Μνημείο χαρακτηρίστηκε το κέλυφος του κτιρίου διοίκησης στο στρατόπεδο Μαθιουδάκη στην Καστοριά, ένα κτίριο που είχε προηγουμένως προγραμματιστεί να κατεδαφιστεί για να δώσει τη θέση του σε αστυνομικό μέγαρο. Ο χαρακτηρισμός ήρθε μετά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας να μην επιτρέψει την κατεδάφιση του ιστορικού κτίσματος.
Τον Μάρτιο του 2013, το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων είχε γνωμοδοτήσει κατά πλειοψηφία κατά του χαρακτηρισμού του συγκεκριμένου κτιρίου ως μνημείου, έπειτα από αυτοψία μελών του, με το σκεπτικό ότι δεν διαθέτει σημαντικά αρχιτεκτονικά, ιστορικά και πολεοδομικά χαρακτηριστικά. Επίσης, τα μέλη που συμμετείχαν στην αυτοψία παρατήρησαν σε υπόμνημά τους ότι η ανέγερση του κτίσματος σε λόφο, σε τοπίο αδόμητο, το καθιστούσε περίοπτο και δεσπόζον, ενώ αντίθετα σήμερα με την επέκταση του σχεδίου πόλης στη συγκεκριμένη περιοχή και την ανέγερση οικοδομών έχει χάσει πια το δεσπόζοντα χαρακτήρα του. Εξάλλου, έκριναν ότι το κτίριο δεν αποτέλεσε ποτέ τοπόσημο ή σημείο αναφοράς για τους κατοίκους.
Κατά της παραπάνω απόφασης προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας το πολιτιστικό σωματείο «Σπασμένο Ρόδι». Όπως ανέφεραν στην αίτησή τους, το κτίριο ανεγέρθηκε το 1903-1904 και αποτελεί ορόσημο της περιοχής, με ιδιαίτερο ρόλο στην τοπική Ιστορία της Καστοριάς. Όπως σημείωναν μεταξύ άλλων, τον Νοέμβριο του 1912 στους χώρους διοίκησης του στρατοπέδου έγιναν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ στρατιωτικών και πολιτικών αρχών προκειμένου να μην πυρποληθούν οι χριστιανικές συνοικίες της πόλης. Οι τουρκικές δυνάμεις στη συνέχεια υποχώρησαν προς την Κορυτσά και ο ελληνικός στρατός έκανε πανηγυρική ύψωση της ελληνικής σημαίας στον έρημο στρατώνα. Επίσης, το κτίριο αποτέλεσε έδρα του ελληνικού στρατού κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου.
Το ΣτΕ με την υπ’ αριθμόν 3176/2015 απόφασή του έκανε δεκτή την προσφυγή και ακύρωσε τις αποφάσεις που επέτρεπαν την κατεδάφιση του κτιρίου και την ανέγερση του νέου, ενώ οι δικαστές επέστρεψαν την υπόθεση στο υπουργείο για νέα κρίση.
Κατά τη νέα εξέταση του θέματος από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, διατυπώθηκαν απόψεις τόσο υπέρ όσο και κατά του χαρακτηρισμού από τα μέλη, αλλά και εκπροσώπους φορέων της Καστοριάς που παρέστησαν.
Ο δικηγόρος που εκπροσωπούσε το σωματείο «Σπασμένο Ρόδι», Παντελής Τάρεζ, εξήγησε ότι «από την προηγούμενη συζήτηση του θέματος στο Συμβούλιο έχουν πληθύνει οι φωνές υπέρ της διατήρησης του στρατώνα από ΜΚΟ, φορείς και πλήθος πολιτών, εντός και εκτός της Καστοριάς. Πιστεύουμε ότι και το πέτρινο κτίριο μπορεί να σωθεί και το μέγαρο να ανεγερθεί».
Θέμα μιας ενδιαφέρουσας αρχιτεκτονικής πρότασης μπορεί να αποτελέσει η συνύπαρξη του παλιού κτιρίου με το νέο που θα ανεγερθεί, πρότεινε ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ, Ιωάννης Αίσωπος. Ο ίδιος επισήμανε ότι «το κτίριο στρατωνισμού-διοίκησης αποτελεί τυπικό δείγμα των στρατιωτικών κτιρίων του τέλους της Oθωμανικής περιόδου. Είναι ένα πιο λιτό δείγμα αυτών των στρατώνων αλλά έχει ενδιαφέρουσα ογκοπλασία και ενδιαφέρουσα τοποθέτηση στην τοπογραφία της περιοχής».
Η προσφυγή σωματείου της Καστοριάς κατά της προηγούμενης απόφασης καταδεικνύει ότι «τελικά δεν συμφωνούσε όλη η κοινωνία της Καστοριάς με την κατεδάφιση του παλιού κτιρίου», παρατήρησε ο καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Νικόλαος Χατζηνικολάου.
Υπέρ της κήρυξης τάχθηκαν, εξάλλου, με επιστολές τους ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων και η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας.
Από την άλλη πλευρά, εκπρόσωποι της Αστυνομικής Διεύθυνσης Καστοριάς και της εταιρείας που έχει υπογράψει τη σύμβαση για την ανέγερση του νέου κτιρίου ανέφεραν ότι η Αστυνομία στεγάζεται σήμερα σε ενοικιαζόμενο κτίριο, σε μια παλιά πολυκατοικία της δεκαετίας του ’70, όπου δεν έχει χώρο κράτησης με βάση τις διεθνείς προδιαγραφές, δεν έχει χώρο στάθμευσης και δεν έχει υποδομές για πρόσβαση των ΑΜΕΑ. «Εξετάσαμε ακόμα και την ενοικίαση άλλου χώρου, αλλά δεν βρήκαμε κατάλληλο. Η κατασκευή του Αστυνομικού Μεγάρου στο στρατόπεδο Μαθιουδάκη αποτελεί μονόδρομο για την Αστυνομία», επισήμαναν.
Με την ανέγερση του νέου κτιρίου στη θέση του παλιού συντάχθηκε με επιστολή της και η βουλευτής ΝΔ Καστοριάς, Μαρία Αντωνίου, η οποία χαρακτήρισε το κτίριο διοίκησης «άγνωστο στους κατοίκους της πόλης».
Την ανάγκη ύπαρξης συνέχειας στην Πολιτεία κατέδειξε ο εκπρόσωπος του ΤΕΕ στο Συμβούλιο, Παναγιώτης Γεωργακόπουλος. «Δεν μπορεί τα δεδομένα της Πολιτείας να είναι διαφορετικά τα προηγούμενα χρόνια και διαφορετικά σήμερα», είπε και τάχθηκε κατά του χαρακτηρισμού.
Κατά ψήφισε και η προϊσταμένη της Γενικής Διεύθυνσης Αναστήλωσης Μουσείων και Τεχνικών Έργων του υπουργείου, Ευγενία Γατοπούλου, η οποία είχε δώσει αρνητική ψήφο και στο προηγούμενο Συμβούλιο. «Θεωρώ ότι αυτά τα κτίρια στρατωνισμού είχαν ως το πιο σημαντικό στοιχείο τη χωροθέτηση πάνω στο λόφο. Αυτή έχει απαξιωθεί με την επέκταση του πολεοδομικού σχεδίου και με τα πολυώροφα κτίρια τριγύρω. Επίσης, η έννοια του στρατωνισμού ήταν συνυφασμένη με τον περιβάλλοντα χώρο. Όλος ο περιβάλλων χώρος έχει οικοπεδοποιηθεί από πλευράς του Δήμου οπότε δεν έχει νόημα ύπαρξης», παρατήρησε.
Αντίθετα, η πρόεδρος του Συμβουλίου, γενική γραμματέας του υπουργείου, Μαρία Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη, άλλαξε την προηγούμενη αρνητική της ψήφο και τάχθηκε υπέρ του χαρακτηρισμού. «Τελικά τα δύσκολα θέματα παίρνουν χρόνο για να κριθούν και θεωρώ ότι είναι υποχρέωση απέναντι στον εαυτό μου, μετά τα όσα ακούστηκαν υπέρ του κτιρίου, να αλλάξω την ψήφο μου», εξήγησε.
Τελικά, τα μέλη κατά πλειοψηφία αποφάσισαν το χαρακτηρισμό ως μνημείου του κελύφους του κτιρίου, προκειμένου να υπάρξει η δυνατότητα κάποιων παρεμβάσεων σε περίπτωση που αποφασιστεί η ανέγερση στο χώρο του στρατοπέδου του Αστυνομικού Μεγάρου.
Στην τελευταία συνεδρίαση μειοψήφησαν οι Ευγενία Γατοπούλου, Νικόλαος Μαυρίκας και Παναγιώτης Γεωργακόπουλος.