Η Περιφέρεια Πελοποννήσου κατηγορεί το υπουργείο Πολιτισμού πως με τις αποφάσεις του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και του Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων βάζει προσκόμματα στη δημιουργία του νέου αρχαιολογικού μουσείου Σπάρτης και σημειώνει πως «η πολυετής προσπάθεια της Περιφέρειας Πελοποννήσου για ένα σύγχρονο αρχαιολογικό μουσείο στη Σπάρτη βρήκε ένα καινούργιο αξεπέραστο εμπόδιο από εκεί ακριβώς που θα περίμενε κανείς αμέριστη υποστήριξη: το υπουργείο Πολιτισμού».
Σε ανακοίνωσή της, η Περιφέρεια επισημαίνει ότι είναι γνωστή η βούληση της και ειδικά του περιφερειάρχη Πέτρου Τατούλη για το νέο αρχαιολογικό μουσείο της Σπάρτης, δεδομένου ότι ως υφυπουργός Πολιτισμού προώθησε το 2005 την αγορά του οικοπέδου από την Εθνική Τράπεζα και τώρα ως περιφερειάρχης χρηματοδότησε την αρχαιολογική ανασκαφή στο οικόπεδο.
Υπογραμμίζει ότι, ενώ το υπουργείο Πολιτισμού αποφασίζει τον διπλασιασμό του εμβαδού του μουσείου, «όχι μόνον δεν μεριμνά για την αυξημένη πλέον χρηματοδότηση αλλά βάζει τρικλοποδιές στο όλο έργο. Στις 10 Δεκεμβρίου το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο και το Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού απέρριψαν σε κοινή συνεδρίασή τους το αίτημα της Περιφέρειας για τον αποχαρακτηρισμό ως μνημείου του κτηρίου της Χυμοφίξ, ώστε να αποδοθεί το οικόπεδο ελεύθερο από δουλείες στο νέο έργο».
Προσθέτει ακόμη ότι πρόκειται για βιομηχανικό κτήριο του 1958-1959 το οποίο βρίσκεται στο κέντρο περίπου του οικοδομήσιμου τμήματος του οικοπέδου, το οποίο χωρίς τεκμηρίωση το 1997 κηρύχτηκε διατηρητέο μνημείο, αφού θεωρήθηκε ότι αποτελούσε έργο του αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου, όπως και το κτήριο Φιξ της Αθήνας.
Επιπλέον αναφέρει ότι «στο κτήριο Φίξ της Αθήνας, που είναι όντως έργο του Ζενέτου, κηρυγμένες είναι μόνο δύο όψεις ως διατηρητέες». Το κτήριο δεν είναι κηρυγμένο ως μνημείο από το υπουργείο Πολιτισμού και αυτό, όπως σημειώνει η Περιφέρεια, διευκόλυνε τη μετατροπή του σε μουσείο σύγχρονης τέχνης.
Η Περιφέρεια υπογραμμίζει πως ερεύνησε το θέμα της Χυμοφίξ Σπάρτης και βρήκε νέα στοιχεία με τα οποία τεκμηρίωσε το αίτημα αποχαρακτηρισμού του κτηρίου, αφού αφενός η οικοδομική άδεια του 1958 εμφανίζει άλλο μελετητή και άλλον επιβλέποντα του έργου και όχι τον Τ. Ζενέτο, και αφετέρου οι αρχαιότητες που βρέθηκαν στο οικόπεδο κατά τις ανασκαφές των τελευταίων ετών επιβάλλουν πλέον μια διαφορετική θεώρηση του όλου έργου για την ανάδειξή τους, λαμβανομένου υπόψη και ότι το οικόπεδο βρίσκεται στη ζώνη Α του αρχαιολογικού χώρου της ακρόπολης της αρχαίας Σπάρτης.
Στην ανακοίνωση τονίζεται, επίσης, πως, «η Περιφέρεια Πελοποννήσου έβλεπε από την αρχή το έργο ως αναπτυξιακό εργαλείο για τη Λακωνία και για ολόκληρη την Περιφέρεια. Επέλεξε να δώσει το βάρος της στο μουσείο και όχι σε κάποιο άλλο έργο γιατί θεωρεί τη διεθνή φήμη της αρχαίας Σπάρτης ως το μέγιστο συγκριτικό πλεονέκτημα της περιοχής».
Επιπρόσθετα αναφέρεται ότι το μουσείο είναι μια σοβαρή επένδυση της τάξεως των 40 εκατομμυρίων ευρώ και δεν μπορεί να ξεκινήσει με δουλείες. «Ήδη ένα εμπόδιο, το οποίο όμως επιθυμούμε να αναδείξουμε ως πλεονέκτημα όπως έγινε και στο μουσείο της Ακρόπολης, είναι οι αρχαιότητες που βρέθηκαν στο οικόπεδο. Ένα δεύτερο εμπόδιο είναι η σμίκρυνση του οικοπέδου λόγω του νέου ρυμοτομικού, ο χώρος όμως επαρκεί αν εκλείψει το κουφάρι του κτηρίου που καταλαμβάνει το μέσον. Διαφορετικά, αυτό και η ζώνη προστασίας των 15 μέτρων γύρω του (την οποία, όπως αντιληφθήκαμε, μέλη των Συμβουλίων ερμηνεύουν πολύ στενά) καθιστούν την ανέγερση του νέου μουσείου ανέφικτη» επισημαίνει η Περιφέρεια.
Ακόμη σημειώνει ότι το νέο μουσείο χρειάζεται αρχιτεκτονικό έργο σύγχρονο που να εκφράζει και μορφολογικά τη σημασία της ιστορίας της Σπάρτης και επιπρόσθετα αναφέρει ότι έχει σταλεί επιστολή στον υπουργό Πολιτισμού κ. Μπαλτά, με την οποία τον καλεί να επισκεφθεί τη Σπάρτη για να αποκτήσει ιδία αντίληψη του θέματος, να μην κάνει αποδεκτή τη γνωμοδότηση των Συμβουλίων και να μην υπογράψει την υπουργική απόφαση, διότι «αλλιώς θα βάλει οριστική ταφόπλακα στο έργο και τέλος στην προσπάθεια για ανάπτυξη της περιοχής».