Τα ανασκαφικά δεδομένα
Τα ταφικά κατάλοιπα του νεολιθικού οικισμού της Κρεμαστής μπορούν να διακριθούν σε τρεις κατηγορίες: α) Ταφές καύσεων, β) κανονικές ταφές και γ) μεμονωμένα ανθρώπινα οστά. Τα ευρήματα κατανέμονται σε όλη την ανασκαμμένη περιοχή και σε όλες τις στρωματογραφικές-χρονικές φάσεις χρήσης του χώρου (σημ. 1).
Ταφές καύσεων
Η καύση, ως ταφική πρακτική, είναι σε χρήση από τη δεύτερη φάση χρήσης του ανασκαμμένου χώρου (στρώμα Γ΄, ταφή αα 23: βάση αγγείου, με επικολλημένη μάζα καμένων ανθρώπινων οστών), χαρακτηρίζει όμως κυρίως την τελική. Από τις 22 ταφές καύσεων του στρώματος Α΄ (ταφές αα 1-22, εικ. 1, 2), προκύπτουν τα παρακάτω:
Σε όλες τις περιπτώσεις πρόκειται για δευτερογενείς ταφές: Οι νεκροί καίγονται σε άλλη θέση και στη συνέχεια ένα μικρό μέρος των υπολειμμάτων της πυράς μεταφέρεται για να θαφτεί στο συγκεκριμένο χώρο, υποδηλώνοντας χρήση δύο χωριστών ταφικών χώρων, της καύσης των νεκρών και της μόνιμης ταφής μέρους των καταλοίπων. Αποτεφρωτήρια δεν εντοπίστηκαν.
Οι ταφές είναι διάσπαρτες σε όλο τον ανασκαμμένο χώρο. Η μεγάλη έκτασή του (6 στρέμματα περίπου) και η έλλειψη σύγχρονων οικημάτων υποδηλώνουν ότι πρόκειται για ένα εκτεταμένο, οργανωμένο νεκροταφείο καύσεων, το οποίο χωροθετείται στο βορειοανατολικό όριο του οικισμού, σε περιοχή με προηγούμενες παρόμοιες, μη οικιστικές χρήσεις χώρου. Χρονολογείται στο τέλος των προδιμηνιακών φάσεων της Νεότερης Νεολιθικής περιόδου, στα τέλη της 6ης-αρχές 5ης χιλιετίας π.Χ.
Οι ταφές εμφανίζονται μεμονωμένα αλλά και σε συστάδες, παραπέμποντας σε ανάλογη κοινωνική οργάνωση.
Εμφανίζονται δύο κατηγορίες ταφών, επιμελημένες και μη. Οι ταφές της πρώτης ομάδας έχουν ένα ή δύο τεφροδόχα αγγεία και είναι καλυμμένες με τα όστρακα ενός ή περισσότερων άλλων αγγείων. Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται οι ταφές όπου όστρακα αγγείων ή τμήματά τους σχηματίζουν ένα μικρό σωρό με τα καμένα οστά του νεκρού και την τέφρα. Αυτά τα ταφικά σύνολα φαίνεται πως μεταφέρονταν στο σημείο της δευτερογενούς ταφής, τυλιγμένα με κάποιο ύφασμα ή πάνω σε άλλη σταθερή επιφάνεια από φθαρτό υλικό. Οι ταφικοί λάκκοι δεν εντοπίστηκαν, σύμφωνα όμως με τα στρωματογραφικά δεδομένα του χώρου, φαίνεται να ήταν αρκετά ρηχοί, βάθους 0,20μ. περίπου.
Από τις ταφές καύσεων προέκυψαν 47 αγγεία, από τα οποία 9 ακέραια ή σχεδόν ακέραια και 38 τμήματα (μεγάλα μέρη ή όστρακα). Το σχήμα που κυριαρχεί είναι αυτό της φιάλης (31 αγγεία), ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον εμφανίζει και η συνήθεια μετατροπής, με κόψιμο, μεγάλων «αμφορέων» σε φιάλες (4 αγγεία). Λίγα είναι τα μεγάλα ανοιχτά αγγεία (λεκανίδες ή πιθοειδή), όπως και τα μικρά κλειστά με λαιμό και οι «σκύφοι». Συναντώνται, ακόμη, μία τράπεζα και ένα τμήμα «ταψιού» (εικ. 3, 4).
Τα αγγεία που χρησιμοποιήθηκαν στις ταφές είναι πραγματικά και όχι μικρογραφικές απομιμήσεις τους, εκτός από την τράπεζα. Είναι όμοια σε σχήματα, μεγέθη και επεξεργασία επιφάνειας με αυτά που προέρχονται από τους λάκκους, πρωιμότερους ή σύγχρονους με τις ταφές. Κατασκευάστηκαν για να χρησιμοποιηθούν στην καθημερινή ζωή και στη συνέχεια συνόδευσαν το νεκρό, στον οποίο κάποια ίσως να ανήκαν. Σημαντικός, σχεδόν καθοριστικός, είναι ο ρόλος της φιάλης στις ταφικές αυτές τελετουργίες, η οποία υπάρχει σε όλες σχεδόν τις ταφές και φαίνεται πως ήταν ιδεολογικά φορτισμένη. Χαρακτηριστικό είναι ότι και μεγαλύτερα αγγεία μετατρέπονται στο σχήμα αυτό. Με βάση το σύνολο των δεδομένων της Κρεμαστής, είναι πιθανό η φιάλη να αποτελούσε σύμβολο αναγέννησης.
Η πολύ κακή κατάσταση διατήρησης των αγγείων και τα ίχνη καύσης που φέρουν όλα βεβαιώνουν ότι αυτά τοποθετούνταν στην πυρά και καίγονταν μαζί με το νεκρό. Ως τεφροδόχα χρησιμοποιούνται ακέραια αλλά κυρίως μεγάλα μέρη αγγείων. Τα καλυπτήρια δεν είναι απαραίτητα, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχουν και «συνοδεύοντα αγγεία» (ή όστρακα) – κτερίσματα. Ανάμεσά τους η τράπεζα, η οποία φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε για την τοποθέτηση μέρους των χαντρών του περιδέραιου που φορούσε προφανώς η νεκρή κατά την καύση.
Χαρακτηριστικό των καύσεων της Κρεμαστής είναι η ταφική χρήση των κοσμημάτων, στοιχείο που διαφοροποιεί τη θέση από τις υπόλοιπες σύγχρονες του ελλαδικού χώρου, υποδηλώνοντας ομοιότητα με τα Βαλκάνια. Από το σύνολο των 415 (σημ. 2) κοσμημάτων της ανασκαφής, τα 285 (69%) συνδέονται με τις ταφές καύσεων. Τα 280 από αυτά (279 χάντρες και ένα τμήμα δακτυλίου) είναι κατασκευασμένα από όστρεο (σπονδύλο) και πέντε από λίθο. Η σαφής αυτή σύνδεση των κοσμημάτων με τις ταφές καύσεων υποδηλώνει ότι τα κοσμήματα αποτελούσαν μέρος της προσωπικής ενδυμασίας, κόσμησης και ιδιοκτησίας του νεκρού, τον οποίο και συνόδευαν στην τελευταία του κατοικία, ενώ τα ίχνη καύσης που παρατηρούνται σε ορισμένα από αυτά βεβαιώνουν ότι καίγονταν μαζί του στην πυρά. Δεν αποκλείεται να αποτελούσαν μέρος ενός τελετουργικού καλλωπισμού του νεκρού, πριν από την καύση (εικ. 5, 6).
Σε σχέση με τα υπόλοιπα ευρήματα, ενδιαφέρον εμφανίζει η παρουσία, πιθανότατα ως κτερίσματος, μιας λίθινης αξίνας, σε μία ταφή, στηρίζοντας την άποψη πολλών μελετητών για τη λειτουργία των αξινών σε ένα συμβολικό επίπεδο, πέρα από την πρακτική τους χρήση (εικ. 7). Τα οστά ζώων που εμπεριέχονται σε κάποιες ταφές θα μπορούσαν να συνδέονται με προσφορά τροφής προς τους νεκρούς ή με τελετές μνήμης.
Κανονικές ταφές
Πρόκειται για δύο ενταφιασμούς σε λάκκους (ταφές αα 24, 25).
Η ταφή αα 24 βρέθηκε στο μέσο του βόρειου τμήματος του ανασκαμμένου χώρου, σε βάθος 0,85μ. από τη σημερινή επιφάνεια, αδιατάρακτη. Το βάθος του ταφικού λάκκου υπολογίζεται στα 0,40μ. ενώ η διάμετρός του είναι 1,10μ. Πρόκειται για έναν καθαρά ταφικό λάκκο, χωρίς άλλη χρήση. Μπορεί να χρονολογηθεί στην τρίτη στρωματογραφική-χρονική φάση χρήσης του χώρου, στο στρώμα Β΄. Η ταφή εντοπίζεται πάνω στον πυθμένα του λάκκου. Ανήκει σε μικρό παιδί (4 ετών [σημ. 3]), ο σκελετός του οποίου διατηρείται αποσπασματικά. Δείχνει να είχε τοποθετηθεί προς τα αριστερά του, με προσανατολισμό νότια-βόρεια και με το κεφάλι στα νότια. Τα οστά, ιδιαίτερα των άκρων, είναι αρκετά διάσπαρτα, στοιχείο που, εάν δεν οφείλεται σε διαταραχή από ζώα, κάνει πιθανή την υπόθεση να πρόκειται για ανακομιδή ή για in situ ταφή, με δευτερογενή μεταχείριση των οστών του νεκρού. Η ταφή καλύφθηκε με καστανόχρωμη επίχωση. Δίπλα στο κρανίο υπήρχαν λίγα όστρακα αγγείου, ενώ κάποια άλλα βρέθηκαν διάσπαρτα μαζί με κομμάτια ψημένου πηλού και λίθους. Από το χώρο περισυλλέχθηκαν δύο χάντρες, μία λεπίδα πυριτόλιθου και λίγα τμήματα λίθινων εργαλείων.
Η ταφή αα 25 εντοπίστηκε στο λάκκο αα 76 (μεγάλος, ωοειδούς σχήματος, μέγιστης διαμέτρου 2,40μ. και βάθους 2μ., πολλαπλής χρήσης), στο νοτιοδυτικό τμήμα του ανασκαμμένου χώρου (εικ. 8). Είναι αδιατάρακτη και συνδέεται με το δεύτερο (ή τρίτο) στρώμα χρήσης του λάκκου. Βρίσκεται σε βάθος 2,65μ. από τη σημερινή επιφάνεια του χώρου και 1,40μ. από το βάθος εμφάνισης του αρχικού ορίου του λάκκου, ο οποίος, με βάση αυτό, ανάγεται στην αρχική στρωματογραφική-χρονική φάση χρήσης του χώρου (στρώμα Δ΄). Το γεγονός ότι σε όλα τα στρώματα του λάκκου εντοπίστηκαν ανθρώπινα οστά οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για έναν καθαρά ταφικό λάκκο, ο οποίος διατήρησε αυτό το χαρακτήρα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Ο σκελετός διατηρείται σε άριστη κατάσταση. Ανήκει σε παιδί 12 ετών (σημ. 4). Ο νεκρός (ή νεκρή) είχε ενταφιαστεί στο δυτικό όριο του λάκκου, κατά μήκος του καμπύλου τοιχώματός του, μέσα σε μικρό λάκκο που ανοίχτηκε στην προϋπάρχουσα επίχωση, με παράλληλη διεύρυνση του λάκκου προς τα δυτικά. Τοποθετήθηκε σε ελαφρώς συνεσταλμένη στάση και προς τα δεξιά του, με προσανατολισμό βόρεια-νότια, με το κεφάλι στα βόρεια. Το μήκος του σκελετού είναι 1,35μ., ενώ λείπουν το πέλμα του αριστερού ποδιού και τμήματα των χεριών, όπου δείχνει ελαφρώς διαταραγμένος. Η ταφή καλύφθηκε με στρώμα πάχους 0,25μ. από καστανόγκριζο χώμα, με υπολείμματα καύσης και πάρα πολλά ευρήματα (όστρακα, οστά ζώων και πολλά μικροευρήματα), ανάμεσά τους και λίγα ανθρώπινα οστά. Κάτω ακριβώς από αυτήν, βρέθηκαν δύο τμήματα κοσμημάτων (δύο δακτύλιοι από σπονδύλο).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εμφανίζουν η στρωματογραφία και τα ευρήματα κάτω από την ταφή. Το στρώμα στο οποίο ανοίχτηκε ο λάκκος για τον ενταφιασμό του νεκρού αποτελείται από πολύ σκληρή καστανόχρωμη επίχωση και πάρα πολλά ευρήματα (όστρακα, οστά ζώων, ένα κρανίο ζώου και αρκετά κομμάτια ψημένου πηλού από καμένο πασσαλόπηκτο κτίσμα) ανάμεσά τους και λίγα ανθρώπινα οστά. Στον πυθμένα του λάκκου, 25 εκατοστά κάτω από την ταφή, βρέθηκε μία ταφή σκύλου (σημ. 5). Ανάμεσα στις δύο ενότητες δεν μεσολαβεί στρώμα διάβρωσης, κάτι που υποδηλώνει μικρή χρονική απόσταση μεταξύ τους, ενώ δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα την ακριβή σχέση των δύο ταφών (ζώου-ανθρώπου) και των στρωμάτων δίπλα και πάνω τους.
Οι δύο αυτές ενότητες ευρημάτων (εάν υποθέσουμε ότι οι ταφές αποτελούν μέρος των στρωμάτων με το αρχαιολογικό υλικό) αφήνουν πολλά ανοιχτά ερωτήματα, καθώς εμφανίζουν μεταξύ τους κοινά χαρακτηριστικά, υποδηλώνοντας ότι το κεντρικό θέμα της εναπόθεσης και στις δύο περιπτώσεις δεν ταυτίζεται με τις ταφές, αλλά με τη μάζα των ευρημάτων και τα ανθρώπινα οστά που χωροθετούνται στο κέντρο του λάκκου. Και εάν ερμηνεύσουμε την ταφή του ζώου ως θυσία στο πλαίσιο κάποιας ταφικής τελετουργίας, το ερώτημα με την ανθρώπινη ταφή παραμένει.
Μεμονωμένα ανθρώπινα οστά
Σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία της ανθρωπολογικής μελέτης του υλικού της Κρεμαστής, τα οστά που καταγράφηκαν αντιστοιχούν σε 123 μη αρθρωμένους ανθρώπινους σκελετούς. Προέρχονται από διάφορα σημεία του σκελετού, με σαφή υπεροχή των μακρών οστών. Δεν φέρουν ίχνη φθοράς ή σημάδια από ζώα, στοιχεία που στηρίζουν την υπόθεση του αρχικού ενταφιασμού των νεκρών και όχι της έκθεσής τους. Το υλικό φαίνεται να αντιπροσωπεύει επιλεκτική δευτερογενή ταφή των μακρών οστών, πολύ αργότερα από τον αρχικό ενταφιασμό των νεκρών για αποσύνθεση του σώματος. Ο μικρότερος αριθμός των ατόμων που αντιπροσωπεύονται είναι 14 και περιλαμβάνει και τα δύο φύλα και όλες τις ηλικίες (σημ. 6).
Τα οστά προέρχονται στη συντριπτική τους πλειονότητα από το εσωτερικό λάκκων όλων των κατηγοριών (αναγνωρίστηκαν με βεβαιότητα σε 46 από αυτούς, ενώ είναι πιθανή και η προέλευση από άλλους 20) και σε λίγες περιπτώσεις από τμήματα τάφρων ή την επίχωση των τομών (συνδέονται με τα δύο ανώτερα στρώματα, Α΄ και Β΄).
Τα οστά των λάκκων συνδέονται με 68 στρώματα χρήσης, με κοινό χαρακτηριστικό τους ότι περιείχαν και μεγάλη ποσότητα οστράκων και οστών ζώων, κάποιες φορές και ψημένου πηλού από καμένα πασσαλόπηκτα κτίσματα. Σε σχέση με τα μικροευρήματα, δεν παρατηρείται κάποιος ιδιαίτερος επαναλαμβανόμενος τύπος. Τα ευρήματα αυτά επιτρέπουν να συνδέσουμε τα ανθρώπινα οστά και τις σχετικές με αυτά τελετουργίες, όπως και τη θέση της αρχικής ταφής των νεκρών, με το χώρο κατοίκησης του οικισμού. Παράλληλα, το γεγονός ότι τα στρώματα προέλευσής τους είναι αδιατάρακτα αποκλείει την περίπτωση διαταραχής προγενέστερων in situ κανονικών ταφών. Κατά συνέπεια, αυτό που θα πρέπει να πούμε με βεβαιότητα είναι ότι δεν πρόκειται για κανονικούς ενταφιασμούς, οι οποίοι διαταράχθηκαν από τη διάνοιξη υστερότερων λάκκων ή άλλων κατασκευών, αλλά για οστά που μεταφέρθηκαν σκόπιμα από άλλη περιοχή, για να θαφτούν ή να απορριφθούν στο συγκεκριμένο χώρο.
Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι εάν πρόκειται για τυχαία απορρίμματα ή για υλικό σκόπιμης εναπόθεσης. Καθοριστικό στοιχείο για την απόρριψη της πρώτης υπόθεσης (για ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις) αποτελεί η αναγνώριση ανθρώπινων οστών και στο λάκκο αα 387, ο οποίος περιείχε μεγάλο αριθμό ακέραιων αγγείων και στρώμα οστών ζώων, καθώς επιβεβαιώνει τη σκόπιμη ενσωμάτωση ανθρώπινων οστών σε ορισμένα αρχαιολογικά σύνολα, κάποια από τα οποία αποτελούν σαφείς περιπτώσεις σκόπιμης εναπόθεσης.
Ένα δεύτερο ερώτημα είναι εάν και κατά πόσο η παρουσία των ανθρώπινων οστών σε ένα αρχαιολογικό σύνολο, ως αντικειμένων σκόπιμης εναπόθεσης, προσδιορίζει πράγματι τη χρήση των λάκκων που τα περιέχουν ή εάν πρόκειται για αντικείμενα ίσης συμβολικής και λειτουργικής, άρα και ερμηνευτικής αξίας με τα υπόλοιπα ευρήματα (αγγεία, όστρακα, οστά ζώων, αρχιτεκτονικά κατάλοιπα / ψημένος πηλός και μικροευρήματα) του συνόλου. Το γεγονός ότι πολλοί από τους λάκκους σφραγίστηκαν μετά τη συγκεκριμένη ταφική (;) και συχνά μοναδική χρήση τους φαίνεται να υποδηλώνει κάποια «ιερότητα» του περιεχομένου, η οποία ωστόσο δεν είναι βέβαιο ότι προκύπτει αποκλειστικά από τα ανθρώπινα οστά, εφόσον το ίδιο συμβαίνει και με άλλες κατηγορίες αρχαιολογικού υλικού. Μια πιθανή απάντηση στο ερώτημα αυτό θα ήταν να συνδέσουμε τη διάνοιξη των λάκκων με την ανάγκη εναπόθεσης-ταφής διάφορων αντικειμένων που είχαν ολοκληρώσει τον κύκλο ζωής τους και ως εκ τούτου ήταν συναισθηματικά και ιδεολογικά φορτισμένα, και να υποστηρίξουμε ότι πρόκειται για ένα νεκροταφείο ανθρώπων, πραγμάτων και κτισμάτων, τα οποία ετύγχαναν όμοιας ιδεολογικής και πρακτικής αντιμετώπισης.
Υπό την έννοια αυτή, τα σύνολα που περιέχουν ανθρώπινα οστά θα μπορούσαν να ερμηνευτούν είτε ως υπολείμματα ταφικών τελετουργιών, οι οποίες γίνονταν στο πλαίσιο της ανακομιδής και δευτερογενούς ταφής επιλεγμένων οστών των νεκρών, είτε ως αποτέλεσμα τελετουργιών προς τιμήν των προγόνων, στις οποίες χρησιμοποιούνταν και ανθρώπινα οστά. Και στις δύο περιπτώσεις, η θέση της αρχικής ταφής των νεκρών θα πρέπει να αναζητηθεί σε άλλη περιοχή, έξω από τον ανασκαμμένο χώρο. Στον ταφικό λάκκο κατέληγε ένα πολύ μικρό μέρος των οστών καθώς και των αντικειμένων που χρησιμοποιούνταν στην τελετή (ανάμεσά τους πιθανόν και προσωπικά αντικείμενα του νεκρού ή διάφορα, τυχαία ίσως επιλεγμένα, αντικείμενα από τον οικιστικό χώρο). Κάποια από αυτά, όπως υποδηλώνουν τα αγγεία του λάκκου αα 387 (αλλά και των υπολοίπων λάκκων με τα μικρογραφικά αγγεία), έσπαζαν σκόπιμα κατά τη διάρκεια της τελετής.
Με βάση τα δεδομένα αυτά, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι ένας αριθμός λάκκων (τουλάχιστον οι 46, από τους οποίους προέρχονται με βεβαιότητα ανθρώπινα οστά, ανάμεσά τους και δύο από τους μεγαλύτερους της ανασκαφής, οι λάκκοι αα 344 και 11, ο δεύτερος με σαφή στοιχεία λειτουργίας του ως κτίσματος κατά την αρχική του χρήση) είχε ταφική (ως θέση κανονικής ταφής ή/και ανακομιδής) ή τελετουργική (ως θέση εναπόθεσης των υπολειμμάτων ταφικής τελετουργίας) χρήση, συστηματική (στους οκτώ λάκκους με οστά σε περισσότερα από ένα στρώματα) ή περιστασιακή, καθώς και ότι κάποιοι από τους λάκκους μιας χρήσης ανοίχτηκαν και χρησιμοποιήθηκαν μόνο για το σκοπό αυτό. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η ποσότητα και η ποιότητα των αγγείων του λάκκου αα 387 τον διαχωρίζουν από τους υπόλοιπους, παραπέμποντας, στην περίπτωση που πρόκειται για ανακομιδή, σε δευτερογενή ενταφιασμό ατόμου με υψηλή κοινωνική θέση και, εναλλακτικά, σε κάποια τελετουργία σχετική με τους προγόνους της κοινότητας. Επιπλέον, το γεγονός ότι οι «ταφικοί λάκκοι» είναι διάσπαρτοι σε όλο τον ανασκαμμένο χώρο, ενώ χρονολογικά ανάγονται σε όλες τις στρωματογραφικές-χρονικές φάσεις χρήσης του, εκτιμούμε ότι αποτελεί ένα σοβαρό επιχείρημα για το χαρακτηρισμό του συνόλου του ανασκαμμένου χώρου, ως χώρου ταφικής δραστηριότητας διαχρονικά.
Σε σχέση με τις τάφρους, τα λιγοστά οστά που μπορούν να συνδεθούν με βεβαιότητα με αυτές, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις φαίνεται να έχουν προέλθει από πρωιμότερους διαταραγμένους λάκκους, μας αναγκάζουν να αποκλείσουμε την ταφική χρήση τους, παρά μόνο περιστασιακά και μετά το τέλος της ζωής τους, όταν είχαν πλέον μπαζωθεί.
Σύνοψη των ταφικών δεδομένων της Κρεμαστής
Από το σύνολο των ανθρωπολογικών καταλοίπων της ανασκαμμένης περιοχής του οικισμού της Κρεμαστής προκύπτουν τα παρακάτω:
Στον οικισμό της Κρεμαστής, κατά τις προδιμηνιακές φάσεις της Νεότερης Νεολιθικής περιόδου, φαίνεται να είναι σε χρήση τρεις τρόποι μεταχείρισης των νεκρών: Καύσεις, κανονικές ταφές και ανακομιδές.
Κυρίαρχη και διαχρονική (διαπιστώνεται σε όλη τη διάρκεια χρήσης του συγκεκριμένου χώρου, για 400 τουλάχιστον χρόνια) ταφική πρακτική φαίνεται να αποτελούν οι ανακομιδές, κατά τις οποίες γίνεται η δευτερογενής ταφή ενός πολύ μικρού μέρους των οστών των νεκρών (επιλέγονται κυρίως τα μακρά οστά), μαζί με τα υπολείμματα της τελετουργίας που συνόδευε το γεγονός και η οποία φαίνεται να περιελάμβανε σφαγή ζώων και κατανάλωση κρέατος από τους συμμετέχοντες, καθώς και προσφορές προς τους νεκρούς. Ο ρόλος της φωτιάς στις ταφικές αυτές τελετουργίες φαίνεται να είναι σημαντικός, αλλά όχι καθοριστικός, καθώς τα σχετικά υπολείμματα απουσιάζουν από τις περισσότερες περιπτώσεις. Η συγκεκριμένη ταφική πρακτική αφορά και τα δύο φύλα, ανεξαρτήτως ηλικίας. Η θέση της αρχικής ταφής των νεκρών (καθώς η έκθεση δεν στηρίζεται από τα ανθρωπολογικά δεδομένα), ιδιαίτερα των ενηλίκων (η παρουσία των δύο παιδικών ταφών αντανακλά ίσως χωρική διαφοροποίηση με βάση την ηλικία), βρίσκεται σε άλλη περιοχή, άγνωστη προς το παρόν.
Για τις πρωτογενείς ταφές των νεαρών ατόμων αλλά και τη δευτερογενή ταφή των οστών των νεκρών χρησιμοποιούνται λάκκοι, ενώ η ταφική χρήση των τάφρων δεν μπορεί να υποστηριχθεί με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία.
Κατά την τελική φάση χρήσης του χώρου φαίνεται πως διαδίδεται αρκετά η καύση των νεκρών, η οποία ήταν γνωστή από παλιότερα, χωρίς όμως να εγκαταλείπεται και η πρακτική της ανακομιδής. Η αποτέφρωση των νεκρών γίνεται και πάλι σε άλλη περιοχή, η οποία δεν έχει εντοπιστεί.
Και στις δύο περιπτώσεις (ταφή/ανακομιδή με ταφή επιλεγμένων οστών και καύση/ταφή υπολειμμάτων), ο συγκεκριμένος χώρος χρησιμοποιήθηκε μόνο για το δεύτερο (;) – τελικό στάδιο της ταφικής τελετουργίας, δηλαδή ως τόπος δευτερογενών και όχι πρωτογενών ταφών. Εξαίρεση φαίνεται να αποτελούν τα παιδιά. Συγχρόνως, ο σχετικά μεγάλος αριθμός ταφικών ευρημάτων, η σύνδεσή τους με λάκκους όλων των διαστάσεων και η διασπορά τους σε όλο τον ανασκαμμένο χώρο μάς οδηγούν στην ταύτιση του χώρου με μια περιοχή όπου αναπτύσσεται μέρος (το κυριότερο, ίσως, καθώς πρόκειται για το στάδιο του οριστικού αποχωρισμού των ζωντανών από τους νεκρούς και τη μετάβαση των νεκρών στην κοινωνία των προγόνων) της ταφικής δραστηριότητας του οικισμού. Δεν μπορούμε ωστόσο να γνωρίζουμε τη συνολική έκταση της περιοχής που είχε ταφική χρήση ούτε και εάν το ερευνημένο τμήμα ήταν η μοναδική θέση για τη δευτερογενή ταφή των νεκρών του οικισμού.
Θεωρητική προσέγγιση – Συγκρίσεις – Ερμηνεία των ταφικών δεδομένων της Κρεμαστής
Οι ταφικές τελετουργίες είναι ιδιαίτεροι τύποι κοινωνικών πρακτικών, που ποικίλλουν από κοινωνία σε κοινωνία και προκύπτουν από την ανάγκη απαλλαγής από το νεκρό σώμα. Μπορούν να συνδέονται όχι μόνο με τη μετάβαση από τη ζωή προς το θάνατο («ταφικές τελετουργίες») αλλά και με την επέμβαση των προγόνων στον κόσμο των ζωντανών («τελετές προγόνων») (σημ. 7).
Τα ταφικά ευρήματα της Νεολιθικής περιόδου από τον Ελλαδικό χώρο και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, γενικότερα, είναι λίγα και δυσανάλογα με τον αριθμό των εντοπισμένων οικισμών και τα υπολογιζόμενα πληθυσμιακά μεγέθη. Ο συνολικός αριθμός των μέχρι σήμερα γνωστών νεολιθικών νεκροταφείων είναι μικρός, δεν αφορά όλες τις περιόδους, ούτε όλους τους πολιτισμούς (κάποιοι μάλιστα φαίνεται να μην χρησιμοποιούν νεκροταφεία), ούτε χαρακτηρίζει το σύνολο των θέσεων κάποιου από αυτούς (σημ. 8).
Η χρήση χωριστών νεκροταφείων, έξω και μακριά από τους οικισμούς, ανάγεται για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη στο β΄ μισό της 6ης χιλιετίας π.Χ. (από το 5500 π.Χ. και μετά, κυρίως μέσα στην 5η χιλιετία π.Χ.) (σημ. 9). Καθώς όμως, ως νεκροταφείο ορίζεται και μια «θέση» με συγκεντρωμένες ταφές, που εντοπίζεται στο όριο ή εντός του οικισμού, σε εποχικά μη κατοικημένο τμήμα του, τα πρωιμότερα γνωστά παραδείγματα προέρχονται από τη Θεσσαλία (Σουφλί Μαγούλα), συνδέονται με ταφές καύσεων και ανάγονται στην Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο (6500-6000 π.Χ. περίπου) (σημ. 10).
Η συνηθέστερη και πιο διαδεδομένη νεολιθική ταφική πρακτική, σχετικά με τη μεταχείριση του σώματος των νεκρών, είναι ο ενταφιασμός ολόκληρου του σώματος, σε συνεσταλμένη ή εκτεταμένη στάση. Στοιχεία όπως ο προσανατολισμός και η στάση του σώματος εμφανίζουν σημαντική διαφοροποίηση, αντανακλώντας διακρίσεις φύλου, ηλικίας, κοινωνικών ομάδων και άλλες (σημ. 11).
Η πρακτική της καύσης των νεκρών υιοθετήθηκε ήδη από τη Μεσολιθική εποχή. Εμφανίζει διαχρονικότητα και αξιοσημείωτη χωρική διασπορά, συνδεδεμένη με διάφορους λαούς και πολιτισμούς και απηχώντας ποικίλες και αντικρουόμενες δοξασίες σχετικά με το θάνατο και τη ζωή πέρα από αυτόν. Κάποια από τα καμένα κατάλοιπα διατηρούνται και θάβονται. Το κάψιμο ενός νεκρού αποτελεί σύνθετη διαδικασία, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχουν εντοπιστεί τα αποτεφρωτήρια (σημ. 12).
Έχουν διαπιστωθεί επίσης περιπτώσεις ενταφιασμού τμημάτων σώματος ή διαμελισμένων σκελετών, ενώ πολλές και με συνεχώς αυξανόμενο τον αριθμό τους είναι οι οικιστικές θέσεις στις οποίες έχουν βρεθεί διάσπαρτα ανθρώπινα οστά ή θραύσματά τους, που δεν οφείλονται σε διαταραχή in situ ταφών (σημ. 13). Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν τη χρήση και μιας τρίτης ταφικής πρακτικής, «δύο σταδίων», αυτής των δευτερογενών ταφών ή ανακομιδών. Οι νεκροί θάβονται αρχικά σε άλλη θέση (η έκθεση δεν στηρίζεται από το ανθρωπολογικό υλικό, τουλάχιστον για τον ελλαδικό χώρο) και στη συνέχεια επιλέγεται για ταφή μικρό μόνο μέρος των οστών τους (σημ. 14). Το φαινόμενο των διάσπαρτων ανθρώπινων οστών απασχολεί από παλιά την έρευνα του συνόλου της ευρωπαϊκής Νεολιθικής, δεδομένης της μεγάλης χωροχρονικής έκτασης που εμφανίζει, ενώ ουσιαστικά στοιχεία για την ερμηνεία τους φέρνει στο φως η νεότερη αρχαιολογική έρευνα στον ελλαδικό χώρο και η ανθρωπολογική μελέτη του οστεολογικού υλικού (σημ. 15).
Τα ταφικά δεδομένα της Νεότερης Νεολιθικής από τον ελλαδικό χώρο (σημ. 16)
Κατά τη Νεότερη Νεολιθική (5500-4500 π.Χ. περίπου) τα ταφικά ευρήματα, σε σχέση με τις δύο προηγούμενες περιόδους (Αρχαιότερη και Μέση), είναι αυξημένα σε αριθμό, ενώ οι θέσεις προέλευσής τους κατανέμονται σε όλο σχεδόν τον ελλαδικό χώρο.
Παρά το γεγονός ότι νεκροταφεία καύσεων εμφανίζονται στη Θεσσαλία ήδη κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική, από τις αρχές αυτής της περιόδου παρατηρείται μια σαφέστερη τάση χωροθέτησης των ταφών στην περιφέρεια των οικισμών, ενώ βεβαιώνεται και η χρήση κανονικών νεκροταφείων, έξω και μακριά από αυτούς, συνήθεια που συνεχίζεται και κατά την επόμενη περίοδο (Τελική Νεολιθική, 4500-3000 π.Χ. περίπου). Εντός των οικισμών, εντοπίζονται λίγες ταφές, μεμονωμένες ή σε μικρές συστάδες.
Βεβαιώνεται όλη η γνωστή από τις προηγούμενες χρονικές περιόδους σειρά ταφικών πρακτικών, ενώ κάποιες από αυτές χρησιμοποιούνται παράλληλα στον ίδιο οικισμό. Ενταφιασμοί (κανονικοί ή με τους σκελετούς πεταμένους), καύσεις (δευτερογενείς στις περισσότερες περιπτώσεις, με χρήση τεφροδόχου), εγχυτρισμοί, ανακομιδές και ανθρώπινα οστά διάσπαρτα στις οικιστικές επιχώσεις.
Αν και η πιο διαδεδομένη γεωγραφικά ταφική πρακτική φαίνεται να είναι ο ενταφιασμός, οι καύσεις της περιόδου υπερτερούν ελαφρώς αριθμητικά (λόγω της ύπαρξης των νεκροταφείων), εμφανίζοντας παράλληλα αξιοσημείωτη χωρική διασπορά, με σημαντική παρουσία στη Δυτική Μακεδονία (Ανάργυροι 3 Φλώρινας [σημ. 17], Δισπηλιό [σημ. 18], Αυγή [σημ. 19], Κλείτος [σημ. 20], Βαρεμένοι Γουλών [σημ. 21]) και τη Θεσσαλία (Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου και Σουφλί Μαγούλα [σημ. 22]). Καύσεις εμφανίζονται επίσης στη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης (σημ. 23) και την Αλεπότρυπα Μάνης (σημ. 24).
Οι ενταφιασμοί ανήκουν σε ενήλικες και παιδιά, που θάβονται σε συνεσταλμένη ή εκτεταμένη στάση, με ποικίλο προσανατολισμό. Στο βορειοελλαδικό χώρο συνδέονται με αρκετούς από τους ανασκαμμένους οικισμούς (Μάκρη [σημ. 25], Σταυρούπολη [σημ. 26], Μακρύγιαλος [σημ. 27], Δισπηλιό [σημ. 28], Ποντοκώμη [σημ. 29], Κλείτος [σημ. 30]).
Σπάνιες είναι οι περιπτώσεις εγχυτρισμών (Ανάργυροι 3 Φλώρινας [σημ. 31]).
Ανακομιδές, τμηματικές ταφές και διάσπαρτα ανθρώπινα οστά απαντούν στις περισσότερες από τις θέσεις του βορειοελλαδικού χώρου (Μάκρη [σημ. 32], Προμαχώνας [σημ. 33], Σταυρούπολη [σημ. 34], Μακρύγιαλος [σημ. 35], Παλιάμπελα [σημ. 36], Ανάργυροι 3 Φλώρινας [σημ. 37], Δισπηλιό [σημ. 38], Ξηρολίμνη [σημ. 39], Κλείτος [σημ. 40]), αλλά και του υπόλοιπου ελλαδικού χώρου, βεβαιώνοντας τη μεγάλη διάδοση της πρακτικής της δευτερογενούς μεταχείρισης των νεκρών, είτε με σκοπό τη δεύτερη ταφή επιλεγμένων οστών, είτε τη χρησιμοποίησή τους σε πιθανές ταφικές τελετουργίες δημόσιου χαρακτήρα, προς τιμήν των πρόσφατων νεκρών ή των προγόνων. Η χρήση κτερισμάτων, αν και είναι πολύ λίγα, μαρτυρείται και σε ενταφιασμούς και σε καύσεις.
Παρατηρήσεις σχετικά με το θέμα της ταφής των νεκρών στη νεολιθική Ελλάδα
Βασική διαπίστωση είναι ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της Νεολιθικής εποχής οι νεκροί είναι άμεσα συνδεδεμένοι με το χώρο των ζωντανών. Οργανωμένα νεκροταφεία χωριστά και σε απόσταση από τους οικισμούς εμφανίζονται (ή μαρτυρούνται) από τα μέσα της 6ης χιλιετίας π.Χ., ενώ μικρότερα στα όρια των οικισμών ή σε εποχικά μη κατοικημένα τμήματά τους, ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική. Θεωρείται ωστόσο πιθανό, νεκροταφεία να συνόδευαν όλους τους οικισμούς και είτε δεν έχουν εντοπιστεί ακόμα, είτε δεν μπορούν να ανιχνευθούν αρχαιολογικά λόγω της φύσης των καταλοίπων, είτε δεν μπορούν να αναγνωριστούν ως τέτοια, λόγω της μορφής τους (τάφροι ή ρέματα, για παράδειγμα) και της πρακτικής που εφαρμόστηκε. Στις περιπτώσεις των μεμονωμένων ταφών εντός των οικισμών, μικροί ή μεγαλύτεροι λάκκοι ανοίγονται ειδικά για την ταφή ή χρησιμοποιούνται δευτερογενώς για το σκοπό αυτό. Αξιοσημείωτη είναι η χωρική σύνδεση ταφικών χώρων και σπιτιών ή αποθηκευτικών χώρων, και σε κάποιες περιπτώσεις η μορφολογική ομοιότητα μεταξύ τους, η οποία στηρίζει την υπόθεση «οι τάφοι να παριστάνουν σπίτια» (σημ. 41).
Ήδη από την αρχή της Νεολιθικής εποχής μαρτυρείται μια σειρά ταφικών πρακτικών (ενταφιασμός, καύση, εγχυτρισμός και ανακομιδή), με μεγάλη χωρική διασπορά, διαφοροποίηση κατά περιοχή και συχνά με παράλληλη άσκησή τους στον ίδιο οικισμό.
Οι ενδείξεις για τελετουργική μεταχείριση των οστών των νεκρών σε τελετές που δεν σχετίζονται με τη δευτερογενή ταφή των συγκεκριμένων νεκρών είναι περιορισμένες και ανεπιβεβαίωτες, ανάγονται όμως στην πλειονότητά τους στη Νεότερη Νεολιθική.
Τα οστά ζώων αποτελούν σύνηθες εύρημα στα ταφικά σύνολα. Η συνηθέστερη προφανής ερμηνεία τα συνδέει με προσφορά τροφής προς τους νεκρούς (σημ. 42), ενώ προτείνεται και η σχέση τους με κατανάλωση τροφής σε τελετές μνήμης (σημ. 43).
Ιδιαίτερου ενδιαφέροντος είναι η εναπόθεση ή καταστροφή αγγείων που συναντάται σε πολλά ταφικά σύνολα, υποδηλώνοντας σκόπιμη καταστροφή κεραμικής καθώς και καταστροφή – «θάνατο» (ή θυσία;) άλλων αντικειμένων (σημ. 44). Εθνογραφικά, διαπιστώνεται σύνδεση θανάτου και γονιμότητας (σημ. 45). Ανθρωποθυσίες δεν διαπιστώνονται στον ελλαδικό χώρο. Υποθέσεις μόνο γίνονται για κάποιες περιπτώσεις, ενώ ενδείξεις παρέχει και η υπόλοιπη νεολιθική και χαλκολιθική Νοτιοανατολική Ευρώπη (σημ. 46).
Η χρήση της πέτρας αποτελεί συνήθη τελετουργική πρακτική καθ’ όλη τη διάρκεια της Νεολιθικής εποχής, με πρακτική και συμβολική λειτουργία (σημ. 47), ενώ τελετουργική σημασία είχαν και διάφορα άλλα αντικείμενα, όπως τα μικρογραφικά αγγεία και τα κόκκινα όστρακα (σημ. 48). Τα κτερίσματα είναι λίγα, ενώ σπάνια μαρτυρείται κτέριση των νεκρών με προσωπικά κοσμήματα.
Η παρουσία τύμβων πάνω από τις ταφές θεωρείται πολύ πιθανή σε κάποιες περιπτώσεις, ωστόσο σε λίγες επιβεβαιώνεται.
Οι περισσότερες ενδείξεις ταφικών τελετουργιών δημόσιου χαρακτήρα, που χωροθετούνται σε συγκεκριμένη περιοχή του οικισμού, συνδέονται με τη Νεότερη Νεολιθική, με συνέχεια και στην Τελική.
Σύγκριση των ταφικών δεδομένων της Κρεμαστής με τα δεδομένα του ελλαδικού και ευρύτερου χώρου της ΝΑ Ευρώπης
Η συνύπαρξη δύο ή περισσότερων ταφικών πρακτικών στον ίδιο οικισμό συναντάται σε πολλές θέσεις του ελλαδικού χώρου, σε όλη τη Νεολιθική εποχή. Οι λόγοι της επιλογής της μιας ή της άλλης πρακτικής αποτελούν αντικείμενο ιδιαίτερης έρευνας, η οποία για τον ελλαδικό χώρο βρίσκεται ακόμα στην αρχή.
Η καύση ως ταφική πρακτική συνδέει τον οικισμό της Κρεμαστής με τον θεσσαλικό χώρο, όπου συναντώνται νεκροταφεία, αλλά και με την ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, όπου κατά τη Νεότερη Νεολιθική η πρακτική φαίνεται να είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη. Τα παραδείγματα καύσεων από την υπόλοιπη Νοτιοανατολική Ευρώπη είναι σπάνια και εντοπίζονται σε περιοχές πολύ βορειότερα του ελλαδικού χώρου (σημ. 49).
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, πρόκειται για μεμονωμένες δευτερογενείς ταφές καύσεων οι οποίες εντοπίζονται εντός των οικιστικών χώρων. Τα μοναδικά μέχρι τώρα βεβαιωμένα νεκροταφεία καύσεων εντοπίζονται στη Θεσσαλία (Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου και Σουφλί Μαγούλα). Σε όλες τις περιπτώσεις χρησιμοποιούνται τεφροδόχα αγγεία, πρακτική που διαφοροποιεί τις καύσεις της Νεότερης Νεολιθικής περιόδου από τις πρωιμότερες της Αρχαιότερης Νεολιθικής, που τα λείψανα τοποθετούνται σε λάκκους. Αποτεφρωτήρια δεν εντοπίστηκαν σε καμία περίπτωση, υποδηλώνοντας χρήση δύο (τουλάχιστον) ταφικών χώρων, αποτέφρωσης και δευτερογενούς ταφής.
Στην Κρεμαστή, ο σχετικά αυξημένος αριθμός των καύσεων, η διασπορά τους σε μεγάλη έκταση στα όρια της τούμπας και η έλλειψη σαφών ενδείξεων σύνδεσής τους με κατοικίες αποτελούν στοιχεία που υποδηλώνουν ότι πρόκειται πιθανόν για νεκροταφείο εκτός του σύγχρονου οικισμού. Με τα θεσσαλικά νεκροταφεία παρατηρείται ομοιότητα σε μια σειρά λεπτομερειών που έχουν να κάνουν με την ταφική τελετουργία (για παράδειγμα η χρήση τεφροδόχων αγγείων καθημερινής χρήσης και όχι μικρογραφικών απομιμήσεών τους, όπως συμβαίνει σε ομάδα ταφών καύσεων στην Αυγή), αλλά και ουσιώδεις διαφοροποιήσεις (όπως η χρήση τμημάτων αγγείων ως τεφροδόχων και η παρουσία κοσμημάτων). Τα χαρακτηριστικά αυτά διαφοροποιούν τις καύσεις της Κρεμαστής από αυτές του θεσσαλικού χώρου, ως προς την τελετουργική διαδικασία αλλά και ως προς την ιδεολογία, υποδηλώνοντας παράλληλα ομοιότητες και με το χώρο των Βαλκανίων.
Tα δεδομένα των καύσεων της Κρεμαστής, εκτός από τις πολλές και σημαντικές πληροφορίες που προσφέρουν για τη συγκεκριμένη ταφική πρακτική στην περιοχή, βεβαιώνουν την τοποθέτηση αγγείων, ως κτερισμάτων (πιθανόν για προσφορά τροφής, όπως ίσως δείχνουν και τα λίγα οστά ζώων που βρέθηκαν), στον τόπο της καύσης του νεκρού, την προσωπική χρήση των κοσμημάτων, τα οποία συνόδευαν το νεκρό στην καύση, την ιδεολογική σημασία της φιάλης καθώς και την προσωπική χρήση των αξινών και σμιλών, εργαλεία που εκτός από χρηστική φαίνεται πως είχαν και συμβολική αξία.
Οι ενταφιασμοί που αποκαλύφθηκαν είναι ελάχιστοι, όπως συμβαίνει και σε όλο τον υπόλοιπο ελλαδικό και σύγχρονο βαλκανικό χώρο. Συνδέονται, όπως και στις υπόλοιπες περιοχές, με νεαρά άτομα, υποδηλώνοντας πιθανόν διαφοροποίηση στη μεταχείριση του σώματος με βάση την ηλικία.
Η χρήση λάκκων για τον ενταφιασμό των νεκρών δεν μαρτυρείται από άλλα σύγχρονα παραδείγματα του ελλαδικού χώρου. Είναι όμως πολύ συχνή κατά τις πρωιμότερες περιόδους στην ευρύτερη περιοχή της Κίτρινης Λίμνης και γενικότερα στον ελλαδικό χώρο, ενώ βορειότερα τα παραδείγματα είναι λίγα και τα περισσότερα υστερότερα. Ομοιότητα ωστόσο, ως προς τη λογική της πρακτικής, παρατηρείται με τις σύγχρονες πρωτογενείς ταφές του Μακρύγιαλου Ι, οι οποίες εντοπίζονται στην τάφρο Α, που έχει μορφή αλυσιδωτά διαταγμένων λάκκων και χωροθετείται στο όριο του οικισμού (σημ. 50).
Τέλος, η ιδιαίτερα διαδεδομένη στον οικισμό της Κρεμαστής πρακτική της δευτερογενούς μεταχείρισης των οστών των νεκρών συναντάται σε όλο σχεδόν το νεολιθικό κόσμο, στον ελλαδικό και ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Η θέση των πρωτογενών ταφών εμφανίζει διαφοροποίηση κατά οικισμό και κατά χρονική περίοδο. Στην Κρεμαστή, η σύνδεση του συνόλου σχεδόν των μεμονωμένων ανθρώπινων οστών με λάκκους, οι οποίοι δεν συνδέονται με κτίσματα και παράλληλα καλύπτουν όλο το χρονικό διάστημα χρήσης του συγκεκριμένου χώρου, υποδηλώνουν έναν σημαντικό ταφικό χώρο στο όριο του οικισμού, με μακρόχρονη συνέχεια στη χρήση του. Το άμεσο παράλληλο αυτής της εικόνας αποτελεί ο σύγχρονος οικισμός του Μακρύγιαλου (Ι) και η τάφρος Α.
Συμπερασματικά, τα ταφικά δεδομένα της Κρεμαστής στηρίζουν τη διαφοροποίηση στη χρήση του χώρου οικισμών της Νεότερης Νεολιθικής περιόδου καθώς και την ταφική και τελετουργική χρήση περιοχών που εντοπίζονται στα όρια του κατοικημένου χώρου, καθώς η παρουσία σημαντικού αριθμού ανθρωπολογικών καταλοίπων, κατανεμημένων σε μεγάλο αριθμό αρχαιολογικών συνόλων, εκτιμούμε ότι θα μπορούσε να προσδιορίσει τη χρήση αλλά και τη χωροθέτηση της περιοχής στην οποία εντοπίζονται. Οι τελετουργίες έχουν να κάνουν με πρόσφατους κυρίως νεκρούς, χωρίς να αποκλείεται κάποιες (ή αρκετές) από αυτές να συνδέονται γενικά με τους προγόνους.
Αρετή Χονδρογιάννη – Μετόκη
Δρ Αρχαιολόγος
Προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Κοζάνης
Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού