Στους πρόποδες της μυκηναϊκής ακρόπολης του Θορικού, ο οποίος δεσπόζει στον φυσικό λιμένα του Λαυρίου, μία ομάδα Γάλλων αρχαιολόγων και μεταλλειολόγων υπό την επίβλεψη του καθηγητή Denis Morin από το Πανεπιστήμιο της Λορραίνης (EA 1132), σε συνεργασία με το UMR CNRS 5608 (UMR National Center for Scientific Research 5608) της Τουλούζης, μόλις ανακάλυψε ένα περίπλοκο δίκτυο από στοές, φρέατα και δωμάτια. Εξερευνήθηκαν και εξετάστηκαν επισταμένως περίπου πέντε χιλιόμετρα υπεδάφιων αγωγών που είχαν σκαφτεί στο μάρμαρο και τους σχιστόλιθους της Αττικής. Οι στοές διαμορφώνουν λαβυρίνθους πολύπλοκων μεταλλευτικών έργων, το ύψος των οποίων συχνά δεν ξεπερνά τα 30 εκ. Μέχρι στιγμής αποτελεί το πιο εκτεταμένο υπεδάφιο δίκτυο που έχει διερευνηθεί σε αυτό το τμήμα του Αιγαιακού κόσμου. Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν επίσης ένα μη επανδρωμένο αεροσκάφος (drone) προκειμένου να εντοπίσουν εγκαταστάσεις και λείψανα στην επιφάνεια του εδάφους, τα οποία σχετίζονται με τη μετάλλευση. Είναι η πρώτη φορά που μελετάται μια τόσο πολύπλοκη μεταλλευτική υποδομή.
Αυτές οι υπεδάφιες έρευνες αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος αρχαιολογικών ερευνών στο Θορικό υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Roald Docter του Πανεπιστημίου της Γάνδης υπό την αιγίδα της Βελγικής Σχολής Αθηνών, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης και την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ανατολικής Αττικής.
Ο Denis Morin αναφέρει σχετικά με την ανακάλυψή του: «Σήμερα είναι δύσκολο να φανταστούμε τις ακραίες συνθήκες κάτω από τις οποίες έπρεπε να εργαστούν οι μεταλλωρύχοι μέσα σε αυτόν το λαβύρινθο των στοών. Πνιγηρή ζέστη επικρατεί σε αυτό το ορυκτό περιβάλλον. Η εξέλιξη της υπεδάφιας διερεύνησης απαιτεί συνεχή εγρήγορση σε αυτόν τον αποπνικτικό χώρο, όπου πρέπει διαρκώς να παρακολουθείται το επίπεδο του οξυγόνου. Τα ίχνη εργαλείων στους τοίχους, τα γκραφίτι, οι λύχνοι, οι περιοχές εξόρυξης παρέχουν ενδείξεις για όλη τη δραστηριότητα αυτών των εργατών κάτω από το έδαφος. Η τραχύτητα του φυσικού βράχου και οι ορυκτοποιήσεις καταδεικνύουν τις ακραίες συνθήκες εργασίας αυτών των εργατών, που στην πλειονότητά τους ήταν δούλοι καταδικασμένοι στο σκοτάδι και την εξόρυξη κοιτασμάτων αργύρου… Η χαρτογράφηση αυτών των ασφυκτικών, σύνθετων και περιπλεγμένων υπεδάφιων δικτύων, οι διακλαδώσεις των οποίων βρίσκονται ενίοτε σε αρκετά επίπεδα, αποτελεί μία πραγματική πρόκληση για τους επιστήμονες».
Κάτω από το έδαφος η μορφολογία και η οργάνωση της μεταλλευτικής υποδομής επιτρέπουν τη διάκριση αρκετών φάσεων δραστηριότητας. Τα αρχαιολογικά δεδομένα που παρατηρήθηκαν και συλλέχθηκαν κατά την τελική φάση της ανασκαφικής περιόδου του 2015 (κεραμική και λίθινες σφύρες κατασκευασμένες από ιζηματογενή ηφαιστειακό λίθο) δείχνουν ότι η χρονολόγηση της μεταλλευτικής δραστηριότητας θα μπορούσε να χρονολογηθεί στην Τελική Νεολιθική/Πρώιμη Ελλαδική: περίπου 3200 π.Χ. Εάν οι μελλοντικές έρευνες επιβεβαιώσουν την αρχική χρονολόγηση, τότε θα αλλάξει ριζικά το χρονολογικό πλαίσιο της εξόρυξης των μεταλλευμάτων στην Αττική και τον αιγιακό κόσμο γενικότερα.
Η Κλασική φάση είναι σαφώς η πιο αξιοσημείωτη. Εντοπίζεται παντού και παρουσιάζει ενδιαφέρον ως προς την κανονικότητα των τομέων των κατατμημένων στοών που καλύπτουν ολόκληρη την περιοχή. Οι δραστηριότητες αυτής της περιόδου τεκμηριώνονται από όστρακα κεραμικής και λύχνων καθώς και από μία εγχάρακτη σε τοίχο και προσεγμένη επιγραφή. Τα χαρακτηριστικά αυτών των ιδιαιτέρως καλά οργανωμένων μεταλλευτικών έργων είναι αγωγοί κατασκευασμένοι με αιχμηρά εργαλεία, τετράγωνου σχήματος, με απόσπαση του βράχου σε διαδοχικά στάδια. Η συνέχιση των έργων στο τέλος της Κλασικής περιόδου (4ος αι. π.Χ.) χρονολογείται χάρη στα ίχνη των εργαλείων στις στοές και από τα όστρακα κεραμικής.
Τα φρέατα που ανακαλύφθηκαν εντός αυτού του δικτύου συνδέουν δύο κύρια επίπεδα ορυκτοποίησης και κατά συνέπεια εξόρυξης. Πρόκειται για άριστα γεωμετρικά αρχιτεκτονήματα, εκτελεσμένα με ακρίβεια χιλιοστού, η δυνατότητα υλοποίησης των οποίων παραμένει μέχρι στιγμής αντικείμενο περαιτέρω μελέτης. Σήμερα αυτά τα φρέατα είναι προσβάσιμα μόνο με κατάλληλο σπηλαιολογικό εξοπλισμό. Ορισμένες από αυτές τις στοές έχουν παραμείνει ανέπαφες στα τελευταία 5.000 χρόνια. Άλλες, που τώρα δεν είναι προσβάσιμες, είναι πλήρεις υλικών από διαδοχικές φάσεις μετάλλευσης. Η εξέλιξη της έρευνας σε αυτές τις στοές παραμένει δύσκολη για τους έμπειρους αρχαιολόγους, που φέρουν υψηλής τεχνολογίας εξοπλισμό, σε μία αποπνικτική ατμόσφαιρα με θερμοκρασίες έως 21ο C.
Το μεταλλείο που έχει ανακαλυφθεί στον Θορικό είναι εξέχον όσο προς τη διαρρύθμισή του και την έκτασή του. Μέχρι τώρα οι αρχαιολόγοι μεταλλείων που εργάζονταν στην περιοχή του Λαυρίου δεν είχαν εξερευνήσει τόσο εντυπωσιακό δίκτυο στοών και μεταλλευτικών υποδομών. Καταδεικνύει τις φυσικές ικανότητες και δεξιότητες των αρχαίων μεταλλωρύχων που τους επέτρεψαν να αξιοποιήσουν αυτά τα πολύπλοκα κοιτάσματα μετάλλου και να εξασφαλίσουν την επεξεργασία τους εκτός του μεταλλείου από την Προϊστορική Εποχή. Τεκμηριώνει μελετημένη στρατηγική και άριστο τεχνολογικό και χωροταξικό έλεγχο της διαδικασίας: μία εξαιρετική συγκέντρωση των μέσων για την εξόρυξη του αργύρου και ένα επιμελημένο τεχνικό σύστημα το οποίο στην κλίμακά του είναι μοναδικό στον αρχαίο κόσμο.
Η εκμετάλλευση αυτών των μεταλλείων αργύρου είχε ξεκινήσει ήδη από την 4η/3η χιλιετία π.Χ. και έως τον 5ο και 4ο αι. π.Χ. αποτελούσαν τη σημαντικότερη μεταλλευτική περιοχή της Ελλάδας και τη βάση της Αθηναϊκής ηγεμονίας στον Αιγαιακό κόσμο. Κατά τη διάρκεια της υπεδάφιας ερευνητικής περιόδου του 2015 προέκυψαν νέα στοιχεία για τις τεχνικές μετάλλευσης που είχαν αναπτυχθεί κατά τις πρώτες εποχές των μετάλλων σε αυτή τη στρατηγική ζώνη της ανατολικής Μεσογείου.
Η έρευνα που βρίσκεται σε εξέλιξη έχει ως στόχο να διερευνήσει αυτά τα υπεδάφια κατάλοιπα, αλλά και να προσφέρει μια καλύτερη κατανόηση των μεταλλευτικών τεχνολογιών κατά τις πρώιμες περιόδους, της διαχείρισης των ορυκτών πόρων, της εξόρυξης και επεξεργασίας τους, καθώς και της διακίνησης του τελικού προϊόντος… Αυτά τα επιτεύγματα της ανθρώπινης εφευρετικότητας προοιωνίζονται τις τεχνολογικές εξελίξεις του Μεσαίωνα.