Στο άρθρο που ακολουθεί καταγράφονται οι πιο σημαντικές μεταβολές που προκάλεσε στο αστικό τοπίο (σημ. 1) της Πάτρας η ραγδαία εναλλαγή των γεγονότων του 19ου αιώνα.

Το 19ο αιώνα η Πάτρα είναι μια διαρκώς μεταβαλλόμενη πόλη, ένα τοπίο αστικό, όπου συντελούνται ιστορικές, κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές.

Η «παπαρούνα του Εγιαλετιού» (σημ. 2) στρέφεται προς τη θάλασσα και βιάζεται ν’ απαλλαγεί από το οθωμανικό της παρελθόν και την εσωστρέφειά της (εικ. 1).

Τα γεγονότα που διαμόρφωσαν και επαναπροσδιόρισαν το χώρο της πόλης ήταν: Ο απελευθερωτικός αγώνας, η δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, η αναβάθμιση του λιμανιού της με τις εξαγωγές μαύρης κορινθιακής σταφίδας (σημ. 3) προς τη δυτική Μεσόγειο και η επικράτηση του νεοκλασικισμού για –περίπου– ογδόντα χρόνια ως κυρίαρχης αρχιτεκτονικής στην οικοδόμηση δημόσιων, εκκλησιαστικών και ιδιωτικών κτηρίων (εικ. 2-4).

Οι κάτοικοι της Πάτρας το 19ο αιώνα (σημ. 4), εκτός από τους γηγενείς, είναι και ξενομερίτες, προερχόμενοι από την Πελοπόννησο, την Αιτωλοακαρνανία, τα Επτάνησα, κυρίως την Κεφαλλονιά, τη Ζάκυνθο και την Ιθάκη, αλλά και από τις επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως η Ήπειρος, η Χίος, η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, η Κρήτη, καθώς και από τις κοινότητες της Διασποράς, το Λιβόρνο και την Τεργέστη.

Το 19ο αιώνα στην Πάτρα ζουν Έλληνες, Χριστιανοί Ορθόδοξοι, αυτόχθονες και ετερόχθονες (σημ. 5), Εβραίοι (σημ. 6), αλλά και δραστήριοι Ιταλοί, Μαλτέζοι, Άγγλοι και Γερμανοί, δηλαδή Καθολικοί και Προτεστάντες.

Στρώμα πάνω στο στρώμα αποτίθεται ο χρόνος. Η πόλη δημιουργεί, αλλά και καταστρέφει την ιστορική μνήμη. Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Φράγκοι, Βενετοί και Οθωμανοί, οι παλιότεροι κάτοικοί της.

Το Ρωμαϊκό Ωδείο, το Κάστρο (εικ. 5), ο Παντοκράτορας (εικ. 6), το Ιερό της Δήμητρας με τη μαντική πηγή του και στην ίδια θέση ο παλιός ναός του Αποστόλου Ανδρέα, η λιτή βασιλική του Λύσανδρου Καυταντζόγλου στην παραλία (σημ. 7) με το πηγάδι-αγίασμά του (σημ. 8) (εικ. 7), αποτελούν τα διαχρονικά τοπόσημα της πόλης, που αναγεννήθηκε μέσα από τις στάχτες του 1821 και τους βάλτους (εικ. 8-10).

Σε αντίθεση με τη μεσοβυζαντινή και την υστεροβυζαντινή πόλη, που συρρικνώνεται ανασφαλής σε απόσταση από τη θάλασσα, στα ψηλώματα κοντά στο Κάστρο, η Πάτρα του 19ου αιώνα στρέφεται προς τη θάλασσα, που είναι και το μοναδικό της όριο. Από το 1830 ως το τέλος του 19ου αιώνα η Πάτρα εμφανίζει χαρακτηριστικά δυναμικής πόλης-λιμανιού σε πλήρη ανάπτυξη. Το τμήμα της νέας Κάτω Πόλης, που οικοδομείται πρώτο, είναι αυτό που βρίσκεται κατά μήκος της νοητής γραμμής, η οποία συνδέει τη θάλασσα με την πλατεία Καποδιστρίου, το Μαρκάτο των Πατρινών, σημείο συνάντησης της Κάτω Πόλης με την Άνω και κατά προέκταση με την ενδοχώρα της.

Σ’ αυτό το τμήμα της πόλης κτίζονται, τουλάχιστον ως τα μέσα της δεκαετίας του 1870, οι πρώτες επιβλητικές κατοικίες των εμπόρων και λειτουργούν τα περισσότερα εμπορικά και βιομηχανικά καταστήματα.

Στις συνειδήσεις των κατοίκων της Πάτρας του 19ου αιώνα, η πόλη τους είναι χώρος εμπορίου, εμπόρων και εμπορικών επαφών. Η Κάτω Πόλη δημιουργείται ως συνέχεια της Άνω Πόλης και εκτείνεται κατά μήκος της θάλασσας (εικ. 11).

Η Πάτρα καμένη και γεμάτη ερείπια απελευθερώνεται τον Οκτώβριο του 1828 (σημ. 9). Στις 5 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους φθάνει στην πόλη ο μηχανικός Σταμάτης Βούλγαρης. Ο Βούλγαρης (σημ. 10) αρχίζει αποτυπώνοντας την υφιστάμενη κατάσταση, δηλαδή ό,τι έχει απομείνει από το κτηριακό πλέγμα, τους δρόμους, το Κάστρο, που αποτελεί και κεντρικό σημείο αναφοράς του πολεοδομικού του σχεδίου (εικ. 12).

Από την Πάτρα της Οθωμανικής περιόδου διασώζονται δύο δρόμοι που διασταυρώνονται καθέτως. Πρόκειται για την Οδό, η οποία οδηγούσε στην Ανδρίτσαινα, τη σημερινή οδό Μπουκαούρη, και το «μπολσοκάκ», σημερινή οδό Γερμανού στην Άνω Πόλη.

Στο σχέδιο Βούλγαρη η συνολική έκταση της πόλης ήταν 722,5 στρέμματα. Τα κύρια χαρακτηριστικά του σχεδίου αυτού ήταν η γεωμετρική σύνθεση, με δρόμους ορθογώνια τεμνόμενους, συμμετρικές πλατείες, στοές, χώρο πρασίνου γύρω από το Κάστρο, δενδροστοιχία περιπάτου, ανάδειξη του Ρωμαϊκού Ωδείου και του Σταδίου, στο σημείο επαφής της Άνω Πόλης με την Κάτω. Το σχέδιο πόλεως Πατρών του 1858 βασίζεται αποκλειστικά στο σχέδιο Βούλγαρη με κάποιες μεταβολές, που περιορίζουν την έκταση της πόλης στα 644,4 στρέμματα, χωρίς όμως να αλλοιώνουν την αρχική του φυσιογνωμία.

Ο Γάλλος αξιωματικός G. Mangeart (σημ. 11) στο βιβλίο του: «Αναμνήσεις από τον Μοριά» γράφει για την Πάτρα του 1828:

«Το μονοπάτι μακρύ και στενό οδηγεί στο οχυρό, που απέχει δέκα λεπτά από τον γιαλό. (…) Κάθε μέρα νέες καλύβες στέκουν στη σειρά, όλες ξύλινες, αλλά στη σειρά τακτικά βαλμένες. (…)

Οι εκκλησίες της Πάτρας θυμίζουν την ένδεια των πρώτων Χριστιανών. Αποπνέουν τόση απλότητα, όση οι δικές μας επιδεικνύουν πολυτέλεια».

Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας (1828-1831) απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στην αναθεμελίωση (σημ. 12) της Πάτρας, που την προόριζε για λιμάνι επικοινωνίας του νεοελληνικού κρατιδίου με τη Δυτική Ευρώπη. Το λιμάνι προσδιορίζει τη σχέση της πόλης με τη θάλασσα, που λόγω απουσίας χερσαίων δρόμων, παραμένει η κύρια οδός επικοινωνίας.

Το 1828 στην Πάτρα λειτουργούσαν 12 επαγγελματικά σωματεία, «σινάφια» (σημ. 13) που κατά τη διάρκεια του Αγώνα είχαν σταματήσει τη δραστηριότητά τους. Πρόκειται για το μπακάλικο σινάφι, των σκαλτσάδων, τα σχοινιάτικα των ραφτάδων ή το τερζίτικο, το καζάκικο, το ταμπάκικο, το τζιλιγκέρικο ή των κλειθροποιών, το σινάφι των χαλυβδουργών, των κτιστάδων, των χρυσικών, το μπαρμπέρικο και το παπουτζίδικο. Την επαναδραστηριοποίηση των σιναφιών επέβαλαν οι νέες συνθήκες που προέκυψαν μετά την απελευθέρωση.

Προς το τέλος του 19ου αιώνα, από αυτά τα 12 σινάφια ήταν ενεργά μόνον 2, των κτιστάδων και των βυρσοδεψών (ταμπάκηδων).

Στη δολοφονία του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, που φρόντισε για την ανοικοδόμηση της Πάτρας τον 19ο αιώνα, συνεργός ήταν και ο στρατιώτης της Πολιταρχίας Ανδρέας Γεωργίου από την Πάτρα (σημ. 14). Ο στρατιώτης αυτός τιμωρήθηκε από Στρατιωτικό Δικαστήριο με φυλάκιση δέκα ετών, δεσμά στα πόδια και δημόσιες εργασίες.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1820, ο Καποδίστριας επιλέγει την Πάτρα ως πόλη εξόδου του ελληνικού κρατιδίου προς τη Δυτική Ευρώπη και σχεδιάζει την αναθεμελίωση (σημ. 15), την επισκευή του υδραγωγείου της και τη διαμόρφωσή της σε αστικό κέντρο.

Τις παραμονές του Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, η Πάτρα παρουσίαζε ακμή, σε σύγκριση με άλλες πόλεις της Πελοποννήσου, λόγω του εμπορίου της σταφίδας. Μετά τον οκταετή απελευθερωτικό αγώνα, όταν η πόλη παραδόθηκε από τον Οθωμανό διοικητή Adji Abdulach στον Γάλλο στρατηγό Αντώνιο Βιργίλιο Schneider (σημ. 16) και τους εκπροσώπους του, η πολεοδομική, οικιστική, οικονομική και εμπορική της κατάσταση ήταν άθλια. Σύμφωνα με τον Ζορζ Μανζάρ (σημ. 17), στην ακτή υπήρχαν ερείπια μεγάλου ναού του Αποστόλου Ανδρέα και στη θέση του ένα ταπεινό εκκλησάκι. Καπηλειά και καφενεία ξεφύτρωναν το ένα μετά το άλλο, τα περισσότερα με γαλλικές επιγραφές όπως: «Καφέ Μπουρμπόν», «Καφέ Παριζιέν», «Καφέ Ρουαγιάλ» ή «Καφέ Μιλιταίρ». Εκτός από το ναΰδριο του Αγίου Ανδρέα υπήρχαν κι άλλες εκκλησίες αφιερωμένες στην Παναγία, τον Άγιο Δημήτριο, δύο αφιερωμένες στον Άγιο Νικόλαο (σημ. 18). Οι εκκλησίες αυτές ήταν κτισμένες με ασβέστη, χώμα, χαλίκια ή λίθους. Ήταν κελάρια μονόχωρα, με μια πόρτα κι ένα άνοιγμα στο πάχος του τοίχου για κόγχη.

Στο Κάστρο, μπροστά στα τείχη του και σχεδόν ολόγυρά του, υπήρχαν αρκετές πασσαλόπηχτες καλύβες.

Στην Πάτρα του 1828, αμέσως μετά την απελευθέρωση κατέφθαναν οι παλιοί της κάτοικοι και μαζί μ’ αυτούς Στερεοελλαδίτες, Επτανήσιοι, Πελοποννήσιοι και άλλοι ξενομερίτες που έκτιζαν αυθαίρετα και απρογραμμάτιστα καλύβες για τη στέγασή τους, εργαστήρια, καφενέδες και καπηλειά. Σύντομα ο πληθυσμός της πόλης έφθασε τους 4.000 κατοίκους. Οι άνθρωποι αυτοί έστησαν τις κατοικίες και τα υποτυπώδη μαγαζιά τους ανάμεσα στους βάλτους της Πάτρας, σ’ ένα τοπίο λασπώδες και βρομερό, χωρίς δρόμους, πεζοδρόμια, έργα αποχέτευσης και επαρκή ύδρευση.

«Μαΐστορες» από τη μια μεριά και Δημογέροντες της Πάτρας υπόγραψαν στις 17 Απριλίου του 1829 μπροστά στον «Δημόσιο μνήμονα» της Πάτρας Π. Παλαμά με τη συναίνεση του Διοικητή Αλ. Αξιώτη και «των πολιτών» συμφωνητικό με 8 παραγράφους «διά να επισκευάσουν τα υδραγωγεία ήτοι τα γκερίζια του νερού της πόλεως από την εκβολήν αυτού ήτοι την παλαιάν μάναν έως το φρούριον». Οι «μαΐστορες» θα είχαν υπό τις οδηγίες τους άλλους 100 μαστόρους. Οι Δημογέροντες θα τους παρείχαν τα απαραίτητα υλικά. Το κόστος της όλης επισκευής καθορίστηκε στα 35.000 γρόσια (σημ. 19).

Η ναοδομία αναμφιβόλως αποτελεί έκφραση λατρείας. Ο ναός καθαγιάζει, σηματοδοτεί και ονοματίζει τις συνοικίες των πόλεων. Στην Πάτρα του 19ου αιώνα υπήρχαν οι συνοικίες του Παντοκράτορα, της Ευαγγελίστριας, της Παντάνασσας, του Αγίου Ανδρέα, του Αγίου Διονυσίου, του Αγίου Γερασίμου και η παλιά συνοικία του Αγίου Νικολάου του Βλατερού.

Επί μητροπολίτου Γερμανού Γ’, μητροπολιτικός ναός της Πάτρας ήταν ο Άγιος Δημήτριος (σημ. 20) στην Άνω Πόλη. Στο διάστημα από 1829 ως 1845, ο Παντοκράτορας. Από το 1845 ως το 1856 ο νεόδμητος τότε ναός του Αποστόλου Ανδρέα στην παραλία, εκεί όπου μαρτύρησε, δίπλα στη μαντική πηγή της Δήμητρας (σημ. 21) (εικ. 13, 14). Από το 1856 κ.ε. ο ναός της Ευαγγελίστριας στην οδό Μαιζώνος, στο κέντρο της Κάτω Πόλης (εικ. 15).

Όλες οι εκκλησίες της Πάτρας του 19ου αιώνα, εκτός από τον Παντοκράτορα, αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα νεοκλασικής ναοδομίας.

Η παρέμβαση στο χώρο, η οργάνωση του αστικού ή του αγροτικού τοπίου είναι ένας από τους τρόπους έκφρασης της εξουσίας (σημ. 22). Στην Πάτρα η διαδικασία αυτή υλοποιείται με το σχέδιο Στ. Βούλγαρη, τις τροποποιήσεις του και τις εφαρμογές, που υπαγόρευσαν οι συνθήκες και τα συμφέροντα της εποχής. Οκτώ χρόνια μετά την απελευθέρωσή της, η πόλη ανάθεσε στον γνωστότερο Έλληνα αρχιτέκτονα της εποχής, τον Λύσανδρο Καυταντζόγλου (σημ. 23), την ανέγερση του ναού του Πρωτοκλήτου, τον «παλιό Άγιο Ανδρέα». Οι εργασίες οικοδόμησης άρχισαν το 1836 και ολοκληρώθηκαν το 1845.

Στη συνοικία του Αγίου Ανδρέα, στη νότια πλευρά της πόλης, λειτουργούσαν 6 ατμοκίνητα εργοστάσια που απασχολούσαν 765 εργάτες. Κυριαρχούν τα νηματουργεία και τα εργοστάσια κατασκευής σταφιδοκιβωτίων.

Στη συνοικία του Αγίου Γερασίμου υπήρχαν 5 ατμοκίνητα εργοστάσια κατασκευής κιβωτίων, που απασχολούσαν 790 εργάτες. Το 1883, επί δημάρχου Πατρέων Θ. Κανακάρη, άρχισε η αποξήρανση και επίχωση των βάλτων (σημ. 24) που υπήρχαν ανάμεσα στις συνοικίες του Αγίου Ανδρέα και του Αγίου Γερασίμου. Τα έλη αυτά αποτελούσαν αιτία μολυσματικών ασθενειών και ο Τύπος της εποχής αποκαλούσε την περιοχή «απέραντο νοσοκομείο».

Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα οι νέοι πληθυσμοί αποτελούν τον κύριο δημογραφικό τροφοδότη της πόλης. Αυτοί οι πληθυσμοί, με εξαίρεση τους εμπόρους, εγκαταστάθηκαν σε περιοχές εκτός σχεδίου, στη βόρεια ή στη νότια πλευρά της πόλης. Στις αρχές του 1870 έχουν σχηματιστεί συνοικίες που διακρίνονται τόσο για την ομοιογένεια της οικονομικής δραστηριότητας των κατοίκων τους, όσο και από την κοινή γεωγραφική τους καταγωγή. Η συνοικία του Αγίου Γερασίμου, στη νότια πλευρά της πόλης, κατοικείται από Κεφαλλονίτες (σημ. 25). Το 1875, στους συλλόγους «Άγιος Γεράσιμος» και «Ανδρέας Μεταξάς» είναι γραμμένοι 4.000 Κεφαλλονίτες της Πάτρας. Κατά μήκος της παραλίας υπάρχουν σταφιδαποθήκες και εργοστάσια συσκευασίας σταφίδας, από τη μια άκρη της πόλης ως την άλλη. Στις συνοικίες του Αγίου Ανδρέα, Αγίου Γερασίμου και Αγίου Διονυσίου, συγκεντρώθηκε –κυρίως– η εργατική τάξη της εποχής.

Στη βόρεια πλευρά της πόλης, εκτός σχεδίου, είχε διαμορφωθεί η συνοικία του Αγίου Διονυσίου, κατοικούμενη –κυρίως– από Ζακυθηνούς και Ιταλούς.

Κατά τη Β’ Τουρκοκρατία, δεν υπήρχαν Ιταλοί στην Πάτρα. Η πρώτη παρουσία Ιταλών στην Πάτρα μαρτυρείται στα 1828 και ήταν Ναπολιτάνοι ψαράδες, που αποτέλεσαν τον πυρήνα της «Ιταλικής Καθολικής Παροικίας». Σ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η παροικία αυτή ακολούθησε ανοδική πορεία. Από τα μέλη της, οι περισσότεροι ήταν γεωργοί, ψαράδες, κτίστες, αλευρομυλωνάδες, αμαξηλάτες, εργάτες στις σταφιδαποθήκες, αρτοποιοί, ζυθοποιοί, ζαχαροπλάστες, μουσικοί και τυπογράφοι.

Οι Καθολικοί της Πάτρας, Ιταλοί και Μαλτέζοι, αποτελούσαν μια δυναμική ξένη κοινότητα, η οποία στην καμπή του 19ου αιώνα έζησε τη μεγαλύτερη ακμή της.

Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, ανταποκρινόμενος σε σχετικό αίτημα των Καθολικών της Πάτρας, τους παραχώρησε ένα οικόπεδο χιλίων πήχεων στην Κάτω Πόλη, για να κτίσουν ναό. Πρόκειται για το ακίνητο της Οδού Μαιζώνος, όπου βρίσκεται η Καθολική Εκκλησία του Αγίου Ανδρέα.

Αρχικά κτίστηκε ένας μικρός ξύλινος ναός, ο οποίος αργότερα κατεδαφίστηκε και στη θέση του κτίστηκε άλλος, μεγαλύτερος, που εγκαινιάστηκε επισήμως στις 17 Ιουνίου 1841. Μετά από 84 χρόνια, το 1925, κατεδαφίστηκε κι αυτός και στη θέση του κτίστηκε η Καθολική Εκκλησία, που σώζεται ως τις μέρες μας (σημ. 26).

Το διάστημα από το 1789 ως το 1848 είναι η εποχή των Επαναστάσεων (σημ. 27). Μετά τη συντριβή των εθνικοαπελευθερωτικών εξεγέρσεων στην Ιταλία, πολλοί πολιτικοί πρόσφυγες κατέφυγαν στην Πάτρα. Από τον Ιούλιο του 1849 ως τον Οκτώβριο του ιδίου έτους κατέφυγαν στην Πάτρα πάνω από 700 αξιωματικοί, στρατιώτες και πολίτες.

Μεταξύ των προσφύγων (σημ. 28) ήταν αρκετοί καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι και διανοούμενοι, δέκα γιατροί και 4 δικηγόροι. Οι σχέσεις των Ιταλών με τους Πατρινούς, ήταν πολύ καλές.

Μετά την Ιταλική Ενοποίηση το 1861, γνωστή ως Risorgimento, σχεδόν όλοι οι πολιτικοί πρόσφυγες έφυγαν από την Πάτρα. Η ιταλική παροικία της Πάτρας διατηρήθηκε ακμαία ως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που η πόλη βομβαρδίστηκε από τους Ιταλούς.

Η συνοικία του Αγίου Διονυσίου, εκεί όπου ιδρύθηκε η πρώτη οινοποιΐα της πόλης, προς το τέλος του 19ου αιώνα έχει 6 ατμοκίνητα εργοστάσια, στα οποία απασχολούνται 500 εργάτες. Κυριαρχούν οι αλευρόμυλοι.

Το 1883, η συνοικία του Αγίου Διονυσίου εντάχτηκε στο σχέδιο πόλης.

Στη συνοικία του Παντοκράτορα στην Άνω Πόλη, λειτουργούσαν 4 εργοστάσια που απασχολούσαν 175 εργάτες. Πρόκειται για 2 ελαιοτριβεία και 2 μανεστροποιεία-αλευροποιεία. Η ευρύτερη περιοχή του Παντοκράτορα και ο ίδιος ο Παντοκράτορας είναι ένα από τα διαχρονικά τοπόσημα της πόλης, από τη Ρωμαιοκρατία ως την Τουρκοκρατία και από τον 19ο αιώνα ως σήμερα.

Το 1847 ετέθη ο θεμέλιος λίθος του ναού της Παντάνασσας στην Κάτω Πόλη. Τα σχέδια εκπόνησε ο αρχιτέκτονας Κωνσταντίνος Φρεαρίτης, πρώτος πρύτανης του ΕΜΠ. Τα εγκαίνια της Παντάνασσας (σημ. 29) έγιναν στις 30 Αυγούστου 1859.

Στη συνοικία της Παντάνασσας υπήρχαν πέντε ατμοκίνητα εργοστάσια, κυρίως, οινοπνευματοποιεία.

Το 1842 ετέθη ο θεμέλιος λίθος του ναού του Ευαγγελισμού (σημ. 30), που αποπερατώθηκε το 1856, μετά από 14 χρόνια. Στην ανέγερσή του συνεισέφεραν γενναιόδωρα οι Ηπειρώτες έμποροι της πόλης, που κατοικούσαν εκεί γύρω και μέχρι τότε εκκλησιάζονταν στον μικρό ναό του Αγίου Νικολάου του Μώλου, απέναντι από το Ιντεάλ (σημ. 31).

Η κεντρική συνοικία της Ευαγγελίστριας, στην καρδιά της Κάτω Πόλης παραμένει ο αποκλειστικός χώρος δράσης και κατοικίας των εμπόρων.

Στη συνοικία της Ευαγγελίστριας βρίσκονταν τα βιβλιοπωλεία, τα ιδιωτικά σχολεία, οι περισσότερες κατοικίες των εμπόρων, τα καταστήματα πολυτελών υφασμάτων, αποικιακών και ξυλείας, οι εμποροράπτες, τα ζαχαροπλαστεία, τα ζυθοπωλεία, οι τράπεζες και από το 1871-1872 το δημοτικό θέατρο «Απόλλων». Το θέατρο σχεδίασε ο Ernst Ziller (σημ. 32), στην Πλατεία Βασιλέως Γεωργίου Α’, στη θέση που το είχε τοποθετήσει το 1829 στο πολεοδομικό του σχέδιο ο Σταμάτης Βούλγαρης, όταν σχεδίαζε την Κάτω Πόλη (σημ. 33) (εικ. 16, 17) .

Ορισμένα καταστήματα ανηφόριζαν την οδό Ερμού προς την πλατεία Καποδιστρίου, το «Μαρκάτο» (εικ. 18, 19).

Το 1874 το μοναδικό εργοστάσιο καθαρισμού σταφίδας και σταριού στη συνοικία της Ευαγγελίστριας στεγαζόταν στο ισόγειο της οικίας του μεγαλεμπόρου Κρεμμύδη, στη γωνία των οδών Αγίου Νικολάου και Μαιζώνος. Το κτήριο αυτό διασώζεται ως τις μέρες μας. Η οικία Κρεμμύδη ήταν κτήριο μεικτής χρήσης, δηλαδή κατοικία και καταστήματα. Από τα παλαιότερα κτήρια της Κάτω Πόλης. Ανήκε στην οικογένεια του σταφιδεμπόρου Κρεμμύδη. Το 1857 φιλοξένησε το βασιλικό ζεύγος Όθωνος-Αμαλίας, γι’ αυτό οι Πατρινοί το ονόμαζαν «παλατάκι». Οι νεοκλασικές κατοικίες της Πάτρας κτίστηκαν περισσότερο για να προβάλλουν την κοινωνική ακτινοβολία των ιδιοκτητών τους, παρά για να καλύψουν στεγαστικές τους ανάγκες. Το όνειρο του αστού εμπόρου της Πάτρας τον 19ο αιώνα ήταν ένα μεγαλοπρεπές σπίτι με μάρμαρα, επίπλωση από την Αγγλία ή την Τεργέστη και μια έπαυλη στα προάστια της πόλης (εικ. 20-22). Η Πάτρα του 19ου αιώνα είναι μία από τις σημαντικότερες εμπορικές πόλεις της Ελλάδος. Στις συνειδήσεις των Πατρινών της εποχής, η πόλη τους ήταν χώρος εμπορίου. Επιδίωξη του εμπορίου ήταν πάντοτε το κέρδος. Το κέρδος ανακυκλωνόταν στις επιχειρήσεις, αλλά και επιδεικνυόταν.

Το οθνείον και ιθαγενές εμπορικό στρώμα της Πάτρας, με την καλαισθησία και τον κοσμοπολιτισμό του, έζησε ως συμπαγής αστική τάξη μόνον τρεις γενιές. Μετά, κτυπήθηκε από τη σταφιδική κρίση και διαλύθηκε.

Τον Δεκέμβριο του 1828 ανασυστάθηκε το Αγγλικό Προξενείο Πατρών και διορίστηκε Πρόξενος. Από τη μετεπαναστατική περίοδο (σημ. 34) η αγγλική παροικία ήταν πολυάριθμη και διαρκώς μεγάλωνε παραμένοντας κραταιά ως τη δεκαετία του 1930.

Με νόμο του 1867 παραχωρήθηκε «εθνικό οικόπεδο» μεταξύ των οδών Αγίου Διονυσίου – Καρόλου – Καψάλη – Σατωβριάνδου για την ανέγερση του αγγλικανικού ναού του Αγίου Ανδρέα (σημ. 35). Ο θεμέλιος λίθος ετέθη τον Φεβρουάριο του 1872 και η ανέγερσή του ολοκληρώθηκε τον ίδιο χρόνο, χάρη στη γενναιόδωρη συμβολή της ακμαίας αγγλικής κοινότητας Πατρών. Οι λίθοι που χρησιμοποιήθηκαν για τον εξωτερικό καλλωπισμό του μεταφέρθηκαν από την Αγγλία ως έρμα των πλοίων, που έρχονταν στην Πάτρα για να φορτώσουν σταφίδα (εικ. 23). Ο αγγλικανικός ναός υπήρξε σημείο συνάντησης των Άγγλων και των Γερμανών προτεσταντών της Πάτρας.

Πρωταγωνιστικό ρόλο στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις έπαιξαν ο George Williams Crowe και ο William Morfy, ο οποίος ήρθε στην Πάτρα το 1864 και ίδρυσε την ναυτιλιακή εταιρεία «William Morfy and Son». Πρωτοστάτησε επίσης στην αξιοποίηση των νερών του Γλαύκου για τον εξηλεκτρισμό της πόλης και μαζί με τους Crowe και Hancock ανέπτυξαν έντονη πολιτιστική και κοινωνική δράση. Με την οικονομική κρίση του 1854-1855, που καταστράφηκαν οι σταφιδοκαλλιέργειες, ένας άλλος Βρετανός της Πάτρας, ο Th. Wood, έφερε με δικά του έξοδα φορτία σταριού και αλεύρι και τα μοίρασε σε ενδεείς κατοίκους της πόλης. Το 1840 οι Άγγλοι ίδρυσαν στο Λονδίνο Ιονική Τράπεζα, που είχε υποκατάστημα στην Πάτρα.

Στα «Εγγλέζικα», στη νοτιοδυτική πλευρά της Πάτρας, οι Κρωββ και Στήβενς έχτισαν τις επαύλεις τους. Η περιοχή των «Εγγλέζικων» σήμερα ανήκει στον Δήμο Παραλίας.

Πολλοί βάλτοι υπήρχαν στην πεδιάδα, στην Κάτω Πόλη της Πάτρας, που προκαλούσαν ελογενείς πυρετούς και πανώλη (σημ. 36). Κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας έστελναν στην Πάτρα τους θανατοποινίτες, για να πεθάνουν από τα ελογενή νοσήματα. Τα στρατεύματα του Maison προσβλήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από ελογενείς πυρετούς και για την περίθαλψή τους μετατράπηκε σε πρόχειρο νοσοκομείο ο ναός του Παντοκράτορα στην Άνω Πόλη (σημ. 37).

Το 1833 εγκαταστάθηκε στην Πάτρα ο πρώτος επιστήμων ιατρός. Πρόκειται για τον Θεοδόσιο Τσιλιάνη (σημ. 38) από την Ιθάκη, που είχε σπουδάσει Ιατρική και Φιλοσοφία στην Ιταλία. Τα φαρμακεία της Πάτρας λειτουργούσαν και ως ιατρεία, ως τα τέλη του 19ου αιώνα (σημ. 39). Στα φαρμακεία μετέφεραν τους ασθενείς για εξέταση και αντιμετώπιση των τραυμάτων τους. Οι γιατροί δέχονταν τους ασθενείς τους στα φαρμακεία και εκεί πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους. Η κατάσταση αυτή εξέλιπε σιγά σιγά τον 20ό αιώνα, με τη διεύρυνση της λειτουργίας του δημοτικού νοσοκομείου και τη δημιουργία ιδιωτικών κλινικών και ιατρείων. Προς τα τέλη του αιώνα λειτουργούσαν στην Πάτρα 14 φαρμακεία, που τα διηύθυναν πτυχιούχοι φαρμακοποιοί, και 6 φαρμακεμπορεία (αποθήκες φαρμάκων). Υπήρχαν 57 γιατροί, πτυχιούχοι της Ιατρικής, πολλοί από τους οποίους είχαν σπουδάσει στην Ευρώπη. και 20 μαίες, οι περισσότερες πτυχιούχοι του Μαιευτηρίου Αθηνών (σημ. 40). Με το ΒΔ της 9ης Φεβρουαρίου του 1851 επιβλήθηκε για μια τριετία φόρος 0,25% σε όλα τα εισαγόμενα προϊόντα στην περιοχή του Δήμου Πατρέων «αποκλειστικώς για την ανέγερσιν του Δημοτικού Νοσοκομείου Πατρών». Λίγα χρόνια αργότερα βρέθηκε ένα οικόπεδο 3.650 τετραγωνικών μέτρων νοτίως του κάστρου για να κτιστεί το νοσοκομείο, τα σχέδια του οποίου εκπόνησε ο Δανός αρχιτέκτονας Christian Hansen (1803-1883) (σημ. 41). Στις 15 Οκτωβρίου 1857, ο βασιλιάς Όθων έθεσε τον θεμέλιο λίθο του Δημοτικού Νοσοκομείου Πατρών. Οι οικοδομικές εργασίες άρχισαν σχεδόν αμέσως και ολοκληρώθηκαν το 1871. Η επίσημη λειτουργία (εικ. 24) του Δημοτικού Νοσοκομείου Πατρών άρχισε την 1.1.1872 (σημ. 42).

Το Δημαρχείο της Πάτρας στεγάζεται από το 1897 σε νεοκλασικό κτήριο της οδού Μαιζώνος. Το κτήριο αυτό αρχικά ήταν η κατοικία του σταφιδεμπόρου Ιωάννη Μακρυγιάννη και από το 1886 του αδελφού του Ράλλη Μακρυγιάννη. Ο Δήμος νοίκιασε το κτήριο το 1897 και το μετέτρεψε σε Δημοτικό Μέγαρο (εικ. 25, 26).

Το 1911 ο Δήμαρχος Δημήτριος Βότσης αγόρασε το κτήριο για λογαριασμό του Δήμου σε πλειστηριασμό της Εθνικής Τραπέζης, στη δικαιοδοσία της οποίας είχε περιέλθει το οικοδόμημα μετά τη σταφιδική κρίση (σημ. 43).

Η εμπορική αστική τάξη της πόλης υπήρξε στόχος της τοπικής σάτιρας. «Κουραμπιέδες» (σημ. 44), «αριστοκράτες της φαρίνας και της σαράγιας» αποκαλεί ο Προκλής Χ. Παπαρρούπας τους σταρέμπορους και σταφιδέμπορους των Πατρών.

Πρώτος δήμαρχος (σημ. 45) Πατρέων διορίστηκε το 1836 ο Ιωάννης Ασημάκη Ζαΐμης, από τη γνωστή καλαβρυτινή οικογένεια των Ζαΐμηδων.

Το 1841 άρχισε η κατασκευή αποχετευτικών έργων, υπονόμων, η διάνοιξη και λιθόστρωση δρόμων της πόλης. Κατασκευάστηκαν επίσης γεφύρια ανάμεσα στην Πάτρα και το Ρίο, περιοχή που ήταν απροσπέλαστη εξαιτίας της υπερεκχείλισης πολλών χειμάρρων. Το 1852 δημοπρατήθηκε η κατασκευή 16 γεφυριών, στο δρόμο που συνέδεε την Πάτρα με το Ρίον. Το 1842 άρχισε η κατασκευή του δρόμου που οδηγούσε από την Πάτρα στο Αίγιο, με προσωπική εργασία των χωρικών. Κατά καιρούς, για τον καθαρισμό των δρόμων της πόλης χρησιμοποιούσαν καταδίκους. Το 1874 πέρασε από την Πάτρα ο Γάλλος διπλωμάτης Henri Belle (σημ. 46), ο οποίος μας πληροφορεί ότι οι καλοχαραγμένοι δρόμοι της πόλης το χειμώνα μετατρέπονταν σε ρυπαρούς λασπότοπους. Το 1878 η εταιρεία Vogel του Μιλάνου αναλαμβάνει τη λειτουργία του εργοστασίου αεριόφωτος της πόλης. Στο Γκάζι εργάζονται ως τεχνίτες ή εργάτες αρκετοί Ιταλοί της παροικίας.

Πέντε είναι οι πιο σημαντικές πλατείας της Πάτρας του 19ου αιώνα:

1) Η πλατεία βασιλέως Γεωργίου Α’, κεντρική πλατεία της Κάτω Πόλης, όπου το θέατρο «Απόλλων» (εικ. 27),

2) Η πλατεία βασιλίσσης Όλγας (εικ. 28, 29),

3) Η πλατεία Υψηλών Αλωνίων,

4) Η πλατεία Καποδιστρίου ή το Μαρκάτο, και

5) Η πλατεία Αγίου Γεωργίου.

Αναλυτικότερα:

Η Πλατεία Γεωργίου Α’ προβλεπόταν στο σχέδιο Βούλγαρη και το 1852 ήταν ήδη διαμορφωμένη (σημ. 47). Το 1902 έλαβε τη μορφή που είχε ως την πρόσφατη ανάπλασή της. Χώρος περιπάτων, θεαμάτων, καφενείων, καφωδείων, μουσικής, θεάτρου, πολιτικών συγκεντρώσεων και σταθμός αμαξιών, η πλατεία ήταν και είναι η καρδιά της πόλης.

Από το 1870 δημόσια και ιδιωτικά μέγαρα με στοές στο ισόγειο, όπου λειτουργούσαν καταστήματα και καφενεία, δημιουργούσαν το ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ύφος της πόλης.

Από το 1872 ξεχωρίζει το δημοτικό θέατρο «Απόλλων».

Πρώτο δεξιά το Μέγαρο Θωμοπούλου, που πέρασε στην ιδιοκτησία της Εθνικής Τράπεζας και σήμερα στεγάζει το πολιτιστικό της κέντρο στην Πάτρα (σημ. 48). Το θέατρο άρχισε να λειτουργεί το φθινόπωρο του 1872 φιλοξενώντας παραστάσεις όπερας, είδος που προτιμούσε η εμπορική αστική τάξη της Πάτρας (σημ. 49).

Το καλοκαίρι του 1874 η Γαλλική Εταιρεία Υδραυλικών Έργων τοποθέτησε τα δύο σιντριβάνια της πλατείας. Την ίδια εποχή τοποθετήθηκαν και τα 52 φανάρια αεριόφωτος.

Στο σχέδιο του Βούλγαρη, η βόρεια πλατεία της πόλης προβλεπόταν ως αγορά δημητριακών, αλλά γρήγορα απόκτησε τη λειτουργία πλατείας και ονομάστηκε «πλατεία Αμαλίας». Λεγόταν και περιβόλι της βασίλισσας, επειδή πάντοτε έδινε την εντύπωση κήπου. Τον Οκτώβριο του 1878 μετονομάστηκε σε Πλατεία Όλγας και πήρε τη μορφή που έχει σήμερα.

Το 1880 η Πλατεία Όλγας απόκτησε δενδροστοιχίες και στις τέσσερις πλευρές της. Στη γωνία Αράτου και Μαιζώνος βρίσκεται η οικία του σταφιδέμπορου Ιωάννη Καραμανδάνη, η οποία δωρήθηκε στην πόλη. Το 1936 στο κτήριο αυτό στεγάστηκε το αρχαιολογικό μουσείο της Πάτρας, με τη φροντίδα του Εφόρου Αρχαιοτήτων Γιάννη Μηλιάδη (σημ. 50).

Η ονοματοθεσία της Πλατείας Υψηλών Αλωνίων παραπέμπει στη γεωμορφολογία της θέσης, που βρίσκεται πάνω σε ύψωμα 23μ. από την επιφάνεια της θάλασσας. Το τοπωνύμιο ήταν γνωστό από την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Τμήμα της Πλατείας Υψηλών Αλωνίων υπήρξε τόπος κατοικίας εύπορων Πατρινών στα χρόνια της Ρωμαιοκρατίας, όπως έδειξαν οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή.

Το 19ο αιώνα η Πλατεία Υψηλών Αλωνίων ήταν τόπος περιπάτου και αναψυχής των κατοίκων της πόλης. Στη νότια πλευρά της άρχιζε το Μικρό Γυρί, ένας περιμετρικός δρόμος που οδηγούσε σε κήπους και περιβόλια. Το 1852 λειτουργούσε ήδη ως πλατεία (σημ. 51), αλλά δεν είχε τη σημερινή της μορφή. Η διαμόρφωσή της, με εξισορροπήσεις σταθμών εδάφους, εκβραχισμούς και άλλα συναφή έργα, άρχισε το 1857 από τον τότε δήμαρχο Μπενιζέλο Ρούφο και ολοκληρώθηκε το 1881 από το δήμαρχο Θάνο Κανακάρη Ρούφο, γιο του Μπενιζέλου (σημ. 52) (εικ. 30). Το 1882 η Πλατεία Υψηλών Αλωνίων πήρε τη μορφή που έχει σήμερα.

Στο κέντρο της δεσπόζει ο ανδριάντας του Παλαιών Πατρών Γερμανού, που είναι έργο του Πατρινού, τηνιακής καταγωγής, γλύπτη Αντώνη Σώχου, που έκανε και το ηρώο των πεσόντων στην πλατεία Όλγας.

Η αρχή της εμπορικής οδού Ερμού, που ένωνε την Άνω Πόλη με το λιμάνι, συναντά την πλατεία Καποδιστρίου ή Μαρκάτο (σημ. 53), μία από τις παλαιότερες πλατείες της Πάτρας, που όμως δεν περιλαμβανόταν στο σχέδιο Βούλγαρη. Το Μαρκάτο οφείλει την ονομασία του στους επτανησιακής καταγωγής κατοίκους της πόλης. Παλιότερα ονομαζόταν πλατεία Αγοράς ή Τροφίμων και ήταν σημείο συνεύρεσης της πόλης με τον αγροτικό της περίγυρο. Σήμερα το Μαρκάτο έχει χάσει τον παλιό του χαρακτήρα και λειτουργεί ως χώρος μνήμης.

Η Πλατεία Αγίου Γεωργίου (σημ. 54) στην Άνω Πόλη (εικ. 31, 32) άρχισε να διαμορφώνεται το 1873, όταν απαλλοτριώθηκαν σπίτια και οικόπεδα της περιοχής. Δεν προβλεπόταν στο σχέδιο Βούλγαρη. Πήρε την οριστική της μορφή στις αρχές του 20ού αιώνα. Με σχήμα τριγώνου έχει στη μια της πλευρά το Ρωμαϊκό Ωδείο και στις άλλες σπίτια του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Πρόκειται για διώροφα σπίτια γύρω από την πλατεία, με ήρεμες προσόψεις και συντηρητικό χαρακτήρα των μορφών, στο κλίμα της παράδοσης και του πρώιμου κλασικισμού.

Οι περισσότερες αγορές τροφίμων και ειδών καθημερινής χρήσης της Πάτρας του 19ου αιώνα βρίσκονταν στην ίδια –περίπου– περιοχή της πόλης από την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας ως την ύστερη Τουρκοκρατία. Αναλυτικότερα: η ρωμαϊκή αγορά βρισκόταν ανατολικά του Ωδείου (σημ. 55), αφού ο Παυσανίας (VII 20.6) σημειώνει ότι: «Ἔχεται δὲ τῆς ἀγορᾶς τὸ ᾠδεῖον».

Βόρεια του κάστρου, η συνοικία Βλατερό (σημ. 56), όπου πιθανότατα υπήρχαν εργαστήρια ύφανσης και βαφής μεταξωτών υφασμάτων (σημ. 57) στα βυζαντινά χρόνια. Σε κείμενα της Λατινοκρατίας αναφέρεται και η συνοικία της Αγίας Αναστασίας με τον ομώνυμο ναό της, όπου υπήρχε και η μεσαιωνική οδός των υποδηματοποιών, η «ruga cerdonum» (σημ. 58).

Μοιρασμένη σε Άνω και Κάτω Πόλη, η Πάτρα παρουσιάζει έναν γεωγραφικό διχασμό που εκφράζεται και με διαφορετικές νοοτροπίες. Οι σκάλες της πόλης γεφυρώνουν αυτόν το διχασμό φέρνοντας τους πάνω κάτω και αντιστρόφως. Η πιο παλιά σκάλα είναι αυτή της οδού Πατρέως που χρονολογείται στο 1873. Η σκάλα της οδού Γεροκωστοπούλου (σημ. 59) κατασκευάστηκε το 1886. Τελευταία και μεγαλύτερη είναι η σκάλα της οδού Αγίου Νικολάου με τα 490 σκαλοπάτια της, που έγινε το 1934.

Στην Άνω Πόλη της Πάτρας του 19ου αιώνα οι πιο σημαντικοί δρόμοι ήταν: Η οδός Γερμανού, Μπουκαούρη, Λόντου και Αγίου Γεωργίου. Αναλυτικότερα:

Η οδός Γερμανού, το Μπολ Σοκάκ της Τουρκοκρατίας. Διασταυρωνόταν καθέτως με το δρόμο που οδηγούσε προς Ανδρίτσαινα, τη σημερινή οδό Μπουκαούρη.

Η οδός Μπουκαούρη ήταν άλλος ένας δρόμος της προεπαναστατικής Άνω Πόλης στη συνοικία Τάσι, που οφείλει την ονομασία της στο δήμαρχο Πατρέων της Οθωνικής περιόδου Ιωάννη Μπουκαούρη.

Η οδός Λόντου είναι βασικός δρόμος της Άνω Πόλης. Το 1852 της δόθηκε το όνομα γνωστής αχαϊκής οικογένειας, που διακρίθηκε κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας.

Η οδός Αγίου Γεωργίου ένωνε την Άνω Πόλη με την Κάτω. Σημείο συνεύρεσης δύο διαφορετικών κόσμων και ταυτοχρόνως σημείο τομής.

Στην Κάτω Πόλη της Πάτρας το 19ο αιώνα, οι πιο σημαντικοί δρόμοι ήταν: οι οδοί Κορίνθου, Ερμού, Μαιζώνος, Αγίου Νικολάου, Αγίου Ανδρέου και Όθωνος-Αμαλίας. Αναλυτικότερα:

Η οδός Κορίνθου είναι ο κύριος οδικός άξονας εισόδου-εξόδου, που τέμνει εγκαρσίως και κατά μήκος ολόκληρη την Κάτω Πόλη. Στον αριθμό 77 της οδού Κορίνθου σώζεται ως τις μέρες μας το σπίτι όπου γεννήθηκε ο ποιητής Κωστής Παλαμάς (1859-1943). Γράφει ο ίδιος (σημ. 60, εικ. 33):

«Το σπίτι που γεννήθηκα, κι ας το πατούν οι ξένοι,

στοιχειό, και σαν απάτητο με ζει και με προσμένει».

Η οδός Ερμού ήταν ο βασικός εμπορικός δρόμος που ένωνε την Άνω Πόλη με το λιμάνι.

Η ονομασία της οδού Μαιζώνος οφείλεται στον Γάλλο στρατηγό Maison, που απελευθέρωσε την πόλη το 1828. Βαίνει παραλλήλως προς την οδό Κορίνθου.

Στην οδό Μαιζώνος βρίσκονται ο ναός του Αποστόλου Ανδρέα των Καθολικών, η Ευαγγελίστρια, η Μητρόπολη των Ορθοδόξων, το δημαρχείο, οι οικίες των σταφιδεμπόρων Ιωάννη Καραμανδάνη, Κρεμμύδη κ.ά. και τα καταστήματα πολυτελών υφασμάτων και νεωτερισμών.

Η οδός Αγίου Νικολάου (εικ. 34, 35, 36) αρχίζει από τους πρόποδες του λόφου του κάστρου και καταλήγει μέσα στη θάλασσα, στον κεντρικό μώλο του λιμανιού. Στην άκρη του μώλου της οδού Αγίου Νικολάου υπήρχε ο πέτρινος φάρος (σημ. 61) που κατασκευάστηκε στο διάστημα 1874-1878 και για έναν αιώνα ήταν σημείο αναφοράς των Πατρινών και σύμβολο της πόλης. Ο φάρος στην άκρη του μώλου της οδού Αγίου Νικολάου κατεδαφίστηκε το 1972 με απόφαση του τότε δημάρχου και με δαπάνη του δήμου.

Η οδός Αγίου Νικολάου είναι η σπονδυλική στήλη της Κάτω Πόλης. Το όνομα του δρόμου οφείλεται στο ναό του Αγίου Νικολάου του Βλατερού. Βασικό μορφολογικό στοιχείο της οδού Αγίου Νικολάου αποτελούν οι στοές, στη συμβολή της με την οδό Ρήγα Φεραίου.

Οι στοές δημιουργούν ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, διευκολύνουν τον έμπορο στην ασφαλή επίδειξη της πραμάτειάς του και προσφέρουν στο διαβάτη προστασία από τον ήλιο και τη βροχή. Την πιο εμπορική διασταύρωση της πόλης αποτελούσε η Αγίου Νικολάου στη συμβολή της με τη Μαιζώνος.

Η οδός Αγίου Ανδρέου το 19ο αιώνα είναι η νέα αγορά τροφίμων στην Κάτω Πόλη της Πάτρας, γι’ αυτό και ονομάζεται «στομάχι της πόλης». Εκεί υπήρχαν μπακάλικα, ψαράδικα, φούρνοι, μανεστροποιεία, οινοπνευματοποιεία, ποτοποιεία. Κυριαρχεί βαριά οσμή σαρδέλας, τυριών, ξηρών βακαλάων, ψαριών. Εκεί πουλούσαν τυριά, αυγά, βούτυρα, λαχανικά, γαρίδες και αχινιούς.

Μια ζωντανή περιγραφή του εμπορικού τμήματος της οδού Αγίου Ανδρέου δίνει ο Μιχαήλ Μητσάκης (1868-1916) στο διήγημά του Αυτόχειρ (σημ. 62).

Τα συμβολικά όρια αυτού του δρόμου της Κάτω Πόλης ήταν ο «Παλιός Άγιος Ανδρέας» των Ορθοδόξων προς νότον και ο αγγλικανικός ναός του Αποστόλου Ανδρέα προς βορράν.

Ο συγγραφέας Μιχαήλ Μητσάκης στο διήγημά του Αυτόχειρ (σημ. 63) μεταγράφει λογοτεχνικά την εμπορική όψη της οδού Όθωνος-Αμαλίας, όπου κυριαρχούν τα εξαρτήματα της σταφίδας. Χειράμαξα, κάρα, άνθρωποι, βαρέλια, κασέλες, τσουβάλια, ικριώματα, πρόχειρες ξύλινες κατασκευές, ιστιοφόρα, ορίζουν το τοπίο του δρόμου που χάνεται μέσα στη θάλασσα. Ένα τμήμα της οδού Όθωνος-Αμαλίας σχετιζόταν με την ανταλλαγή αισθήσεων και παραισθήσεων, γιατί σ’ αυτό συγκεντρώνονταν καφενέδες, καμπαρέ, καφέ-αμάν, που απευθύνονταν στη διερχόμενη πελατεία του λιμανιού, αλλά και στους παραβατικούς κατοίκους της πόλης. Αυτό το τμήμα της οδού Όθωνος-Αμαλίας (σημ. 64) ήταν, ως τις αρχές του 1970, η κακόφημη πλευρά της Πάτρας.

Η οδός Τριών Ναυάρχων άρχισε να κατασκευάζεται το 1885 και αποτελεί βασικό άξονα της μεσημβρινής πλευράς της πόλης, που συνδέει την πλατεία Υψηλών Αλωνίων με την περιοχή του Αγίου Ανδρέα και τη θάλασσα.

Το σημείο της σύνδεσής της με τα Υψηλά Αλώνια ήταν, όπως το χαρακτήριζε ο Τύπος της εποχής, μια «κρημνώδης καταραχιά».

Το 1856 επί δημαρχίας Μπενιζέλου Ρούφου επιχώθηκε το «Μπουγιούκ Ντερέ», το μεγάλο χαντάκι. Τότε ονομάστηκε Νέος Δρόμος. Πρόκειται για την οδό Καλαβρύτων (εικ. 37), που στο πολεοδομικό σχέδιο του Σταμάτη Βούλγαρη συνέδεε την πόλη με την αγροτική της ενδοχώρα και τα χωριά των Καλαβρύτων. Πρόκειται για έναν από τους παλιότερους δρόμους της Πάτρας, στα ίχνη ρωμαϊκής οδού, λιθόστρωτης στο μεγαλύτερο μέρος της, με κατεύθυνση Δ προς Α, που εντοπίστηκε ανασκαφικά σε πολλά σημεία. Ο ρωμαϊκός αυτός δρόμος διέσχιζε την πόλη και οδηγούσε από το λιμάνι προς την ενδοχώρα της. Το 1934 μεγάλο τμήμα της οδού Καλαβρύτων ονομάστηκε οδός Δημητρίου Γούναρη προς τιμήν του Πατρινού πολιτικού με το άδοξο τέλος ως ενός από τους υπευθύνους της Μικρασιατικής Καταστροφής (εικ. 37).

Το 1893 άρχισε η κατασκευή του μώλου της μεσημβρινής πλευράς του λιμανιού, που ονομάστηκε μώλος Καλαβρύτων, επειδή στην ουσία πρόκειται για προέκταση της ομώνυμης οδού μέσα στη θάλασσα. Ο μώλος Καλαβρύτων λέγεται και γαλλικός από τη γαλλική εταιρεία που είχε αναλάβει την εκτέλεση των λιμενικών έργων.

Το 2001 ανέσκαψα στην οδό Δημητρίου Γούναρη 77-79, σε οικόπεδο ιδιοκτησίας Πέτρου Τερζή, κοντά στην πλατεία Υψηλών Αλωνίων πρωτοβυζαντινό λουτρό (σημ. 65). Το λουτρό σωζόταν σε αρκετά μεγάλο ύψος ως το 1843 και ήταν ορατό ως αρχαίο κατάλοιπο από τους κατοίκους της εποχής.

Μετά την εκπόνηση του πολεοδομικού σχεδίου του Σταμάτη Βούλγαρη (σημ. 66) (1829) και την έγκρισή του από τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια αρχίζει η συστηματική ανοικοδόμηση της πόλης. Διανοίγονται δρόμοι, διαμορφώνονται πλατείες, χτίζονται σπίτια, απλά και πολυτελή, εκκλησίες και δημόσια κτήρια. Χαρακτηριστικό στοιχείο του πολεοδομικού σχεδίου Βούλγαρη αποτελεί η δημιουργία στοών, επίδραση από τις αναγεννησιακές πόλεις της Ιταλίας, που δημιουργεί κομψότητα στις οικοδομές. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η ανάπτυξη της Πάτρας υπήρξε αλματώδης σε όλα τα επίπεδα και οδήγησε σε επεκτάσεις του αρχικού σχεδίου και οικοπεδοποιήσεις κοινοχρήστων χώρων και γης υψηλής παραγωγικότητας.

Με την έκδοση του διατάγματος του 1830 «Περί της ανεγέρσεως της πόλεως των Πατρών και του τρόπου καθ’ ον θέλουσι δοθή οι αποζημιώσεις» δόθηκαν κίνητρα στους κατοίκους για την ανοικοδόμηση της Κάτω Πόλης. Ο κυρίαρχος ρυθμός στον οποίο κτίζονται τα σπίτια είναι ο νεοκλασικός. Στην αρχιτεκτονική ο νεοκλασικισμός αποτελεί αναβίωση των κλασικών προτύπων. Τα χαρακτηριστικά των νεοκλασικών σπιτιών της Πάτρας είναι: η πέτρινη ή μαρμάρινη βάση, που εκφράζει τη στιβαρότητα του κτηρίου, η απόλυτη συμμετρία των όψεων, τα μαρμάρινα μπαλκόνια με τα φουρούσια και η τετράρριχτη κεραμοσκεπής στέγη με τα ανθεμωτά πήλινα ακροκέραμα. Τα τυπολογικά ζητήματα, όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε εποχή, ήταν άμεσα συναρτημένα με τις λειτουργίες των κτηρίων.

Η ανοικοδόμηση της Πάτρας, όπως και των άλλων παλαιών πόλεων της χώρας, που είχε αρχίσει την περίοδο του Ιωάννη Καποδίστρια συνεχίστηκε μετά τη δολοφονία του από τη Διοικητική Επιτροπή που είχε αναλάβει την προσωρινή διακυβέρνηση της χώρας ως την άφιξη του Όθωνα και της αντιβασιλείας. Οι Βαυαροί ακολούθησαν την πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης στο θέμα της ανοικοδόμησης των πόλεων (εικ. 38). Ο βαρώνος Ch. Scaumbourg (σημ. 67) σχεδίασε για την Πάτρα τρεις τύπους κατοικιών «διαφορετικής αρχιτεκτονικής», στους οποίους έπρεπε να προσαρμοσθούν οι όψεις των οικοδομών της νέας πόλης. Ο πρώτος τύπος προοριζόταν για την παραλιακή λεωφόρο και τις πρώτες παράλληλες οδούς και αφορούσε διώροφα κτήρια με στοά στο ισόγειο, σχετικά πολυτελή. Ο δεύτερος κτήρια μονώροφα με στοά και ο τρίτος απλά μονώροφα κτήρια. Οι περισσότεροι κάτοικοι όμως δεν διέθεταν τα απαραίτητα κεφάλαια και έτσι οι τύποι αυτοί δεν εφαρμόστηκαν σε μεγάλη έκταση. Ωστόσο ακόμη και σήμερα μπορεί κανείς να συναντήσει δείγματα αυτών των τύπων οικιών στην Κάτω Πόλη της Πάτρας, που απηχούν κάπως τις κερκυραϊκές μορφές.

Η Πάτρα σ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα παρουσιάζει δημογραφική άνοδο. Ο πληθυσμός της αυξάνεται και ανανεώνεται από την προς αυτήν μετανάστευση. Η ροή του πληθυσμού, τόσο από τις ορεινές περιοχές της Πελοποννήσου όσο και από τα Επτάνησα, είναι συνεχής. Το 1828, αμέσως μετά την απελευθέρωσή της, ο πληθυσμός της Πάτρας ήταν –περίπου– 4.000 κάτοικοι. Το 1875 στους συλλόγους «Άγιος Γεράσιμος» και «Ανδρέας Μεταξάς» είναι γραμμένοι 4.000 Κεφαλλονίτες της Πάτρας και το 1896 ο πληθυσμός της πόλης υπολογίζεται σε 36.000 κατοίκους. Το εξαγωγικό εμπόριο αναδεικνύει την παραλιακή περιοχή ως τον κατεξοχήν επιχειρηματικό χώρο της πόλης. Στην εμπορική ζώνη της παραλίας υπήρχαν τα περισσότερα γραφεία των σταφιδεμπόρων, τα γραφεία των μεσιτών του σταριού, οι σταφιδαποθήκες. Στην Πάτρα του 19ου αιώνα υπάρχουν κι άλλες επενδύσεις –κυρίως– ξένων, όπως ναυτιλιακές εταιρείες, η γαλλική εταιρεία εκτέλεσης υδραυλικών και λιμενικών έργων, η εταιρεία του Μιλάνου Vogel που το 1878 αναλαμβάνει το εργοστάσιο Γκαζιού της Πάτρας και οι Γερμανοί σταφιδέμποροι Αλβέρτος Άμβουργερ και Γουσταύος Κλάους (σημ. 68), που πρωταγωνιστούν στην παραγωγή κρασιών.

Η ζωή στην Κάτω Πόλη αντικατοπτρίζει την πολεοδομική της εικόνα. Πνευματική ανάπτυξη, υψηλά ποσοστά φοίτησης σε δημόσια και ιδιωτικά σχολεία, ένα ιδιότυπο κύτταρο παιδείας (σημ. 69) και πολιτισμού, λογοτεχνικές βεγγέρες, παραστάσεις όπερας, θεατρικές παραστάσεις και παραστάσεις Καραγκιόζη, εκδοτική δραστηριότητα, ίδρυση υποκαταστημάτων ελληνικών και ξένων τραπεζών, φανερώνουν οικονομική ευρωστία. Διανοούμενοι, καλλιτέχνες και πολιτικοί της Πάτρας του 19ου αιώνα, που ξεχώρισαν και η φήμη τους διαρκεί ως τις μέρες μας, ήταν: ο Ανδρέας Ρηγόπουλος (σημ. 70), ο ιστορικός Στέφανος Θωμόπουλος (σημ. 71), ο καραγκιοζοπαίκτης Μίμαρος (σημ. 72) (Δημήτρης Σαρδούνης) (εικ. 39), ο λόγιος ιατρός και πεζοπόρος Χρήστος Κρύλλος και ο δήμαρχος Θάνος Κανακάρης (σημ. 73), πρωτότοκος γιος του Μπενιζέλου Ρούφου, που το 1883 αποξήρανε και επίχωσε τους βάλτους της πόλης.

Ο 19ος αιώνα είναι για την Πάτρα αιώνας αύξησης και ανανέωσης του πληθυσμού της. Ενδεικτικά σημειώνω κάποιους αριθμούς:

Το 1828, αμέσως μετά την απελευθέρωσή της, ο πληθυσμός της Πάτρας ήταν –περίπου– 4.000 κάτοικοι. Το 1853 ο πληθυσμός της πόλης ήταν 19.499 κάτοικοι.

Το 1875 στους συλλόγους «Άγιος Γεράσιμος» και «Ανδρέας Μεταξάς» ήταν γραμμένοι 4.000 Κεφαλλονίτες κάτοικοι Πάτρας και το 1896 ο πληθυσμός της πόλης υπολογίζεται σε 36.000.

Η πληθυσμιακή εξέλιξη της πόλης αποτυπώνεται και στο ρυμοτομικό σχέδιο, αλλά και στον τύπο των παραβάσεων που διαπράττονται σ’ αυτήν: Αρχαιοκαπηλία (σημ. 74), σωματεμπορία μικρών αγοριών (σημ. 75), παραχάραξη χαρτονομισμάτων (σημ. 76), αλλά και φονικό στην εκκλησιά, όταν την Κυριακή, 3 Νοεμβρίου 1896 ο αναρχικός τσαγγάρης Δημήτρης Μότσαλης σκότωσε με μαχαίρι τον έμπορο και τραπεζίτη Διονύσιο Φραγκόπουλο και πυροβόλησε τον επίσης έμπορο και τραπεζίτη Ανδρέα Κόλλα, καθώς έβγαιναν από τον μητροπολιτικό ναό της Ευαγγελίστριας.

Οι παραδοσιακοί παραβάτες του κοινού ποινικού δικαίου, ληστές, φονιάδες, κλέφτες κ.ά. «σωφρονίζονταν στις φυλακές των κάστρων Πατρών και Ρίου».

Το 19ο αιώνα, εκτός από το τοπίο, αλλάζει και η κοινωνία προς την αστικοποίηση σε όλα τα επίπεδα.

Η νέα, Κάτω Πόλη κατά μήκος της ακτής, που ιδρύεται ως συνέχεια της Άνω, παλιάς, Πόλης, εδράζεται στα ερείπια της ρωμαϊκής και της πρωτοβυζαντινής. Ανιδρύονται νέα κτήρια σε θέσεις παλαιοτέρων και η νεοκλασική πόλη καταστρέφει –κυρίως– τις παλαιοχριστιανικές βασιλικές της Πάτρας, όπως διαπιστώθηκε ανασκαφικά σε πολλές περιπτώσεις (σημ. 77).

Η σταφιδική κρίση κτύπησε την εμπορική αστική τάξη της Πάτρας και τη διέλυσε. Μαζί της καταστράφηκε, εκτός από τους αμπελουργούς και τους εργάτες γης, ένας ολόκληρος κόσμος, που δούλευε στις σταφιδαποθήκες, στα κιβωτοποιεία, που κατασκεύαζαν κιβώτια για τη συσκευασία της σταφίδας, στα καρφοποιεία, που έφτιαχναν καρφιά για το κάρφωμα βαρελιών και κιβωτίων, στα μηχανουργεία, που κατασκεύαζαν μηχανές για τον καθαρισμό της σταφίδας, βρέθηκε χωρίς αντικείμενο εργασίας.

Η έκρηξη της μετανάστευσης συμπίπτει με τη σταφιδική κρίση.

Ο αιώνας τελειώνει, η οικονομία, η κοινωνία και η πόλη αλλάζουν. Άνθρωποι αιχμάλωτοι της επιβίωσης, απελπισμένοι, ενδεείς ή τυχοδιώκτες, μεταναστεύουν από το λιμάνι της Πάτρας προς τις ΗΠΑ (σημ. 78) αναζητώντας πέραν του Ατλαντικού το όνειρο μιας καλύτερης ζωής (εικ. 40).

 

Αφέντρα Γ. Μουτζάλη

Αρχαιολόγος