Ο τιμητικός τόμος «Αφιέρωμα στον Ακαδημαϊκό Παναγιώτη Λ. Βοκοτόπουλο», από τις Εκδόσεις Καπόν, που αναφέρεται σε μια από τις σημαντικότερες πνευματικές προσωπικότητες της Ελλάδας και του εξωτερικού, στον άνθρωπο που αφιέρωσε τη ζωή του στη μελέτη και ανάδειξη του βυζαντινού πολιτισμού, παρουσιάστηκε την περασμένη Δευτέρα στην Ακαδημία Αθηνών.

Για το έργο του Παναγιώτη Λ. Βοκοτόπουλου μίλησαν η Νανώ Χατζηδάκη, ομότιμη καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, και ο Γιώργος Βελένης, ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ για το αφιέρωμα ο Χαράλαμπος Μπούρας, ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πανεπιστημίου, η Αναστασία Τούρτα, διευθύντρια του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού επί τιμή και διευθύντρια του Ευρωπαϊκού Κέντρου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, καθώς και ο Βασίλης Κατσαρός, ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ, προσκεκλημένος καθηγητής στο Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου. Την αντιφώνηση έκανε ο τιμώμενος ακαδημαϊκός, Παναγιώτης Βοκοτόπουλος.

Στο βιβλίο δημοσιεύονται 65 πρωτότυπες μελέτες διακεκριμένων Ελλήνων και ξένων επιστημόνων που πραγματεύονται θέματα σχετικά με την τέχνη της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου. Ο καλαίσθητος και άψογος ως προς την τυπογραφική ποιότητα τόμος, που απευθύνεται όχι μόνο στο ελληνικό αλλά και στο διεθνές κοινό, θα συμβάλλει σημαντικά στη μελέτη της βυζαντινής τέχνης και των πολιτιστικών επιτευγμάτων, που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα και γενικότερα στα Βαλκάνια κατά τους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους.

O γεννημένος το 1930 Π. Βοκοτόπουλος ανέπτυξε από πολύ νωρίς δραστηριότητα για τον εντοπισμό και τη μελέτη των καταλοίπων του βυζαντινού πολιτισμού, έχοντας ανακαλύψει, ήδη από το 1961, άγνωστες βυζαντινές τοιχογραφίες στην Ανάφη και δεκάδες μεταβυζαντινές εικόνες σε Θήρα, Σίκινο, Φολέγανδρο και Αμοργό. Το 1962 κατέγραψε στην Κέρκυρα πάνω από 500 εικόνες και επισήμανε άγνωστες βυζαντινές τοιχογραφίες στο νησί, όπως ενημερώνει στην εισαγωγή του βιβλίου η Ν. Χατζηδάκη. Ως επιμελητής στην 5η Περιφέρεια Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ανέδειξε δεκάδες άγνωστα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία, ενώ μελέτησε διεξοδικά την ελάχιστα έως τότε γνωστή ναοδομία της Δυτικής Στερεάς Ελλάδος και της Ηπείρου (τέλος 7ου έως 10ο αιώνα), που κατέληξε στην κλασική πλέον δημοσίευση (Θεσσαλονίκη 1975, βʹ έκδοση 1992), ίσως η πιο σημαντική συμβολή στη μελέτη της αρχιτεκτονικής των βυζαντινών ναών της περιοχής και γενικότερα του ελλαδικού χώρου αυτής της περιόδου.

Επίσης, πραγματοποίησε ανασκαφές στην παλαιοχριστιανική βασιλική της Αγίας Σοφίας στον Μύτικα Ακαρνανίας και στον ημιερειπωμένο, με πλούσιο διάκοσμο, ναό του 13ου αιώνα στην Παντάνασσσα Φιλιππιάδας, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την επισήμανση, καταγραφή και επίβλεψη της συντήρησης δεκάδων εικόνων στη Ζάκυνθο, στην Άρτα, στα Ιωάννινα και κυρίως στην Κέρκυρα, όπου η μελέτη τους κατέληξε στην έκδοση του ογκώδους επιστημονικού καταλόγου Εικόνες της Κερκύρας (Αθήνα 1990).

Υπήρξε καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου δίδαξε έως το 1987, όταν δέχθηκε τιμητική μετάκληση στην αντίστοιχη έδρα του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου δίδαξε έως την αποχώρησή του, λόγω συνταξιοδότησης, το 1997. Το 2000 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και από τότε διευθύνει το Κέντρο Έρευνας της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Τέχνης, όπου συνεχίζει το έργο της επεξεργασίας και δημοσίευσης του Συντάγματος των Βυζαντινών Τοιχογραφιών (που είχε ξεκινήσει ο Μανόλης Χατζηδάκης).

Τα δημοσιεύματά του είναι πολυάριθμα (περισσότερες είναι οι μελέτες του για βυζαντινές και μεταβυζαντινές φορητές εικόνες), η δε επιστημονική δραστηριότητά του επεκτάθηκε και σε πολλά εκτός Ελλάδος κέντρα, όπου εντόπισε και δημοσίευσε μεγάλο αριθμό βυζαντινών και μεταβυζαντινών έργων, ενώ πολύτιμα τεκμήρια αποτελούν και οι εκδόσεις του με τις φωτογραφίες του Αγίου Όρους (2008) και των απέραντων τοπίων της ορεινής Ηπείρου (2011).