Δύο καίρια ερωτήματα που αφορούν το χάλκινο άγαλμα «Απόλλων Σαυροκτόνος», το οποίο έχει αποδοθεί στον Πραξιτέλη (4ος αιώνας π.Χ.), έναν από τους σημαντικότερους γλύπτες της αρχαιότητας, θέτει η Τζένιφερ Νιλς (Jenifer Neils), καθηγήτρια Κλασικής Τέχνης και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Case-Western στο Κλίβελαντ των ΗΠΑ: Απεικονίζεται πράγματι ο Απόλλωνας; Έχει όντως δημιουργηθεί από τον Πραξιτέλη;
Η κα Νιλς αμφισβήτησε και τα δύο σε διάλεξή της με τίτλο «Σαυροκτόνος. Απόλλωνας; Πραξιτέλης;» («Sauroktonos: Apollo? Praxiteles?»), την οποία έδωσε την Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016 στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα.
«Αμφιβάλλω αν οποιοσδήποτε έβλεπε το άγαλμα στην αρχαία Ελλάδα αναγνώριζε στη θέση του νέου αγοριού που παίζει ή σκοτώνει ένα μικρό ερπετό τον θεό Απόλλωνα. Πιστεύω ότι χρονολογείται στην ελληνιστική ή ρωμαϊκή περίοδο. Η υψηλή περιεκτικότητά του σε μόλυβδο δείχνει ότι δεν ανήκει στην κλασική εποχή. Επίσης η στάση και η κόμμωση του αγοριού είναι πολύ “προχωρημένες” για τα μέσα του 4ου αι. π.Χ., χρονολογία που συνήθως αποδίδεται σε αυτό τον τύπο ο οποίος έχει αναπαραχθεί σε σχεδόν 80 ρωμαϊκά αντίγραφα» αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κα Νιλς.
Από την εποχή του Γερμανού αρχαιολόγου Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν (1760), το μαρμάρινο άγαλμα της συλλογής Borghese που αναπαριστά έναν νέο άνδρα να στηρίζεται πάνω σε δέντρο στο οποίο βρίσκεται μια σαύρα έχει συνδεθεί με ένα χάλκινο αυθεντικό άγαλμα του Πραξιτέλη, που περιγράφει ο Ρωμαίος ιστοριογράφος Πλίνιος ο Πρεσβύτερος. Επιπλέον, ένα επίγραμμα του Ρωμαίου ποιητή Μάρκου Βαλέριου Μαρτιάλη περιγράφει ένα ανώνυμο χάλκινο άγαλμα νεαρού που σκοτώνει μια σαύρα, χωρίς ωστόσο να γίνεται αναφορά στον θεό.
«Ο Βίνκελμαν ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε ότι ένα ρωμαϊκό μαρμάρινο γλυπτό στη Ρώμη ταίριαζε με την περιγραφή του Πλίνιου –ο οποίος είχε πει ότι το αυθεντικό άγαλμα ήταν χάλκινο– και από τότε όλοι έχουν αποδεχτεί την απόδοσή του στον Πραξιτέλη, καθώς και την αναγνώριση σε αυτό του Απόλλωνα Σαυροκτόνου. Ο Ρωμαίος ποιητής Μαρτιάλης έγραψε ένα επίγραμμα για τον Σαυροκτόνο, χωρίς να αναφέρει ούτε τον Απόλλωνα ούτε τον Πραξιτέλη. Το Μουσείο Τέχνης του Κλίβελαντ απέκτησε το 2004 ένα μπρούτζινο άγαλμα άγνωστης προέλευσης θεωρώντας ότι πρόκειται για το αυθεντικό του Πραξιτέλη», πληροφορεί το ΑΠΕ-ΜΠΕ ως προς το «ιστορικό» του αγάλματος. Παράλληλα, δίνει και μια πληροφορία για τον λόγο που υπήρχαν τόσα πολλά ρωμαϊκά αντίγραφα του συγκεκριμένου τύπου: «Οι Ρωμαίοι φαίνεται ότι παρήγαγαν αυτά τα αγάλματα των “αισθησιακών αγοριών” για να διακοσμούν τους κήπους των επαύλεών τους, με τη σαύρα να αποτελεί αλληγορία για το ανδρικό μόριο, ιδιαίτερα των νέων αγοριών της παιδεραστικής ρωμαϊκής ποίησης», τονίζει η κα Νιλς. Και συμπληρώνει: «Αυτό που πιστεύω είναι ότι το άγαλμα έγινε δημοφιλές στη ρωμαϊκή περίοδο και κάποιος παρερμήνευσε ότι απεικονίζει τον Απόλλωνα».
Ιστορικό προέλευσης
Όσο για την προέλευση του αρχαίου έργου, υπάρχουν πολλές φήμες. «Μία από αυτές αναφέρει ότι προέρχεται από την Τουρκία, αλλά το Μουσείο Τέχνης του Κλίβελαντ επιμένει ότι βρισκόταν στον κήπο ενός παλιού γερμανικού κτήματος, κάτι μάλλον απίθανο, γιατί θα είχε παρατηρηθεί πριν το 2000. Δεν έχει σημάδια θαλάσσιων επικαθίσεων, έτσι μάλλον δεν προέρχεται από τη θάλασσα», σημειώνει.
Το άγαλμα βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο Τέχνης του Κλίβελαντ, μετά την αγορά του το 2004 έναντι 5 εκατ. δολαρίων από παράρτημα της γκαλερί αρχαίων έργων τέχνης «Φοίνιξ» στη Γενεύη, αγορά που δημιούργησε πολλά ερωτηματικά ως προς τη νομιμότητα της προέλευσής του. Όπως έχει γραφτεί κυρίως στον ξένο Τύπο, ο κύριος προβληματισμός αφορά στην απουσία αποδεικτικών στοιχείων που θα εξάλειφαν οποιαδήποτε υπόνοια ότι μπορεί να προέρχεται από παράνομες διαδικασίες.
Σύμφωνα με το αμερικανικό μουσείο, ένας ηλικιωμένος Γερμανός υποστήριξε ότι βρήκε το γλυπτό σε κομμάτια μέσα σε κτίριο που ανήκε σε κτήμα της οικογένειάς του μετά την επανένωση της Γερμανίας (το κτήμα ήταν κοντά στη Δρέσδη και η κυβέρνηση της τότε Ανατολικής Γερμανίας το είχε κατασχέσει) και ότι το θυμόταν στο ίδιο ακίνητο τη δεκαετία του ’30, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν φωτογραφίες που να το τεκμηριώνουν. Επίσης, σύμφωνα με το μουσείο, ο ίδιος το πούλησε σε Ολλανδό έμπορο τέχνης το 1994, του οποίου το όνομα δεν θυμόταν, κι εκείνος με τη σειρά του σε τουλάχιστον έναν ακόμα ανώνυμο συλλέκτη, πριν καταλήξει στην γκαλερί.
Το Μουσείο στην ιστοσελίδα του αναφέρει ότι πρόκειται για αυθεντικό αρχαίο χάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα Πυθοκτόνου, υιοθετώντας προφανώς την εικασία ότι το ερπετό που απεικονίζεται δεν είναι σαύρα αλλά ο Πύθωνας, το τέρας της ελληνικής μυθολογίας που σκότωσε ο θεός στους Δελφούς. Αναφέρει ως χρονολογία δημιουργίας του περίπου τα μέσα του 4ου αι. π.Χ., καθώς και ότι αποδίδεται στον Πραξιτέλη, συμπληρώνοντας ότι πρόκειται για τη μοναδική σωζόμενη χάλκινη εκδοχή αυτού του διάσημου τύπου γλυπτικής, που περιγράφηκε από τον Πλίνιο τον 1ο αιώνα. Το άγαλμα ήταν το κεντρικό έκθεμα σε έκθεση που πραγματοποιήθηκε στο αμερικανικό μουσείο το 2013-14.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το έργο έχει απασχολήσει την Ελλάδα. Μάλιστα η χώρα μας είχε προβάλει αντιρρήσεις για τη συμμετοχή του αγάλματος στην έκθεση που πραγματοποιήθηκε στο Λούβρο το 2007 και η οποία ήταν αφιερωμένη στον Πραξιτέλη, λόγω της «γκρίζας» προέλευσής του. Τελικά το έργο δεν συμπεριλήφθηκε στην έκθεση.
O Πραξιτέλης, γιος του Αθηναίου γλύπτη Κηφισοδότου, έζησε μεταξύ 390 και 320 π.Χ. Φιλοτέχνησε έργα θεοτήτων, καθώς και ανδριάντες θνητών, από χαλκό, αλλά και από μάρμαρο, στο οποίο είχε ιδιαίτερη προτίμηση. Αυθεντικά έργα του θεωρούνται ο Ερμής Διονυσοφόρος (περίπου 330 π.Χ.), που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ολυμπίας, καθώς και η κολοσσική κεφαλή αγάλματος της Αρτέμιδος Βραυρωνίας, που εκτίθεται στο Μουσείο της Ακρόπολης. Από τα διασημότερα έργα του ήταν η Κνιδία Αφροδίτη, η πρώτη γυμνή απεικόνιση της θεάς, αλλά και του γυναικείου σώματος σε φυσικό μέγεθος, με πιθανότατο μοντέλο τη γνωστή εταίρα της αρχαιότητας, Φρύνη. Αντίγραφα του αγάλματος υπάρχουν σε πολλά μουσεία, μεταξύ των οποίων και στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.