Πώς θα έδειχνε η βυζαντινή εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης στην Πλάκα εάν είχε γυάλινη στέγη πάνω από το νεότερο πρόσκτισμά της; Μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ, καθώς πρόσφατα τα μέλη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου γνωμοδότησαν, μεν, υπέρ της σχετικής μελέτης που το περιελάμβανε ως πρόταση, αλλά με αρκετές παρατηρήσεις, μία από τις οποίες απέκλειε το ενδεχόμενο.
«Δεν χρειάζεται να προσθέσουμε και τη φάση του 21ου αιώνα στις ήδη υπάρχουσες», «η επιλογή θα αλλοιώσει το μυσταγωγικό φωτισμό του εσωτερικού του ναού», «χρειάζεται διερεύνηση της “συμπεριφοράς” του μνημείου», ήταν μόνο μερικές από τις αντιδράσεις των μελών ως προς την πρόταση της γυάλινης οροφής, η οποία, τουλάχιστον από την πλευρά των μελετητών, είχε σοβαρά πλεονεκτήματα. Το κυριότερο ήταν ότι με την αφαίρεση της υπάρχουσας στέγης από μπετόν, που θεωρήθηκε απαραίτητη λόγω της καταπόνησης που δημιουργεί στον ναό, το κυρίως μνημείο του 11ου αιώνα θα «ανέπνεε», αποδίδοντας ταυτόχρονα 1,30 μέτρα από τη βυζαντινή τοιχοποιία του, η οποία σήμερα δεν είναι ορατή, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος αυτών των πλευρών.
Επιπλέον, σύμφωνα με το ΚΑΣ, η μελέτη, η οποία «πέρασε» σε επίπεδο κατευθύνσεων, θα πρέπει να επανέλθει με καλύτερη ιστορική και αρχαιολογική τεκμηρίωση, με την εκπόνηση αναλυτικού τεύχους για την παθολογία του κι αφού θα έχουν ληφθεί υπόψη οι παρατηρήσεις της αρμόδιας Διεύθυνσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων και των μελών του Συμβουλίου. Σύμφωνα, πάντως, με τα σημερινά δεδομένα, το μνημείο, μεταξύ άλλων, αντιμετωπίζει προβλήματα ρηγματώσεων, κυρίως στον πεσσό επάνω από τον νοτιοανατολικό κίονα και στο σταυροθόλιο του διακονικού, καθώς και αποκολλήσεις των ακμών της κεντρικής και νότιας κόγχης. Επίσης, έχει διαπιστωθεί χαλάρωση ελκυστήρων και προβλήματα υγρασίας, κυρίως στην κεντρική κόγχη.
Ο Ιερός Ναός της Αγίας Αικατερίνης στην Πλάκα βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της ομώνυμης πλατείας, ενώ στο νοτιοδυτικό έχει έρθει στο φως, το 1911, σημαντικό τμήμα δύο πλευρών μεγάλου κτίσματος με περίστυλο αίθριο, το οποίο χρονολογείται στην Υστερορωμαϊκή περίοδο. Ο κυρίως ναός, ο οποίος χρονολογείται στα μέσα του 11ου αιώνα και ανήκει στον τύπο των τετρακιόνιων εγγεγραμμένων σταυροειδών βυζαντινού ρυθμού με συνεπτυγμένο ιερό και νάρθηκα, αρχικά ήταν αφιερωμένος στους Αγίους Θεοδώρους. Σήμερα, η εκκλησία είναι τρισυπόστατη, με το δεξιό παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Άγιο Αντώνιο και το αριστερό στην Αγία Σοφία.
Ο μεσοβυζαντινός ναός ανεγέρθηκε σε θέση παλαιότερης πρωτοχριστιανικής βασιλικής, τα ίχνη της οποίας είναι ακόμα ορατά στην εσωτερική αυλή του σημερινού ναού, που και αυτή είχε χτιστεί, με τη σειρά της, επάνω σε ερείπια αρχαίου ιερού της θεάς Αρτέμιδος, κατά το πρότυπο των Βυζαντινών να οικοδομούν ναούς πάνω σε αρχαία ελληνικά ιερά. Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης υπέστη σοβαρές ζημιές και το 1839 πραγματοποιήθηκαν εργασίες επισκευής για τις ανάγκες του εκκλησιάσματος, στη διάρκεια των οποίων χτίστηκε στη βόρεια, νότια και δυτική πλευρά του ναού η προσθήκη (πρόσκτισμα).
Το τύμπανο και ο τρούλος του ναού δεν έχουν σήμερα την αυθεντική μορφή τους. Ανακατασκευασμένος δύο φορές, πιθανότατα τον 19ο αιώνα και το 1927, ο τρούλος έγινε ψηλότερος και σε μορφή ξένη προς το βυζαντινό αθηναϊκό πρότυπο, ενώ πρόσφατα πραγματοποιήθηκε ανακεράμωση της στέγης του από την αρμόδια Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων.