Νέα στοιχεία για τις ανασκαφές στη θέση της Ύστερης Εποχής του Χαλκού Δρομολαξιά-Βυζακιά (Χαλά Σουλτάν Τεκκέ), κοντά στο Διεθνή Αερολιμένα της Λάρνακας και στο γνωστό ομώνυμο τέμενος, ανακοίνωσε το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου. Οι ανασκαφές στη θέση πραγματοποιήθηκαν τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2015 από ομάδα του Πανεπιστημίου του Gothenburg της Σουηδίας, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Peter M. Fischer.
Η αρχαία πόλη υπολογίζεται ότι είχε έκταση 25-50 εκτάρια. Μέχρι στιγμής έχει διερευνηθεί μόνο ένα μικρό τμήμα του οικισμού, ο οποίος φαίνεται να ιδρύθηκε τον 16ο αι. π.Χ. (παρόλο που, βάσει της κεραμικής, η χρονολόγηση είναι πρωιμότερη). Τον 12ο αι. π.Χ. η πόλη καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε.
Φέτος, η ομάδα αποκάλυψε ένα ακόμη τμήμα της πόλης, δυτικά της Περιοχής 6 (Area 6 West). Η ανακάλυψη αυτή έγινε με τη χρήση εξελιγμένου υπεδάφιου ραντάρ και μαγνητομετρήσεων που πραγματοποιήθηκαν σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Gothenburg και το Πανεπιστήμιο της Βιέννης (υπό τη διεύθυνση του δρος Immo Trinks). Η φετινή γεωφυσική έρευνα αποτελεί την τρίτη σε σειρά επισκοπήσεων οι οποίες διεξήχθησαν κατά τα έτη 2010, 2012 και 2014. Τα αποτελέσματα του γεωραντάρ, σε συνάρτηση με τις μαγνητομετρήσεις, δείχνουν ένα κτίριο διαστάσεων περίπου 50×40 μ. Επιβεβαιώνονται δηλαδή οι ενδείξεις ότι η πόλη εκτεινόταν σε πολύ μεγαλύτερη έκταση από ό,τι υπολογιζόταν κατά τις αρχές των ερευνών. Φαίνεται ότι ο οικισμός εκτεινόταν προς τα βόρεια, δηλαδή προς το αρχαίο λιμάνι όπου σήμερα απλώνεται η αλυκή, και προς τα δυτικά όπου βρίσκεται η Περιοχή 8 (την οποία είχε διερευνήσει ο αποβιώσαντας P. Åström κατά τις δεκαετίες 1970, 1980 και 1990).
Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα των ερευνών του 2015 φανερώνουν τρεις φάσεις, κατοίκησης που αντιστοιχούν στα Στρώματα 1 (το πιο πρόσφατο), 2 και 3. Με βάση την παραδοσιακή τυπολογία της κεραμικής, η κεραμική των δύο ανώτερων στρωμάτων χρονολογείται στον 12ο αι. π.Χ. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με 13 δείγματα που λήφθηκαν από τα στρώματα αυτά και χρονολογήθηκαν με βάση τον άνθρακα 14, υπάρχει διαφορά μόνο 50 ετών μεταξύ του Στρώματος 2 και 1. Συνεπώς, θα μπορούσε να προταθεί ότι, βάσει των ραδιοχρονολογήσεων, η μετάβαση από το Στρώμα 1 στο 2 συνέβη κάπου στο δεύτερο μισό του 13ου αι. π.Χ., λίγο μετά το 1200 π.Χ., το αργότερο. Φάνηκε επίσης ξεκάθαρα ότι και τα δύο Στρώματα σφραγίστηκαν με επεισόδια καταστροφής, όπως φαίνεται από τις στρώσεις στάχτης και τα κατεστραμμένα κτίσματα. Όσο για το Στρώμα 3, προτείνονται δύο σενάρια: α) Tο Στρώμα 2 κτίστηκε πάνω σε στρώμα καύσης, το οποίο θα σχηματίστηκε ως αποτέλεσμα μιας καταστροφής που συνέβη πριν από τη φάση του Στρώματος 2. β) Tο στρώμα καύσης είναι αποτέλεσμα της γενικής καταστροφής που συνέβη κατά τη δεύτερη φάση (Στρώμα 2), ενώ κάποια κτίρια επιδιορθώθηκαν αμέσως μετά την καταστροφή αλλά εντός της δεύτερης φάσης.
Στο τμήμα της πόλης όπου διεξήχθησαν οι φετινές ανασκαφές, η τοιχοποιία των κτισμάτων είχε υποστεί σοβαρές ζημιές ως αποτέλεσμα πρόσφατων γεωργικών δραστηριοτήτων. Συγκεκριμένα, οι πέτρες έχουν μετακινηθεί από την αρχική τους θέση λόγω του οργώματος της γης, ενώ κάποιες αμετακίνητες πέτρες φέρουν ίχνη από άροτρο. Ένας από τους τοίχους που ανήκει στο Στρώμα 1 είναι σχεδόν διπλάσιος σε πλάτος από τους τοίχους άλλων κτιρίων (οικιών ή βιοτεχνιών). Ο τοίχος αυτός σίγουρα θα ανήκε σε μεγάλο κτίριο, πιθανόν σε κάποιο οχυρό, στοιχείο που πρώτη φορά τεκμηριώνεται στη θέση αυτή.
Στο Στρώμα 2, που διατηρείται σε καλύτερη κατάσταση, βρέθηκε σύμπλεγμα αποτελούμενο από πολλά δωμάτια. Φαίνεται ότι εδώ διεξάγονταν βιοτεχνικές δραστηριότητες αφού βρέθηκε μεγάλη ορθογώνια λεκάνη (2,65×2,05 μ. και ύψος 0,30 μ.). Η λεκάνη αυτή θα είχε χωρητικότητα 2-3 κυβικά μέτρα. Τα τοιχώματά της είναι επιχρισμένα με κονίαμα στερεωμένο με πέτρες. Δεν βρέθηκαν εργαλεία που να σχετίζονται με τη λεκάνη και που να φανερώνουν κάποια συγκεκριμένη δραστηριότητα. Σύμφωνα με προκαταρκτικές έρευνες, φαίνεται ότι ίσως να σχετίζεται με τη βαφή υφασμάτων με πορφυρές βαφές, αφού σε δωμάτιο (30 μ. προς τα δυτικά), βρέθηκαν κοχύλια του γένους Murex, τα οποία αποτελούσαν την πρώτη ύλη για το χρώμα αυτό. Μια εναλλακτική υπόθεση είναι ότι η λεκάνη χρησιμοποιείτο για εργασίες βυρσοδεψίας. Στο Στρώμα 2 βρέθηκε αριθμός μολύβδινων σφενδονών, αλαβάστρινα αγγεία, ανάμεσα στα οποία και ένα φλασκί, μικρές ποσότητες εισηγμένης μυκηναϊκής κεραμικής και αντικείμενα από φαγεντιανή τα οποία προέρχονται από την Αίγυπτο.
Οι δοκιμαστικές ανασκαφές που έγιναν στην Περιοχή Α, περίπου 500 μ. ανατολικά της Περιοχής 6 (Area 6 West), αποκάλυψαν αριθμό τοίχων, δεξαμενών και τουλάχιστον έναν αποθέτη προσφορών δίπλα από δύο τάφους με πλούσια κτερίσματα. Ο αποθέτης, που συνδέεται με έναν από τους τάφους, περιείχε μεγάλες ποσότητες ακέραιων ή σχεδόν ακέραιων ευρημάτων, όπως, για παράδειγμα, υψηλής ποιότητας πήλινα αγγεία (που χρονολογούνται στο β’ μισό της Υστερο-Κυπριακής περιόδου). Ο αποθέτης χρονολογείται προκαταρκτικά στον 15ο αι. π.Χ.
Ένα πηγάδι/δεξαμενή που ανασκάφηκε στην Περιοχή Α περιείχε αριθμό ακέραιων αγγείων της δακτυλιόσχημης Ι και ΙΙ και της λευκόχριστης ΙΙ κεραμικής, όπως και έναν σκαραβαίο από άσπρη πάστα, κοσμημένο με γενειοφόρο σφίγγα και ιερογλυφικά σύμβολα. Ο σκαραβαίος χρονολογείται προκαταρκτικά στην 19η Αιγυπτιακή Δυναστεία (περίπου 13ος-12ος αι. π.Χ.). Στο πηγάδι/δεξαμενή βρέθηκε επίσης και το κέλυφος μεγάλης χελώνας (μήκους περίπου 0,7 μ.) και τα οστά σκύλου ο οποίος φαίνεται να είχε βίαιο τέλος. Άλλο πηγάδι στην περιοχή περιείχε τα κατάλοιπα καμήλας, αγελάδας, προβάτου και αίγας.