Τα μνημεία και οι άλλες ιστορικές κατασκευές της Ελλάδας έχουν ανάγκη από καλύτερη αντισεισμική προστασία, επισημαίνει ο διευθυντής του Εργαστηρίου Αντισεισμικής Τεχνολογίας και καθηγητής της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Κωνσταντίνος Σπυράκος, σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Το νέο διεπιστημονικό ερευνητικό πρόγραμμα «Θαλής-ΕΜΠ SEISMO», υπό το συντονισμό του κ. Σπυράκου, στο οποίο συμμετέχουν πολιτικοί μηχανικοί, αρχιτέκτονες, χημικοί μηχανικοί, τοπογράφοι, τεχνικοί γεωλόγοι και αρχαιολόγοι, αποσκοπεί ακριβώς σε αυτό: στην ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης μεθοδολογίας για την αποτίμηση της σεισμικής συμπεριφοράς των ελληνικών μνημείων, ώστε στη συνέχεια να μπορούν να γίνονται τεκμηριωμένα οι κατάλληλες επεμβάσεις, ανάλογα και με τη σεισμικότητα κάθε περιοχής.
Σχετικές μελέτες γίνονται σε δύο αντιπροσωπευτικά μνημεία της Αττικής, στον Ναό του Ηφαίστου-Θησείο (5ος αι. π.Χ.) και στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Καισαριανής (11ος -12ος αι. μ.Χ.), όπου θα εγκατασταθεί και ένα σύστημα παρακολούθησης με έξι όργανα, τα οποία θα καταγράφουν τις σεισμικές δονήσεις (αρχικά θα επιλεγεί το ένα μνημείο).
Το ερευνητικό έργο, ύψους 600.000 ευρώ, αποτυπώνει την κατάσταση ενός μνημείου και τις βλάβες του λόγω σεισμών και άλλων φθορών στην πορεία του χρόνου. Στη συνέχεια, το Εργαστήριο του ΕΜΠ κάνει πειράματα με προσομοιώσεις μνημείων, ώστε να ελέγξει τις αντιδράσεις τους σε ένα πιθανό μελλοντικό σεισμό, προκειμένου να προτείνει τρόπους για τη βελτίωση της σεισμικής συμπεριφοράς τους.
Σύμφωνα με τον κ. Σπυράκο, είναι η πρώτη φορά που γίνεται τέτοια ολοκληρωμένη έρευνα ιδίως για το Θησείο, το πιο καλοδιατηρημένο μνημείο, έχοντας ως γενικότερο στόχο «να βελτιωθεί η συμπεριφορά των μνημείων μας διαχρονικά».
Στη χώρα μας, παρόλο που, κατά τον κ. Σπυράκο, σχεδόν οι μισές κατασκευές (το 48%) είναι από πέτρα, είναι ορατό ένα μεγάλο κενό: δεν υπάρχει ακόμη ένας κανονισμός για τους ελέγχους και τις επισκευές σε κτίσματα με τοιχοποιία, τον οποίο να ακολουθούν συγκεκριμένα οι μηχανικοί μετά από ζημιές από σεισμό, είτε πρόκειται για πέτρινο σπίτι, είτε για μνημείο. Οι γνώσεις από το νέο ερευνητικό πρόγραμμα θα βοηθήσουν για να ωριμάσουν οι συνθήκες και να προκύψει ένας τέτοιος κανονισμός.
«Σε ένα μνημείο» αναφέρει ο κ. Σπυράκος «οι παρεμβάσεις πρέπει να είναι πολύ ήπιες και μη παρεμβατικές. Επειδή δεν μπορούμε να παρέμβουμε στα μνημεία, είναι τουλάχιστον απαραίτητο να τα παρακολουθούμε μέσω τοποθέτησης οργάνων». Μέσα από το τρίπτυχο ανάλυση μνημείου, πειράματα με προσομοιώσεις στο εργαστήριο και εγκατάσταση οργάνων, όπως λέει, «μπορεί να διατηρηθεί η πολιτιστική μας κληρονομιά».
Το ΕΜΠ, πριν το νέο πρόγραμμα στη Μονή Καισαριανής και στο Θησείο, είχε ήδη εγκαταστήσει όργανα σε άλλα δύο μνημεία, στον Όσιο Λουκά και στη Μονή Δαφνίου, για να παρακολουθεί τυχόν βλάβες από σεισμό, διέλευση βαρέων οχημάτων, ρωγμές κ.ά. «Δεν έχει προκύψει κάτι ανησυχητικό έως τώρα» τονίζει ο κ. Σπυράκος.
Στόχος είναι αυτή η μεθοδολογία σεισμικής παρακολούθησης μελλοντικά να χρησιμοποιηθεί και σε άλλα μνημεία. «Εφόσον η τοποθέτηση οργάνων γίνει με τρόπο που δεν δημιουργεί πρόβλημα στο μνημείο, οι αρχαιολόγοι τη θεωρούν ευπρόσδεκτη. Δυστυχώς η πραγματοποίηση μελετών σε αυτό το βάθος είναι κάτι που δεν συμβαίνει συχνά. Όχι μόνο σε ελληνικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο είναι λίγες τέτοιες μελέτες» όπως λέει.
Σεισμική μόνωση και στα ελληνικά μνημεία
Επίσης, για πρώτη φορά θα δοκιμαστεί πειραματικά σε ελληνικά μνημεία η τεχνολογία της σεισμικής μόνωσης, που έχει ήδη εφαρμοστεί στο Μουσείο της Ακρόπολης, έτσι ώστε ο σεισμός να απομονώνεται στο έδαφος και να μη μεταδίδεται στο κτίριο. Θα κατασκευασθεί μια προσομοίωση μνημείου με σεισμική μόνωση, που μετά θα υποβληθεί σε σεισμό στο ΕΜΠ.
«Θα εξετασθεί η δυνατότητα στο μέλλον να μονώσουμε σεισμικά τις ιστορικές κατασκευές», αναφέρει ο κ. Σπυράκος. Πρακτικά, αυτό σημαίνει να σκαφεί ένα υπόγειο κάτω από το μνημείο, προκειμένου να τοποθετηθούν ειδικοί σεισμικοί μονωτήρες, πάνω στους οποίους πλέον θα «κάτσει» η ιστορική κατασκευή.
«Ευχής έργο» όπως λέει «είναι να τοποθετηθούν όργανα παρακολούθησης για σεισμό σε όσα γίνεται περισσότερα μνημεία στην Ελλάδα. Στην Ιταλία και σε άλλες χώρες ήδη έχει προχωρήσει η τάση για ενόργανη παρακολούθηση των μνημείων».
Το κόστος για ένα μνημείο είναι της τάξης των 50.000 έως 150.000 ευρώ, ανάλογα με τον επιθυμητό αριθμό οργάνων και τον όγκο των προς συλλογή στοιχείων. «Το ποσό δεν είναι τεράστιο και το όφελος είναι πάρα πολύ μεγάλο», προσθέτει.
Ο κ. Σπυράκος υπογραμμίζει ότι «πολλά αρχαία μνημεία όπως η Ακρόπολη έχουν πολύ καλή σεισμική συμπεριφορά και το έχουν δείξει στην πορεία του χρόνου. Όταν ένα μνημείο έχει αντέξει στον χρόνο, είτε δεν έχει υποστεί πολύ ισχυρό σεισμό, είτε έχει ικανή αντοχή. Όμως στο μέλλον μπορεί να υπάρξουν ισχυρότεροι σεισμοί. Κανείς δεν μπορεί να το αποκλείσει εκατό τοις εκατό, ανάλογα και με τα ρήγματα κάθε περιοχής. Αν ένα κτίριο, σύγχρονο ή ιστορικό, έχει αντέξει έως τώρα, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι θα αντέξει και στο μέλλον. Θέλουμε να παρέμβουμε στις ιστορικές κατασκευές για να αντέξουν σε ένα πιθανό ισχυρότερο σεισμό μελλοντικά».
Όπως επισημαίνει, «θα ήταν πολύ μεγάλο βήμα η τοποθέτηση –μετά από μελέτη– των οργάνων στα ελληνικά μνημεία ιεραρχικά. Επειδή τα χρηματικά κονδύλια είναι περιορισμένα λόγω και των οικονομικών συνθηκών, είναι ευχής έργο να βρεθούν χρήματα που θα χρησιμοποιηθούν για την ενόργανη παρακολούθηση των μνημείων με μια σειρά, δίνοντας προτεραιότητα σε αυτά όπου μπαίνει και βγαίνει πολύς κόσμος, καθώς εκεί υπάρχει και η διακινδύνευση του κοινού».
Τονίζει ότι «είναι σημαντικό ένα μνημείο να παρακολουθείται συνεχώς στην πορεία του χρόνου, όπως π.χ. συμβαίνει με τις γέφυρες, καθώς όλα γηράσκουν. Στην Ελλάδα είναι δεδομένο ότι υστερούμε στο θέμα των ελέγχων των μνημείων και γενικότερα των κατασκευών. Μπορεί να τοποθετήθηκαν κάποτε αισθητήρες παρακολούθησης σε ορισμένες υποδομές, αλλά το ερώτημα είναι αν λειτουργούν ακόμη ή αν έχουν ξεχαστεί».
Όπως υπογραμμίζει, «στην Ελλάδα είναι ανεπαρκής η αντισεισμική προστασία των μνημείων και ιστορικών κατασκευών. Ο έλεγχος, ιδίως όσων δέχονται κοινό, είναι άμεσης προτεραιότητας. Άμεσα αναγκαία είναι και η ύπαρξη ενός κανονισμού για τους ελέγχους και τις επισκευές γενικότερα των πέτρινων κτιρίων με τοιχοποιία, στα οποία περιλαμβάνονται και πολλά μνημεία, έτσι ώστε στο μέλλον οι όποιες παρεμβάσεις να γίνονται με πιο αποτελεσματικό και επιστημονικό τρόπο».
Από την άλλη, όπως αναφέρει, «τα πειράματα στο εργαστήριο έχουν δείξει την εξαιρετική συμπεριφορά σε σεισμούς των αρχαιοελληνικών σπονδυλωτών κιόνων. Οι αρχαίοι ανέπτυξαν –εν μέρει διαισθητικά– και εφάρμοσαν κανόνες που αποδείχθηκαν διαχρονικοί. Πολλές από τις αρχές τους τις εφαρμόζουμε και σήμερα».
Το μοναδικό Εργαστήριο Αντισεισμικής Τεχνολογίας
Το Εργαστήριο ξεκίνησε στο ΕΜΠ στα μέσα της δεκαετίας του ’80 μετά τον μεγάλο σεισμό στις Αλκυονίδες νήσους, το 1981, και είναι το μοναδικό στην Ελλάδα, με προσωπικό 15-20 ατόμων. Εκπαιδεύει τους πολιτικούς μηχανικούς, παρακολουθεί τις νέες αντισεισμικές τεχνολογίες, ενώ διαθέτει εξοπλισμό αιχμής, που συνεχώς αναβαθμίζεται και ο οποίος του επιτρέπει να προσομοιώνει ισχυρούς σεισμούς στη λεγόμενη «σεισμική τράπεζα». Τα πολύχρονα αυτά πειράματα έχουν συμβάλει σημαντικά στην εξέλιξη της τεχνολογίας και των κανονισμών των αντισεισμικών κατασκευών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Το Εργαστήριο συμμετέχει σε πληθώρα ερευνητικών προγραμμάτων, κυρίως ευρωπαϊκών, ενώ επιδεικνύει αξιοσημείωτη εξωστρέφεια, πραγματοποιώντας αντισεισμικούς ελέγχους προϊόντων, οι οποίοι χρηματοδοτούνται από εταιρείες ελληνικές, γερμανικές (Siemens), σουηδικές (ABB), βελγικές κ.ά., πράγμα που αποφέρει μια σημαντική ροή εσόδων για το ΕΜΠ. «Είμαστε στο ίδιο επίπεδο, ίσως και καλύτερο σε σχέση με αντίστοιχα εργαστήρια άλλων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων», λέει ο κ. Σπυράκος.
Το Εργαστήριο κάνει μελέτες για τη συμπεριφορά αντικειμένων, όπως εκθεμάτων σε μουσεία, σε περίπτωση σεισμού. Πρόσφατα έκανε πειράματα για τα εκθέματα που θα εγκατασταθούν στο Μουσείο Λούβρου-Αμπού Ντάμπι, καθώς το ΕΜΠ συμμετείχε στο πρόγραμμα της προστασίας των εκθεμάτων.
Αυτή την εποχή, το Εργαστήριο, μαζί με τις Σχολές Αρχιτεκτόνων, Χημικών Μηχανικών και Τοπογράφων του ΕΜΠ, συμμετέχει σε πρόγραμμα για τη μελέτη της δομικής κατάστασης και την προστασία του Παναγίου Τάφου στο Ναό της Αναστάσεως στην Ιερουσαλήμ. Πρόσφατα οι καθηγητές Κ. Σπυράκος, Τ. Μωροπούλου και Μ. Κορρές επισκέφθηκαν τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων για το έργο αυτό, που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Η ομάδα των μηχανικών διερευνά την παρούσα κατάσταση και αναζητά τρόπους διόρθωσης ορισμένων σύνθετων προβλημάτων, «ώστε να προκύψει ένας Πανάγιος Τάφος, ο οποίος στο μέλλον να είναι σε καλύτερη κατάσταση». Όπως είπε ο κ. Σπυράκος, στην ιστορία έχουν υπάρξει σεισμοί που έχουν καταστρέψει μνημεία στην περιοχή, όπου υπάρχει ένα γειτονικό μεγάλο ρήγμα. Όπως επισημαίνει, ο Πανάγιος Τάφος δεν κινδυνεύει, αλλά μέσα από τη μελέτη που θα ολοκληρωθεί στις αρχές του 2016, αφού αξιολογηθούν σφαιρικά τα προβλήματα, θα προταθούν βελτιώσεις.
Ο Κ .Σπυράκος αποφοίτησε από τη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ το 1978 και πήρε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο της Μινεσότα των ΗΠΑ το 1984. Διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Δ. Βιρτζίνια έως το 1996. Μεταξύ άλλων, είναι μέλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και πρόεδρος του Τεχνικού Συμβουλίου του Υπουργείου Παιδείας.