Αντικείμενο της εργασίας είναι η μελέτη και η ανάλυση του «καστελλίου» (σημ. 1) του Αγ. Νικολάου (σημ. 2) (εικ. 1) στα μέσα του 18ου αι., με βασικό γνώμονα μια αναπαράσταση του οικισμού από τον V.G. Barskij (σημ. 3) (1701-1747), έναν Ουκρανό περιηγητή στη χριστιανική Ανατολή του 18ου αι. Το έργο του Μπάρσκι αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα έργα της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, που άνθησε από τον 15ο αι. και μετά, με την ονομασία «isolarii» ή «νησολόγια».

Στόχος της εργασίας είναι να διερευνηθούν και να εκτιμηθούν οι πληροφορίες της αναπαράστασης, πλαισιωμένες και από άλλες ιστορικές πηγές, βιβλιογραφία, παλαιότερες φωτογραφίες και επιτόπια αυτοψία, ώστε να σκιαγραφηθεί ο οικισμός του Αγ. Νικολάου την εποχή που καταγράφηκε στο σχέδιο του περιηγητή.

Ο οικισμός του Αγ. Νικολάου στους χάρτες των περιηγητών

Το καστέλλι του Αγ. Νικολάου έχουν αποτυπώσει στους χάρτες τους αρκετοί ξένοι περιηγητές. Ο Rosaccio το 1606 και ο Dapper το 1703 αποτυπώνoυν τον βόρειο οικισμό ως San Salvator (σημ. 4). O Ρώσος μοναχός Barskij το 1745 αποτυπώνει σε σχέδιο τον ίδιο οικισμό, ως τον πιο εκτεταμένο στο νησί. Τριάντα επτά χρόνια αργότερα (1782), ο Choisel Gouffier (εικ. 2) εμφανίζει το βράχο της Οίας να αποτελείται από δύο διαφορετικούς πυρήνες.

Ανάλυση της χαρτογραφικής και κειμενικής πληροφορίας της απεικόνισης Barskij

O Βασίλι Γκριγκορόβιτς Μπάρσκι, Ουκρανός μοναχός περιηγητής, ξεκινώντας από το 1723, περιηγήθηκε επί 24 χρόνια τη χριστιανική Ανατολή, αφήνοντας πίσω του ένα πολύτιμο γραπτό απόθεμα σχολαστικών αφηγήσεων και λεπτομερών απεικονίσεων των περιοχών που επισκέφθηκε. Το 1745 δημιούργησε μια σχετικά ρεαλιστική σχεδιαστική προσέγγιση της Σαντορίνης. Το θρησκευτικό του ενδιαφέρον τού επιτρέπει μια πιο διεισδυτική ματιά ως προς τα αντικείμενα της αποτύπωσης, κυρίως γιατί αναγνωρίζει τους ορθόδοξους ναούς και τις Μονές και τις σημειώνει στο χάρτη με ιδιαίτερη προσοχή (σημ. 5).

Το τέχνασμα της οπτικής γωνίας από μεγάλο ύψος που επέλεξε, προκειμένου να αναδείξει συγκεκριμένα μέρη του νησιού, βοηθά ιδιαίτερα στην αναπαράσταση. Η προσεκτική ανάγνωσή του δείχνει ότι προσέγγισε το νησί από τον Βορρά, περνώντας από τη γνωστή θαλάσσια διαδρομή μεταξύ Οίας και Θηρασιάς, κατεβαίνοντας προς τον Νότο. Ο περίπλους εσωτερικά του συμπλέγματος των ηφαιστειακών μικρών νησιών είναι πιθανόν να του έδωσε τη δυνατότητα να καταγράψει τις βασικές πληροφορίες της εσωτερικής παρειάς της Θήρας (εικ. 3, 4). Το τελικό αποτέλεσμα της απεικόνισης, βέβαια, προέκυψε ύστερα από επιτόπιες επισκέψεις και ενδελεχή μελέτη των θέσεων. Το περιαστικό τοπίο, τα βράχια, οι αγροί και η θάλασσα είναι αφαιρετικά σχεδιασμένα, με σποραδικές αναπαραστάσεις της αγροτικής ζωής, δίνοντας πληροφορίες για την καθημερινότητα, συχνά με κειμενικές αναφορές (σημ. 6).

Τα σημεία-ορόσημα (σημ. 7) που χρησιμοποιεί στην απεικόνιση είναι: α) Οι επιφάνειες, όπως τα βράχια, οι αγροί και η θάλασσα. β) Οι γραμμές των φυσικών και ανθρωπογενών ορίων, όπως τα μονοπάτια και τα όρια των κρημνών. Φαίνεται ότι με έντονη μαύρη γραμμή σχεδιάζει τα φυσικά όρια ή τα φυσικά μονοπάτια, ενώ ως ανθρωπογενείς χαράξεις αφήνει να εννοηθούν οι κενοί χώροι που δημιουργούνται μεταξύ των κτιρίων, αλλά και τα μονοπάτια που σχηματίζει με διπλή μαύρη γραμμή. γ) Οι κτιριακοί όγκοι επί του εδάφους σε τρισδιάστατη μορφή. δ) Κάποιες οξείες απολήξεις (σταυροί ή καμπαναριά) στην επίστεψη όψεων, που συμβολίζουν ναούς και μοναστήρια, και ε) Οι υπόσκαφες κατοικίες (εικ. 5).

Δύο κείμενα στη ρωσική γλώσσα (σημ. 8) ξεχωρίζουν στην περιοχή της Οίας και αποτελούν ονομασίες δύο ναών: του Αγ. Νικολάου «Св. Николай» και της Αγ. Αικατερίνας «Св. Екатерина». Αυτές αντιστοιχούν σε πραγματικές εκκλησίες: ο Άγ. Νικόλαος ο Περαματάρης (3) είναι ο ναός στο νησάκι ανατολικά του Αμμουδίου, ενώ η Αγ. Αικατερίνα (2) είναι ο Πατριαρχικός Σταυροπηγιακός Ναός, που κατασκευάστηκε γύρω στο 1600 (σημ. 9).

Κτιριακά κελύφη και χρήσεις χώρων

Στο σχέδιο του Μπάρσκι, η Αγ. Αικατερίνα (2) αποτελεί ένα σύνολο με το παρακείμενο προσαρτημένο κτίσμα και τον εξωτερικό περίβολο, που σώζεται μέχρι σήμερα σε καλή κατάσταση. Το συγκρότημα έχει σχετικά μικρή πυκνότητα οικημάτων στο άμεσο εξωτερικό περιβάλλον του και διαχωρίζεται εμφανώς από τον παλαιότερο πυρήνα του καστελλίου. Έτσι δικαιολογείται και η επίμονη απεικόνιση του οικισμού σε δύο πυρήνες, σύμφωνα με τους περιηγητές που προαναφέρθηκαν.

Επίσης, διακρίνεται ο γουλάς (1), σωστά τοποθετημένος, στο ψηλότερο σημείο της περιοχής. Το κτίριο έχει βορινή είσοδο, ένα άνοιγμα πάνω από την πύλη και πολεμίστρες ή δύο μικρά ανοίγματα στο τελευταίο επίπεδο. Στους ανατολικούς πρόποδες του βράχου, δεσπόζει ένας ναός (4) με θολωτή στέγη και καμπαναριό στραμμένο προς τη Δύση, που σηματοδοτεί την είσοδό του. Πιθανόν είναι η Αγ. Θεοδοσία (σημ. 10), που κατέρρευσε μετά το σεισμό του 1956 (εικ. 6).

Στους κρημνούς του ΝΑ ορίου του οικισμού, προσαρμοσμένος σε πιο χαμηλό επίπεδο, διακρίνεται ένας ακόμα ναός με καμπαναριό (5) και μάλιστα στο όριο μιας φυσικής χαράδρας. Η θέση του ναού, ο προσανατολισμός του καμπαναριού του στην δυτική άκρη του κτιρίου και η θέση στις εκβολές μικρού ρέματος που δημιουργεί φυσική εσοχή στους κρημνούς συνηγορoύν στο ότι είναι ο ναός του Αγ. Νικολάου (σημ. 11). Επίσης, στον Βορρά, στην αρχή της κλιμακωτής οδού, απεικονίζεται μια μικρότερη εκκλησία με δύο σημεία σταυρού ή καμπαναριά (6), η οποία θα μπορούσε να είναι η Αγ. Παρασκευή Οίας (σημ. 12) (εικ. 7).

Την εποχή της απεικόνισης, οι ναοί που υπήρχαν ήταν πιθανόν ο ναός της Αγ. Τριάδας, των Αγ. Πάντων, του Μετοχίου της Αμοργού (σημ. 13) και ορισμένοι άλλοι ναοί, των οποίων όμως η χρονολόγηση δεν είναι τεκμηριωμένη. Στο σχέδιο διακρίνονται δύο ακόμα προεξέχοντα κτίρια: το (8) και το (7) που θα μπορούσαν να συμβολίζουν κάποιους από τους παραπάνω ναούς. Το κτίριο (8) βρίσκεται στα ΒΑ του ναού του Αγ. Νικολάου, είναι θολωτός ορθογωνικός ναός, που απεικονίζεται σε τρισδιάστατη μορφή, με το καμπαναριό να σηματοδοτεί τη δυτική είσοδο. Από την πρόσοψή του διέρχεται οδός, ενώ η πίσω όψη του αποτελεί μέρος της εξωτερικής παρειάς του οικισμού.

Το μεγάλο σε όγκο ισόγειο κτίριο (7), ορθογωνικής κάτοψης, με σκαφοειδές δώμα και με ελάχιστα ανοίγματα, νοτίως της Αγ. Αικατερίνας, δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί άμεσα με κάποιο υπάρχον κτίριο, ούτε να υποτεθεί η χρήση του. Ίσως να επισημαίνει κάποιο κτίριο που δεν σώζεται σήμερα, όπως ένα οχυρωματικό κτίριο, ένα δημόσιο κτίριο ή κάποιο κτίριο αγροτικής χρήσης. Επίσης, μέσα στο οικιστικό συγκρότημα υπάρχουν κτίρια (9) μονώροφα ή διώροφα. Τέλος, στο περιαστικό τοπίο, παρατηρούνται οι ανεμόμυλοι σε σειρά, πάνω σε κεντρική αρτηρία του νησιού (10). Στην απεικονιζόμενη διαδρομή διακρίνονται έξι εκτός του οικισμού, δύο εντός, στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται Φανάρι, και επτά ή οκτώ πάνω στο φρύδι της καλντέρας (σημ. 14) προς την περιοχή Περίβολας.

Όρια οικισμού και διαδρομές

Η γεωμετρία του βορινού βράχου φαίνεται να έχει αποτυπωθεί με σχετική ακρίβεια. Οι συγκεντρώσεις υπόσκαφων κατασκευών πυκνώνουν προς τον Βορρά (12), ενώ ο οικισμός επεκτείνεται και προς τα νοτιοανατολικά, πάνω στους κρημνούς. Στο σχέδιο του Μπάρσκι εντυπωσιάζει η πιστή απεικόνιση της κλιμακωτής οδού Οίας-Αμμουδίου (11) με τους έξι «καράβολες» (σημ. 15) (εικ. 8).

Ο οικισμός έχει τρεις εισόδους: στον Νότο για επικοινωνία με το νησί μέσω της σημερινής ημιονικής οδού, στον Βορρά μέσω του λιμανιού του Αμμουδίου και στα βορειοανατολικά για επικοινωνία με το λιμάνι του Κάνθαρου (σημ. 16). Η τελευταία ξεκινάει από την περιοχή Κάνθαρος, χαράσσεται παράλληλα με την κορυφογραμμή των λόφων, όπου βρίσκονται οι ανεμόμυλοι στην περιοχή Φανάρι. Η μαύρη φυσική κορυφογραμμή διακλαδίζεται και συνεχίζει με δύο παράλληλες κατευθύνσεις από Βορρά προς Νότο, περιτρέχει την κατοικημένη περιοχή, διαχωρίζοντας τα κατοικημένα υπόσκαφα (12) από τους κρημνούς, και περιβάλλει το βράχο του καστελλίου. Αυτό το σημερινό στενό μονοπάτι στη βορινή παρειά του καστελλίου, αποτελεί το κατώτατο όριο του οικισμού και ενδεχομένως να ήταν κάποιου είδους «περίδρομος» (σημ. 17) του καστελλίου. Η ύπαρξη περίδρομου θα επέτρεπε την υπόθεση ότι οι κατοικίες που υψώνονται στις βόρειες πλαγιές του βράχου, πάνω από την κλιμακωτή οδό Οίας-Αμμουδίου, προέκυψαν από τον εκσυγχρονισμό αυθεντικών περιμετρικών οχυρωματικών κατασκευών (σημ. 18) (εικ. 9). Σε μια τέτοια περίπτωση, η χαμηλότερη στάθμη των κτιρίων θα αποτελούσε το περιμετρικό τείχος του πρώιμου κάστρου, στα πρότυπα του Σκάρου και της Νάξου (σημ. 19).

Στα μέσα περίπου του βόρειου μονοπατιού ξεδιπλώνεται η κλιμακωτή οδός Οίας-Αμμουδίου (11) και διακρίνεται το παραθαλάσσιο μονοπάτι που οδηγεί στο ναό του Αγ. Νικολάου του Περαματάρη, όπως είναι σήμερα (13).

Ο δρόμος που ξεκινάει από τον Κάνθαρο εισέρχεται στον φυσικά οριοθετημένο χώρο και φτάνει μέχρι την καλντέρα με μια μικρή διακλάδωση πριν το χείλος των κρημνών. Η διαδρομή αυτή αφήνει εξωτερικά τους ανεμόμυλους και αγκαλιάζει τους δύο πόλους του οικισμού: την Αγ. Αικατερίνα και το καστέλλι. Η Αγ. Αικατερίνα σχηματίζει γύρω από το συγκρότημά της μία κυκλική διαδρομή, καθώς το συγκρότημά της είναι πανταχόθεν ελεύθερο. Το σκέλος της διαδρομής κάτω από την Αγ. Αικατερίνα συνεχίζει και αποτελεί το εξωτερικό όριο του πυκνοδομημένου τμήματος του οικισμού. Κάτω από τη διαδρομή αυτή, ο οικισμός έχει πυκνότητα και συνοχή. Η χάραξη πάνω από την Αγ. Αικατερίνα συμπίπτει με το προαναφερθέν μονοπάτι από τον Κάνθαρο και καταλήγει στην καλντέρα, στη σημερινή «ημιονική οδό», γνωστή από παλιά ως κύρια συνδετική οδός μεταξύ των οικισμών της καλντέρας.

Η νότια είσοδος του καστελλίου διαμορφώνεται πάνω (ΒΑ) από τον ναό του Αγ. Νικολάου (5), περίπου στη σημερινή περιοχή «Λότζα» (σημ. 20). Η είσοδος οδηγεί σε μια κεντρική διαδρομή με κατεύθυνση Β-Ν, η οποία περνάει από την κύρια όψη του κτιρίου (8) και αποτελεί την κεντρική διαδρομή του οικισμού προς τον γουλά και προς την κλίμακα του Αμμουδίου. Η διαδρομή πλαισιώνεται από μονή σειρά κτισμάτων στην ανατολική παρειά του και από πυκνοδομημένο ιστό στη δυτική παρειά μέχρι τους κρημνούς. Εκατέρωθεν του δρόμου, κυρίως πάνω στους κρημνούς μεταξύ Αγ. Νικολάου και γουλά, φαίνεται ότι φιλοξενούνται τα περισσότερα διακεκριμένα κτίρια του οικισμού την περίοδο της καταγραφής.

Συμπεράσματα

Η πρώτη φάση οικιστικής συγκρότησης (σημ. 21) καταλαμβάνει τον πάνω βράχο, του οποίου το υψόμετρο είναι 110 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας. Το σχήμα του ακολουθεί τις γραμμές του εδάφους, είναι οργανικό, γραμμικό και επεκτείνεται από τα ΒΔ προς τα ΝΑ (σημ. 22). Αποτελεί ένα κάστρο στα πρότυπα της rocca, καθαρά φρουριακής μορφής, δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με τον Σκάρο, που διατηρεί, ωστόσο, πολλές ομοιότητες με το Κάστρο της Νάξου. Η θέση και η μορφή του αποτελούν χαρακτηριστική επιλογή των Ενετών κατά τον 13ο αι., που κατασκευάζουν περίβλεπτες φρουριακές κατασκευές πάνω σε φυσικά οχυρές τοποθεσίες, κοντά στη θάλασσα, τόσο για να φαίνονται όσο και για να επιτηρούν. Στο πιο ψηλό σημείο του βράχου δεσπόζει ο πύργος donjon, που αποτέλεσε το «παλάτι» του άρχοντα. Κοντά σ’ αυτό πρέπει να διερευνηθεί η ύπαρξη ενός μικρού λατρευτικού χώρου, μιας gentillizia. Ο συνδυασμός των δύο κτιρίων αποτελούσε συμβολικά και πρακτικά το κέντρο της άρχουσας τάξης. Είναι σίγουρο, ακολουθώντας το παράδειγμα της Νάξου, του Σκάρου, του Ακρωτηρίου και του Πύργου, ότι πάνω στο καστέλλι (σημ. 23) υπήρχαν και άλλα κτίρια, που αποτελούσαν τις κατοικίες των ευγενών. Αυτά ήταν αντίστοιχου οχυρωματικού χαρακτήρα, παρόμοιας κατασκευής, αλλά μικρότερα σε μέγεθος. Τα περισσότερα έχουν δύο ή τρία επίπεδα, μικρά ανοίγματα και θολωτή ή επίπεδη οροφή (σημ. 24). Κάποια από αυτά ίσως και να σώζονταν πριν από το σεισμό του 1956.

Ο βράχος ήταν οχυρός από την πλευρά της θάλασσας και εξωτερικά. Το βόρειο όριό του ήταν το μονοπάτι γύρω από το βράχο, στο ύψος όπου τελειώνει η κλίμακα του Αμμουδίου. Γύρω από αυτό είναι πιθανόν να υπήρχαν οχυρωματικά κτίσματα που λειτουργούσαν ως εξωτερικά τείχη, καθώς η περιοχή φαίνεται αρκετά επισφαλής, ενώ η ύπαρξη του φυσικού μονοπατιού στο σχέδιο του Μπάρσκι προϊδεάζει για έναν υποτυπώδη περίδρομο. Τα τμήματα του οικισμού νότια και δυτικά προς τη θάλασσα ήταν ήδη απόκρημνα, επομένως δεν ήταν απαραίτητα επιπλέον τείχη. Με προσεκτική επιτόπια έρευνα προέκυψαν πολλά καθαρά σημάδια του δομημένου περιβάλλοντος στους κρημνούς προς τον Νότο, όπως κτιστά βάθρα και λείψανα κτιρίων, είσοδοι σε υπόσκαφα και ίχνη από κατασκευές αντιστήριξης των πρανών. Η είσοδος της πρώτης φάσης μοιάζει ιδιαίτερα με αυτήν του Σκάρου και του υπαρκτού παραδείγματος του Ακρωτηρίου. Το εμβαδόν της πρώτης φάσης περιλάμβανε τον πυρήνα, με ένα μικρό μέρος της νότιας παρειάς, και καταλάμβανε περίπου 4.000 τ.μ. (σημ. 25).

Κατά τη δεύτερη φάση (σημ. 26) ο οικισμός φαίνεται να εξελίχθηκε προς τα βόρεια και τα νοτιοανατολικά γύρω από το βράχο, εκατέρωθεν της κλιμακωτής οδού Οίας-Αμμουδίου. Ο οικοδομικός χαρακτήρας της βόρειας περιοχής φαίνεται πως είναι υπόσκαφος στο μεγαλύτερο ποσοστό του. Η επέκταση προς τα νοτιοανατολικά, ωστόσο, παρουσιάζει διαφορετικό χαρακτήρα: υπάρχουν καθορισμένες διαδρομές και κτίρια με έναν ή περισσότερους ορόφους. Η είσοδος στον οικισμό φαίνεται να μεταφέρεται στην περιοχή της σημερινής «λότζας», κοντά στο ναό του Αγ. Νικολάου (σημ. 27). Ο Άγ. Νικόλαος βρίσκεται σε μια φυσική οχυρή θέση, καθώς εκεί εκβάλλει ένα ρέμα της περιοχής δημιουργώντας στους κρημνούς ένα χάσμα ορατό μέχρι σήμερα. Αυτή την αδυναμία πρόσβασης εκμεταλλεύτηκαν οι κατασκευαστές του συγκροτήματος του ναού, καθώς η κατασκευή οριοθετείται από το χάσμα. Ο ναός περιβάλλεται από οχυρωματικού τύπου συνοδευτικά κτίρια, που σώζονται μέχρι σήμερα, τα οποία πιθανόν να αποτελούσαν και τα προστατευτικά όρια του οικισμού νοτιοανατολικά προς νότια (εικ. 10). Η κεντρική διαδρομή της επέκτασης οδηγούσε από το ναό του Αγ. Νικολάου στον αρχικό πυρήνα του καστελλίου. Με την επιτόπια αυτοψία διαπιστώθηκε η ύπαρξη και δεύτερου παράλληλου δρόμου. Το εμβαδόν που καταλάμβανε η οικιστική αυτή συγκρότηση είναι της τάξης των 6.000 τ.μ., με μέσο όρο απόστασης ΒΔ-ΝΑ τα 50 μ. και ΒΑ-ΝΔ τα 120 μ. (σημ. 28).

Η τρίτη φάση του οικισμού, που αποτυπώνεται στο σχέδιο του Μπάρσκι, περιλαμβάνει την ίδρυση του μοναστηριακού συγκροτήματος της Αγ. Αικατερίνας το 1600. Είναι ένα συγκρότημα κατασκευασμένο έξω από τα όρια του οικισμού, σε θέση-κλειδί, γιατί βρίσκεται όχι μόνο κοντά στο λιμάνι αλλά και κοντά στον πολυπληθέστερο πόλο του νησιού (σημ. 29). Από την καταγραφή του περιηγητή προκύπτουν πραγματικά στοιχεία κυρίως ως προς τους δρόμους που περιβάλλουν την Αγ. Αικατερίνα. Ένας δρόμος πάνω από το ναό αποτελεί ακόμα τη σύγχρονη χάραξη της περιοχής, ενώ μια άλλη διαδρομή οδηγεί στην κλιμακωτή οδό Οίας-Αμμουδίου και κατά προέκταση στην οδό περιμετρικά του οχυρού βράχου που περιγράφηκε πιο πάνω.

Φαίνεται ότι υπήρχαν τέσσερις τουλάχιστον σημαντικοί ναοί την εποχή της απεικόνισης: ο Άγ. Νικόλαος ο Περαματάρης και η Αγ. Αικατερίνα στους οποίους δίνεται ιδιαίτερη έμφαση με κειμενική πληροφορία, ο Άγ. Νικόλαος, η Αγ. Θεοδοσία μπροστά από την είσοδο του καστελλιού. Πιθανολογείται η απεικόνιση των ναών της Αγ. Παρασκευής, της Αγ. Τριάδας και του Αγ. Ταξιάρχη ή του Μετοχίου της Αμοργού. Ερωτηματικά, ωστόσο, δημιουργεί το κτίριο (7) μεταξύ του ναού της Αγ. Αικατερίνας και του οικισμού.

 

Κατερίνα Ριτζούλη

Αρχιτέκτων Μηχανικός – Αναστηλώτρια, υποψήφια διδάκτωρ ΑΠΘ

Υπουργείο Πολιτισμού, Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης

 

* H εργασία εκπονήθηκε στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με τίτλο: «Η εξέλιξη της αρχιτεκτονικής και της οικοδομικής τέχνης στη Σαντορίνη από την Ενετοκρατία ως το σεισμό του 1956», με επιβλέπουσα καθηγήτρια την Κλαίρη Παλυβού.