσεις της δυτικής Μικράς Ασίας. Αυτές οι επαφές συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια της 5ης και της 4ης χιλιετίας π.Χ., όπως αποδεικνύεται από τους παρόμοιους τύπους κεραμικής καθώς και αντικειμένων από μάρμαρο και οψιανό που απαντούν τόσο στα Κυκλαδονήσια όσο και στη δυτική Μικρά Ασία.
Το πρώτο μισό της 3ης χιλιετίας π.Χ., συμπίπτει με μια νέα και ανθηρή πολιτισμική φάση για τις Κυκλάδες. Με την αυξανόμενη ανάγκη για τη διανομή του οψιανού και τις προόδους στη μεταλλουργία, οι Κυκλαδίτες άρχισαν να κυριαρχούν στο Αιγαίο Πέλαγος και η έως πρόσφατα μη ορατή κυκλαδική επίδραση είναι πλέον εμφανής στους παραθαλάσσιους οικισμούς της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Κρήτης και της δυτικής Μικράς Ασίας.
Ποικίλα κυκλαδικά ή κυκλαδίζοντα στοιχεία στα ταφικά έθιμα, την κεραμική και τα μικρά ευρήματα επισημαίνονται σε παράκτιες θέσεις, όπως η Ιασός, η Μίλητος, το Liman Tepe, το Bakla Tepe και η Τροία. Η περίοδος αυτή απηχεί επίσης την πιο ένδοξη φάση του Κυκλαδικού πολιτισμού.
Μετά τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ., με την αυξανόμενη ζήτηση για μέταλλα και την εμφάνιση του «Δικτύου Ανατολικού Εμπορίου», η Μικρά Ασία εισέρχεται σε μια νέα φάση που περιλαμβάνει εκτεταμένες διαπεριφερειακές επαφές. Τα πολιτισμικά σύνολα που προκύπτουν από τη δυτική επέκταση του δικτύου αυτού είναι γνωστά ως σύνολα της «φάσης Καστριού» στις Κυκλάδες και «Λευκαντιού Ι» στην ηπειρωτική Ελλάδα. Τα δύο ανωτέρω σύνολα χαρακτηρίζονται από ανατολικά ή ανατολίζοντα στοιχεία. Η χερσόνησος των Βουρλών είναι μία από τις κύριες πύλες της ηπειρωτικής Μικράς Ασίας που οδηγεί στο Αιγαίο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και το Liman Tepe, ως το πιο σημαντικό λιμάνι της περιοχής, έφτασε στο αποκορύφωμά της ανάπτυξης του κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Μετά από κάποιο πιθανό κλιματικό φαινόμενο –το οποίο θα μπορούσε να ήταν ένας από τους κύριους λόγους που προκάλεσε την κατάρρευση του «Δικτύου Ανατολικού Εμπορίου» κατά τη διάρκεια του τελευταίου τετάρτου της 3ης χιλιετίας π.Χ. – μια νέα δύναμη άρχισε να αναδύεται στην Κρήτη – μια περιοχή που βρίσκεται πέρα από τα όρια του ανωτέρω δικτύου.
Οι Μινωίτες ναυτικοί, χρησιμοποιώντας το πανί και νέες τεχνολογίες στην κατασκευή πλοίων, άρχισαν να κυριαρχούν στο Αιγαίο Πέλαγος από την αρχή της 2ης χιλιετίας π.Χ. και μετά. Το Çeşme-Bağlararası, στο δυτικότερο άκρο της χερσονήσου των Βουρλών, έγινε ένα σημαντικό κέντρο εμπορίου και ανταλλαγών κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, όπως αποδεικνύεται από τα πολυάριθμα κυκλαδικά και μινωίζοντα ευρήματα.
Η χερσόνησος των Βουρλών, με λιμάνια σε θέσεις κλειδιά όπως το Liman Tepe και το Çeşme-Bağlararası, λειτουργεί ως ένα αρχαιολογικό εργαστήριο που υπόσχεται νέες γνώσεις σχετικά με τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές, πολιτισμικές και οικονομικές δυναμικές που αναδεικνύονται στην περιοχή του Αιγαίου διαμέσου των αιώνων.
Η ομιλία πραγματοποιείται στο πλαίσιο του Κυκλαδικού Σεμιναρίου της Αρχαιολογικής Εταιρείας που διοργανώνει η Μαρίζα Μαρθάρη.