Στοιχεία για την πρόοδο των εργασιών στη θέση «Βρυόκαστρο» της Κύθνου κατά το 2015 ανακοίνωσε η ερευνητική ομάδα, επικεφαλής της οποίας είναι ο καθηγητής Αλέξανδρος Μαζαράκης Αινιάν. Η ανασκαφή Κύθνου πραγματοποιείται από τον Τομέα Αρχαιολογίας του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας (ΙΑΚΑ) του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με την εποπτεία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων.
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, το 2015, από 6-26 Ιουλίου, πραγματοποιήθηκαν καθαρισμοί στην αρχαία πόλη της Κύθνου (Βρυόκαστρο). Παράλληλα πραγματοποιήθηκε περίοδος μελέτης ενόψει της προετοιμασίας της τελικής δημοσίευσης της ανασκαφής του αρχαϊκού ιερού του Μεσαίου Πλατώματος και του δημοσίου κτιρίου 5. Από πλευράς Εφορείας Αρχαιοτήτων υπεύθυνη ήταν η αρχαιολόγος Θεοδώρα Παπαγγελοπούλου.
Ειδικότερα, στο ανασκαμένο ιερό στο Βόρειο άκρο του Μεσαίου Πλατώματος (ανασκαφές 2002-2013) πραγματοποιήθηκε καθαρισμός από την αυτοφυή βλάστηση. Ο αρχιτέκτων Γουλιέλμος Ορεστίδης πραγματοποίησε αποτυπώσεις της όψης του Δυτικού αναλήμματος του αρχαϊκού ναού (εντός του μαντριού) και εκείνης της Βόρειας του μνημειακού αναλήμματος 4.
Οι εργασίες επικεντρώθηκαν στον καθαρισμό της περιοχής των Κτιρίων 1 και 2 του Νότιου τμήματος του Μεσαίου Πλατώματος, με στόχο την προστασία των αρχαίων που φθείρονται χρόνο με το χρόνο εξαιτίας της βοσκής ζώων και της διάβρωσης. Με την ευκαιρία αυτή οι ερευνητές κατάφεραν να κατανοήσουν καλύτερα την αρχιτεκτονική μορφή τους και να συμπληρώσουν την κάτοψή τους. Τα κτίρια αυτά είχαν καθαριστεί το 1991-1992 και σχεδιαστεί από τον αρχιτέκτονα Αλέξανδρο Γούναρη, αλλά σήμερα, λόγω της συνεχιζόμενης διάβρωσης, διακρίνονται λεπτομέρειες που δεν ήταν τότε ορατές, όπως ο στυλοβάτης του Κτιρίου 1 και ο πιθανολογούμενος Ανατολικός τοίχος του Κτιρίου 2. Τα κτίρια αυτά θεωρούνται δύο από τα σημαντικότερα λατρευτικά οικοδομήματα της αρχαίας πόλης της Κύθνου. Πρόκειται ενδεχομένως για το Τελεστήριο των Σαμοθρακίων Θεών (Κτίριο 1) και το ναό της Αφροδίτης (Κτίριο 2), που στέγαζε το λατρευτικό άγαλμα που φιλοτέχνησε ο Μεσσήνιος γλύπτης Δαμοφών. Οι ολιγοήμερες εργασίες καθαρισμού οδήγησαν σε μια σειρά από σημαντικές διαπιστώσεις.
Κτίριο 1
Το Κτίριο 1, διαστ. 17,40×11,50 μ., είναι ευρυμέτωπο, διμερές, με εξωτερικούς τοίχους πλάτους 0,60 μ. περίπου και στοά στα ανατολικά. Το μέγιστο σωζόμενο ύψος του Δυτικού αναλήμματος (Τ1) πάνω στο οποίο έχει ιδρυθεί είναι 2,80 μ. (στη ΒΔ γωνία). Κατά τόπους, τόσο εσωτερικά, όσο και εξωτερικά του κτιρίου, σώζεται in situ το ερυθρό κονίαμα με το οποίο ήταν επιχρισμένοι οι τοίχοι του, εσωτερικά και εξωτερικά. Όπως αναμενόταν αποκαλύφθηκε πλήρως ο στυλοβάτης (Τ4) κάτω από τη μηδαμινού πάχους στρώση χώματος που τον κάλυπτε. Είναι κατασκευασμένος από τεραστίων διαστάσεων ορθογώνιους δόμους από ντόπιο σχιστόλιθο, πλάτους έως 0,80 μ. Θραύσματα κιόνων δεν βρέθηκαν, αν και παλαιότερα οι ερευνητές είχαν συλλέξει από εδώ δύο αποσπασματικά θραύσματα δωρικών κιονοκράνων.
Είναι ενδιαφέρουσα η παρατήρηση ότι η στοά αυτή, βάθους 4,50 μ., δεν είναι ενιαία, καθώς διακόπτεται από εγκάρσιο τοίχο (Τ6) που αποτελεί τη συνέχεια του εσωτερικού διαχωριστικού τοίχου ανάμεσα στις δύο αίθουσες Α και Β. Συνεπώς φαίνεται ότι πρόκειται για δύο επιμέρους οικοδομήματα: ένα μεγαλύτερο σχεδόν τετράγωνο (10,50×11,60 μ.), στα βόρεια με βοτσαλωτό δάπεδο (Χώρος Α) και προστώο (Χώρος Γ) και ένα μικρότερο, στα νότια (10,50χ7,50μ.) (Χώρος Β και προστώο Χώρος Δ). Ο στυλοβάτης στις δύο στενές πλευρές του οικοδομήματος εφάπτεται στις «παραστάδες» των χώρων, εκατέρωθεν. Ενδέχεται αρχικά το κάθε ένα από τα δύο συνενωμένα οικοδομήματα να συνίστατο από ένα κυρίως δωμάτιο με σχετικά αβαθές προστώο.
Σε δεύτερη φάση φαίνεται ότι η πρόσοψη των δύο ανεξάρτητων οίκων μνημειοποιήθηκε και ενοποιήθηκε κατασκευαστικά ώστε να δίνει την εντύπωση ενιαίας στοάς, ενώ το σκέλος του διαχωριστικού τοίχου Τ6 εντός της στοάς ίσως καθαιρέθηκε έως το ύψος του νέου δαπέδου. Η όλη διαρρύθμιση και αρχιτεκτονική εξέλιξη φέρνει στο νου εκείνην των αρχαϊκών κτιρίων Α1-Α2 στο Δεσποτικό, αλλά και τη μεταγενέστερη σύνδεσή τους με τα Κτίρια Α3-5.
Κατά τις εργασίες καθαρισμού αποκαλύφθηκε πλήρως ο φρεατόσχημος συλλεκτήρας που βρίσκεται σε επαφή με την απιόσχημη δεξαμενή, στη ΝΑ γωνία του οικοδομήματος. Έχει διάμετρο 1 μ. και βάθος 1,20 μ. και είναι επενδεδυμένος με υδραυλικό κονίαμα. Στο ανώτερο τμήμα του, 0,20 μ. από το στόμιο. υπάρχει αύλαξ υπερχείλισης που επέτρεπε τη διοχέτευση καθαρού νερού εντός της παρακείμενης δεξαμενής, το βάθος της οποίας ξεπερνά τα 6 μ.
Στα νότια του κτιρίου άρχισε να αποκαλύπτεται κλίμακα λαξευμένη στο φυσικό βράχο η οποία βαίνει παράλληλα και σε επαφή με το οικοδόμημα. Το πλάτος της κλίμακας δεν αποκαλύφθηκε πλήρως, ωστόσο πρέπει να ξεπερνά το 1,50 μ.
Η κεραμεική που συλλέχτηκε κατά τους καθαρισμούς του κτιρίου επιβεβαιώνει την άποψη που είχε διατυπωθεί παλαιότερα ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα εδώ αρχίζει ήδη από τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους. Εκτός από το όστρακο κρατηροειδούς σκύφου του 10ου αι. π.Χ. που προέρχεται από παλαιότερες έρευνες, συλλέχθησαν και πάλι ορισμένα θραύσματα γεωμετρικών-πρώιμων αρχαϊκών αγγείων με ταινιωτή διακόσμηση. Το κτίριο, με βάση τα επιφανειακά ευρήματα, ήταν σε χρήση έως τουλάχιστον και τους ελληνιστικούς χρόνους.
Η λατρευτική χρήση του Κτιρίου 1 επιβεβαιώνεται, εκτός από τα ευρήματα της παλαιότερης έρευνας, και από κάποια κινητά ευρήματα, όπως ένα ειδώλιο υδριαφόρου. Μια αετωματική μαρμάρινη ενεπίγραφη στήλη, δυστυχώς πολύ φθαρμένη, που βρέθηκε εκεί κοντά, ενισχύει την άποψη για το δημόσιο χαρακτήρα του οικοδομήματος. Η σχέση τέλος με τον ορθογώνιο βωμό, ιδιαίτερα με το βόρειο μισό του κτιρίου (Α/Γ) συνηγορεί και αυτή προς την προτεινόμενη ταύτιση. Παλαιότερα ο Πέτρος Θέμελης είχε διατυπώσει την άποψη ότι το Κτίριο 1 θα μπορούσε να ταυτιστεί με το «Τελεστήριο» των Σαμοθρακίων Θεών (σχετική επιγραφή είχε βρεθεί παλαιότερα στο παρακείμενο κελί), αλλά η διάκριση του κτιρίου σε δύο επιμέρους μέρη (Α/Γ που σχετίζεται με το βωμό, και Β/Δ που σχετίζεται με τη δεξαμενή), ενδέχεται να οδηγήσει σε επανεξέταση αυτής της άποψης.
Κτίριο 2
Η αρχιτεκτονική μορφή του Κτιρίου 2 βορειότερα, είναι περισσότερο ασαφής. Το μήκος του είναι 20,30 μ. και το δυτικό ανάλημμά του (Τ1) σώζεται σε ύψος τουλάχιστον 3,30 μ. Το πλάτος του κτιρίου και η μορφή του παρέμεναν έως σήμερα αβέβαια. Παλαιότερα είχε διατυπωθεί η υπόθεση ότι ένας κατεργασμένος λίθος που ήταν ορατός στα ΒΑ θα ήταν δυνατόν να ανήκει στην ανωδομή του ανατολικού τοίχου και είχε εκτιμηθεί ότι το πλάτος του κτιρίου πρέπει να ήταν περίπου 8 μ.
Οι υποψίες αυτές επιβεβαιώθηκαν καθώς ο καθαρισμός οδήγησε στην αποκάλυψη στο σημείο αυτό του αναζητούμενου Ανατολικού τοίχου του οικοδομήματος (Τ4). Ο κατεργασμένος λίθος, ωστόσο, είναι ο μόνος διατηρούμενος από την ανωδομή και οδηγεί σε προβληματισμούς, καθώς το σύστημα κατασκευής της πλευράς αυτής διαφέρει σημαντικά από αυτό των υπολοίπων πλευρών: ορισμένες παρατηρήσεις οδηγούν σε μερικές πρώτες σκέψεις: είτε πρόκειται για ένα ευρυμέτωπο οικοδόμημα, μια στοά ανοιχτή προς Ανατολάς, είτε η διαφορετική τοιχοποιία υποδηλώνει δύο αρχιτεκτονικές φάσεις.
Πράγματι, το Ανατολικό θεμέλιο (Τ4) ενδέχεται να αντιπροσωπεύει μια παλαιότερη φάση αναλήμματος. Η προσεκτική παρατήρηση των καταλοίπων και των λαξευμάτων στο βράχο βορειότερα επιτρέπουν την αποκατάσταση της συνέχειας του αναλήμματος Τ4 για 18,50 μ. περίπου, πέραν της ΒΑ γωνίας του Κτιρίου 2. Το ανάλημμα στρέφεται στη συνέχεια προς Ανατολάς σε ορθή γωνία και σε μήκος 9 μ., και στη συνέχεια, σχηματίζοντας και πάλι ορθή γωνία, ακολουθεί εν νέου πορεία προς Βορρά και συναντά, σε αμβλεία γωνία, την απόληξη του Νότιου τοίχου του Αναλήμματος 4 του Βορείου άκρου του Μεσαίου Πλατώματος. Καθώς το Ανάλημμα 4 έχει χρονολογηθεί χάρη στις ανασκαφικές τομές που πραγματοποιήθηκαν το 2011-12 στις αρχές της Ελληνιστικής περιόδου, η όλη διαμόρφωση των αναλημμάτων του Μεσαίου Πλατώματος θα μπορούσε να χρονολογηθεί στην ίδια περίοδο, όταν οι Κύθνιοι, μετά τον σεισμό που κατάστρεψε το Κτίριο 3 (που ταυτίζεται με τον δίδυμο ναό πιθανώς του Απόλλωνα και της Άρτεμης, τον οποίο ανασκάψαμε μεταξύ 2002-2006), επισκεύασαν το ιερό και προχώρησαν στη μνημειακή διαμόρφωση των δημόσιων χώρων της Άνω Πόλης.
Το Κτίριο 2, συνεπώς, ενδέχεται να αποτελεί ελαφρώς μεταγενέστερη προσθήκη της μνημειακής αναδιοργάνωσης της άνω πόλης, πιθανώς, αν κρίνουμε από το τραπεζιόσχημο σύστημα τοιχοποιίας του Δυτικού αναλήμματος (Τ1), χρονολογούμενο πιθανότατα στην Ελληνιστική περίοδο. Η ενδεχόμενη ταύτισή του με στοά και όχι για ναό, όπως είχαν παλαιότερα υποθέσει οι ερευνητές, θα οδηγήσει σε αναθεώρηση των απόψεων που είχαν διατυπωθεί παλαιότερα. Πράγματι, αν η υπόθεση αυτή αποδειχθεί ορθή, τότε η αναζήτηση του ναού της Αφροδίτης θα πρέπει να τεθεί σε νέα βάση. Αν δεχτούμε ότι το μαρμάρινο απότμημα αγάλματος που είχε βρεθεί παλαιότερα εκεί κοντά ανήκει στο άγαλμα της Αφροδίτης που φιλοτέχνησε ο Μεσσήνιος Δαμοφών (βλ. και σχετικό ψήφισμα Κυθνίων που βρέθηκε στη Μεσσήνη, όπως υποστήριξε παλαιότερα ο Π. Θέμελης), τότε ο ναός της θα ήταν δυνατόν να ταυτιστεί με ένα από τα δύο δωμάτια του Κτιρίου 1, και όχι με το Κτίριο 2. Η ταύτιση του ναού της Αφροδίτης ακόμα και με το ανασκαμμένο Κτιρίο 3 βορειότερα δεν μπορεί να αποκλειστεί προς το παρόν εντελώς.
Λωρίδα ανάμεσα στα κτίρια 1 και 2
Ο πρόχειρος καθαρισμός της ελαφρώς τραπεζιόσχημης λωρίδας πλάτους 4,10 (Δ) /3,90 (Α) μ. ανάμεσα στα Κτίρια 1 και 2 δεν επέτρεψε την αποκάλυψη της κλίμακας που αναφέρεται από τους περιηγητές ότι υπήρχε στο σημείο αυτό και η οποία οδηγούσε στο λιμάνι. Δεν αποκλείεται βεβαίως να αποκαλυφθεί όταν ο χώρος ερευνηθεί ανασκαφικά. Ο Ανατολικός τοίχος Τ4 του Κτιρίου 2 εκτείνεται προς Νότον για 2 μ. Οι ερευνητές υποθέτουν ότι στο κενό που σχηματίζεται ανάμεσα στο πέρας αυτού του τοίχου και τον Βόρειο τοίχο του Κτιρίου 1, υπήρχε κάποιου είδους «πρόπυλο».
Βωμός
Τέλος καθαρίστηκε ο ορθογώνιος βωμός πλάτους 2,85 μ. και σωζόμενου μήκους 6,20 μ. με στόχο να αποσαφηνιστεί το ολικό μήκος του, κάτι το οποίο δεν επιτεύχθηκε. Είναι ωστόσο σημαντική η παρατήρηση ότι η έκκεντρη θέση του βωμού μάλλον οφείλεται στη διμερή διαίρεση του Κτιρίου 2 σε δύο αυτόνομα οικοδομήματα, το Α/Γ (με το οποίο συνδέεται ο βωμός) και το μικρότερο Β/Δ.
Οι καθαρισμοί του 2015 μολονότι αποσαφήνισαν σε μεγάλο βαθμό την αρχιτεκτονική μορφή των κτιρίων του Μεσαίου Πλατώματος, εντούτοις δημιούργησαν μια σειρά από νέα ερωτήματα τα οποία δεν είναι δυνατόν να απαντηθούν παρά μόνον εάν τα μνημεία ερευνηθούν ανασκαφικά.
Καταγραφές – μελέτη ευρημάτων
Παράλληλα με τις εργασίες καθαρισμού, συνεχίστηκε η μελέτη των κινητών ευρημάτων των χερσαίων ανασκαφών 2002-2006, 2009-2013 και έγιναν εργασίες συντήρησης και τεκμηρίωσης κινητών ευρημάτων. Συνεχίστηκε η συντήρηση των κινητών ευρημάτων από τις ανασκαφές του ιερού τα έτη 2002-2006, 2009-2013 και ολοκληρώθηκε η συστηματική φωτογράφιση όλων των ευρημάτων της ανασκαφής των ετών 2001-2013, ενώ εκπονήθηκαν και πολλά σχέδια κινητών ευρημάτων.
Ερευνητική ομάδα 2015
Πτυχιούχοι αρχαιολόγοι: Δρ Αλεξάνδρα Αλεξανδρίδου, Επικ. Καθ. Ελένη Ζυμή, Κουτσουμπού Μαρία, Δρ Ανναρέτα Τουλουμτζίδου.
Φοιτητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας: Γριμανέλης Δημήτρης (μεταπτυχιακός), Δαλακούρα Αλεξάνδρα, Καραλή Μαρία, Καχριμάνη Σοφία, Κολοφωτιά Εύα, Λέφα Ευαγγελία, Λιβογάννη Πολυξένη, Πράπα Μαλαματή, Πάρρα Αγορή-Ιωάννα, Παναγοδήμου Ιωάννα, Πετούση Βασιλική, Σουκιά Ζωή, Τσίρκα Βαρβάρα, Φώτου Ευαγγελία (προπτυχιακές).
Φοιτητές άλλων πανεπιστημίων: Kevin Hunter (παν/μιο San Fransisco).
Αποτυπώσεις-τοπογραφικές εργασίες: Γιώργος Χιώτης, Γουλιέλμος Ορεστίδης, Α. Μαζαράκης Αινιάν.
Αεροφωτογράφιση: Κώστας Ξενικάκης – Συμεών Γεσαφίδης. Φωτογράφιση: Ουρανία Ησυχίδου. Σχεδίαση ευρημάτων: Γιάννης Νάκκας. Συντήρηση ευρημάτων: Λευτέρης Κοσμίδης, Βάλυ Μαΐδου.
Χρηματοδότηση
Το ανασκαφικό-ερευνητικό πρόγραμμα Κύθνου στηρίχτηκε οικονομικά το 2016, εν μέσω των ιδιαίτερα δυσμενών συγκυριών, από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, τον Δήμο Κύθνου και κυρίως από τον χορηγό, κ. Αθανάσιο Μαρίνο, ο οποίος χρηματοδοτεί πλέον γενναιόδωρα τις έρευνες από το 2014 και εξής.
Δημοσιεύσεις
Ο πρώτος τόμος των τελικών πορισμάτων της ανασκαφής, όπου δημοσιεύονται η κεραμεική και τα πήλινα ειδώλια του ιερού από τους Α. Αλεξανδρίδου, Α. Αλεξανδροπούλου, Μ. Κουτσουμπού, Α. Μαζαράκη Αινιάν, Δ. Παλαιοθόδωρο, Μ. Πανάγου και Π. Τσιλογιάννη, βρίσκεται στο στάδιο της τελικής επιμέλειας των κειμένων και θα κυκλοφορήσει εντός του 2016 από τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Ο τόμος που θα περιλαμβάνει τα μικρά ευρήματα βρίσκεται υπό προετοιμασία (πολλά από τα κείμενα έχουν ήδη κατατεθεί από τους μελετητές και βρίσκονται στο στάδιο της επιμέλειας). Παράλληλα, βρίσκεται υπό εκτύπωση συλλογικός τόμος για τα ιερά των Κυκλάδων με 5 μελέτες στην αγγλική γλώσσα που αφορούν τα ευρήματα της Κύθνου, καθώς και μονογραφία του Α. Μαζαράκη Αινιάνος, επίσης στα αγγλικά, για τα ιερά της Κύθνου (και τα δύο βιβλία τυπώνονται στις Presses Universitaires de Rennes). Οι εκδόσεις αυτές χρηματοδοτήθηκαν εξολοκλήρου από τη Chaire Internationale Blaise Pascal του Γαλλικού κράτους που απονεμήθηκε στον Αλέξανδρο Μαζαράκη Αινιάν το 2012. Ένα άρθρο του Α. Μαζαράκης Αινιάνος για το δημόσιο κτίριο των ελληνιστικών χρόνων (Κτίριο 5), βρίσκεται υπό εκτύπωση.