Το κτήριο του Αρχαιολογικού Μουσείου της Χίου (εικ. 1), έργο των γνωστών αρχιτεκτόνων Δημήτρη και Σουζάνας Αντωνακάκη, του Εργαστηρίου ΄66, που κέρδισε το α΄ βραβείο του σχετικού αρχιτεκτονικού διαγωνισμού του 1965, είναι διαρθρωμένο σε τρία επίπεδα, σε ένα παιχνίδι όγκων που διαδοχικά εδράζονται στο επικλινές έδαφος. Η είσοδος στον προθάλαμο γίνεται μέσω διαδοχικών βαθμίδων, οι κλειστοί χώροι αναπτύσσονται γύρω από μια κεντρική αυλή, ενώ οι τοιχοποιίες από εγχώριο λίθο (θυμιανούσικη πέτρα) που ντύνουν το κτήριο εξωτερικά έρχονται σε αντίθεση με στοιχεία από γυμνό μπετόν και γυαλί (σημ. 1). Το μουσείο διαθέτει μεγάλους αύλειους χώρους, όπου οι επισκέπτες, μετά την περιήγησή τους, μπορούν να ξεκουραστούν στη σκιά των δέντρων, και μικρό θεατράκι με ξύλινες κερκίδες στην επάνω δυτική αυλή, που μπορεί να φιλοξενήσει εκδηλώσεις. Κατά την κατασκευή του είχε προβλεφθεί η ύπαρξη ειδικού χώρου για πωλητήριο-κυλικείο και αίθουσα εκδηλώσεων και προβολών.
Η πρώτη έκθεση έγινε στην περίοδο της μεταπολίτευσης, όταν Υπουργός Πολιτισμού ήταν ο Κων/νος Τρυπάνης, Χίος φιλόλογος και ιστορικός. Το 1987, λόγω στατικών προβλημάτων, αναστέλλεται η λειτουργία του, προκειμένου να γίνουν οι απαραίτητες επεμβάσεις και ανοίγει ξανά την αγκαλιά του το 2000 με μια νέα πλούσια έκθεση μέσα από την οποία προβάλλεται ο ιωνικός χιακός πολιτισμός και ο ρόλος που διαδραμάτισε η Χίος κατά την αρχαιότητα.
Στους εκθεσιακούς χώρους φιλοξενούνται ευρήματα από τις σωστικές ανασκαφές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής, καθώς και πλήθος ευρημάτων, μεταξύ των οποίων γλυπτά (εικ. 2), επιγραφές και ανάγλυφα που περισυλλέχθηκαν από τα τέλη του 19ου αι. ή παρέδωσαν κατά καιρούς πολίτες της Χίου. Στη δυτική αυλή εκτίθενται επιγραφές, αρχιτεκτονικά μέλη από αρχαία οικοδομήματα, μεταξύ των οποίων οι κίονες από μικρό ναό, πιθανότατα του Ηρακλέους, που βρέθηκαν στη θέση «Άνω Φανά» στη νότια Χίο (εικ. 3), καθώς και ο μακεδονικού τύπου τάφος του 2ου αι. π.Χ. (εικ. 4), ο οποίος είχε αποκαλυφθεί το 1980 στη συνοικία του Φραγκομαχαλά στην πόλη της Χίου (σημ. 2).
Ανεβαίνοντας στο τρίτο επίπεδο, περπατώντας ανάμεσα στις ανθισμένες ροδοδάφνες ο επισκέπτης μπορεί να δει τμήματα από το διάκοσμο αρχαίων κτιρίων και ενεπίγραφους λίθους, ενώ στο χώρο αυτόν εκτίθενται σαρκοφάγοι και κιβωτιόσχημοι τάφοι, που έχουν αποκαλυφθεί σε σωστικές ανασκαφές στην πόλη.
Όλα τα παραπάνω εκθέματα αποτελούν φορείς μηνυμάτων τόσο για το πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και ιδεολογικό πλαίσιο που τα γέννησε, όσο και για τον άνθρωπο ή τους ανθρώπους που τα κατασκεύασαν και τα χρησιμοποίησαν.
Η ιδιαίτερα στρατηγική θέση της Χίου, πάνω στους θαλάσσιους δρόμους που συνέδεαν την ανατολική Μεσόγειο με τον Εύξεινο Πόντο, και η γειτνίαση με τα μικρασιατικά παράλια, οδήγησαν στην κατοίκησή της ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους. Τα αρχαιότερα αρχαιολογικά ευρήματα προέρχονται από το Αγ. Γάλας και το Εμποριό, και χρονολογούνται από την Πρώιμη Νεολιθική Περίοδο, γύρω στο 6000 π.Χ., ως την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, περί το 1100π.Χ. (σημ. 3).
Στη θέση «Άγιο Γάλας» οι ανασκαφές της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής το 1938 και οι μεταγενέστερες έρευνες της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας & Σπηλαιολογίας Β. Ελλάδας απέδειξαν ότι από τους Πρώιμους Νεολιθικούς χρόνους και ως τη Μέση Εποχή του Χαλκού ένα από τα σπήλαια χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία μιας μικρής κοινότητας ανθρώπων.
Μελετώντας τα στοιχεία από τις ανασκαφές, τις επιφανειακές έρευνες, καθώς και από τα γενικότερα γεωλογικά χαρακτηριστικά των σπηλαίων προκύπτει το συμπέρασμα ότι, γενικά, τα σπήλαια δεν ήταν μόνιμοι χώροι κατοικίας κάποιων ομάδων-πληθυσμών, αλλά χώροι με περιοδική χρήση, που χρησιμοποιούνταν από ομάδες κυνηγών, γεωργών, κτηνοτρόφων ή αλιέων, δίνοντάς τους ένα πρόχειρο καταφύγιο για όσο διαρκούσαν οι δραστηριότητές τους στην περιοχή. Τα ευρήματα από το Άγιο Γάλας περιλαμβάνουν χρηστικά και αποθηκευτικά αγγεία, ενώ το πρωιμότερο για τη Χίο δείγμα απόδοσης ανθρώπινης μορφής σε πηλό αποτελεί η κεφαλή που κοσμούσε το χείλος αγγείου της Τελικής Νεολιθικής εποχής (εικ. 5).
Μια άλλη όψη της χρήσης των σπηλαίων είναι αυτή που τα χαρακτηρίζει ως τόπους λατρείας. Σε μεταγενέστερες περιόδους ο χθόνιος χαρακτήρας που έχει ένα σπήλαιο και το υποβλητικό του περιβάλλον συνδέθηκαν με λατρείες. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στο μεσαίο σπήλαιο στο Άγιο Γάλας, που από την Αρχαϊκή περίοδο χρησιμοποιήθηκε ως τόπος λατρείας με συνέχεια μέχρι τον 13ο-14ο αι., οπότε χτίζεται στην είσοδό του η Παναγία η Αγιογαλούσαινα, η οποία αποτελεί χώρο προσκυνήματος μέχρι σήμερα (εικ. 6).
Στην άλλη σημαντική θέση, στο Εμποριό, οι ανασκαφές που διενεργήθηκαν από την Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή (1952-1955) στις δυτικές υπώρειες του χαμηλού βραχώδους υψώματος στα νότια του λιμανιού, έφεραν στο φως τα λείψανα της προϊστορικής εγκατάστασης.
Οι πρώτοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στο Εμποριό στη Νεολιθική εποχή, γύρω στο 6000 π.Χ. Η θέση αυτή ήταν ιδανική καθώς συνδύαζε λιμάνι κατάλληλο για τα πλοία εποχής, πεδιάδα για καλλιέργεια και πηγή πόσιμου νερού. Γύρω στο 3000 π.Χ. ο οικισμός καταστράφηκε από πυρκαγιά, που προήλθε ίσως από επιδρομή ξένων φύλων ή από άλλη αιτία. Ξαναχτίστηκε, και στις τελευταίες περιόδους εξελίχθηκε σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο του Αιγαίου, που κάλυπτε μια περιοχή πάνω από 30 στρέμματα. Βασικό στοιχείο του οικισμού ήταν ένα πηγάδι καλά προστατευμένο από σειρά μεγάλων τοίχων.
Τα σπίτια ήταν μονώροφα με πέτρινους τοίχους, χωμάτινο πάτωμα και επίπεδη στέγη. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως αγγεία, (εικ. 7) σε ποικιλία σχημάτων, κατασκευασμένα χωρίς κεραμικό τροχό, εκτός από μερικά της τελευταίας περιόδου. Βρέθηκαν, επίσης, λίθινα και οστέινα εργαλεία, καθώς και εκατοντάδες πυρήνες, φολίδες και λεπίδες από πυριτόλιθο και οψιανό, που μαρτυρούν εμπορικές σχέσεις με τη Μήλο.
Ένας σημαντικός και εκτεταμένος οικισμός εμφανίστηκε στον ίδιο χώρο γύρω στο 13ο αι. π.Χ. Τα σπίτια του είχαν μεγάλα δωμάτια και ήταν κτισμένα με βάση κάποιο κεντρικό πολεοδομικό σχέδιο. Τα αγγεία είναι διαφόρων σχημάτων και διακοσμούνται κυρίως με ζωγραφιστά γραμμικά κοσμήματα (εικ. 8). Από τα αρχιτεκτονικά στοιχεία και τα κινητά ευρήματα φαίνεται η σχέση του οικισμού με άλλους χώρους του Αιγαίου, όπως την Εύβοια, την Κέα και άλλους. Γύρω στο 1100 π.Χ. ο οικισμός καταστράφηκε από φωτιά και εγκαταλείφθηκε. Το τέλος του πρέπει να συμπίπτει με την έναρξη του ιωνικού αποικισμού. Οι Ίωνες της Αττικής και της Εύβοιας ανάμεσα στο 1050 και το 950 π.Χ. εξαπλώθηκαν στα μικρασιατικά παράλια και στα νησιά, από τη Χίο ως τη Σάμο και τις Κυκλάδες. Στη Χίο μετακινήθηκαν και Άβαντες από την Εύβοια. Τον 8ο αι. π.Χ., την εποχή των πολιτικών ανακατατάξεων και της ισχυροποίησης της πόλης-κράτους, η Χίος διαθέτει αρκετή έκταση και σημαντικό αγροτικό πλούτο. Κατά τη διάρκεια των δύο επόμενων αιώνων αναπτύσσεται ιδιαίτερα το εμπόριο και η ναυτιλία, και οι Χίοι ιδρύουν εμπορικό σταθμό στη Ναύκρατη της Αιγύπτου. Τεκμήρια της εγκατάστασης των Ιώνων στην πόλη της Χίου αποτελούν οι γεωμετρικές ταφές που ερευνήθηκαν σε διάφορα οικόπεδα (σημ. 4).
Bόρεια του λιμανιού του Εμποριού, ο ανασκαφέας της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής, J. Boardman, έφερε στο φως τα λείψανα του οικισμού και της ακρόπολης των πρώιμων ιστορικών χρόνων (8ος αι. π.Χ.) (σημ. 5). Ο οικισμός ιδρύθηκε από Ίωνες αποίκους από την Εύβοια ή την Άνδρο. Στο λόφο του Προφήτη Ηλία, σε ένα πλάτωμα κατάλληλα διαμορφωμένο, περίπου 25 στρεμμάτων, δέσποζε η ακρόπολη, οχυρωμένη με τείχος, μήκους περίπου 800μ.
Σε επαφή με το τείχος και σε καίρια θέση στο εσωτερικό της ακρόπολης χτίστηκε το Μέγαρο, που αποτελούσε κατοικία του τοπικού άρχοντα και διοικητικό κέντρο του οικισμού, ενώ στο κεντρικότερο σημείο της, ιδρύθηκε το ιερό της πολιούχου θεότητας, της Αθηνάς, όπου τον 8ο αι. π.Χ. υπήρχε υπαίθριος βωμός (εικ. 9). Τον 6ο αι. π.Χ. χτίστηκε ο ναός της θεάς (εικ. 10), ο οποίος καταστράφηκε στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. και ξαναχτίστηκε στο τρίτο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ.
Το ότι ο ναός ήταν αφιερωμένος στην Αθηνά αποδεικνύεται από το είδος των αναθημάτων, αλλά κυρίως από ενεπίγραφο όστρακο χιακής κύλικας (εικ. 11), με το όνομα της θεάς, που χρονολογείται στο β΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. Ο Boardman διατύπωσε την άποψη ότι το δόρυ και οι μολύβδινες κεφαλές γρυπών, που βρέθηκαν στο ναό, ανήκουν στο αρχαϊκό ξόανο.
Η ύπαρξη διαφορετικών τύπων σπιτιών σε συνδυασμό με την ύπαρξη του Μεγάρου στην οχυρωμένη ακρόπολη είναι στοιχεία χαρακτηριστικά της πολιτικής οργάνωσης και της κοινωνικής διαστρωμάτωσης του οικισμού, που εγκαταλείφθηκε ειρηνικά στο τέλος του 7ου αι. π.Χ. Καθώς δεν κατοικήθηκε ποτέ ξανά διατήρησε άθικτο το χαρακτήρα του, αποτελώντας σπάνιο δείγμα οικισμού των πρώιμων ιστορικών χρόνων.
Το επίσημο και μεγάλο ιερό του οικισμού βρισκόταν κοντά στο λιμάνι και είναι γνωστό ως Ιερό του λιμανιού. Ανασκάφτηκε στο μεγαλύτερο μέρος του από την Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή, υπό τη διεύθυνση του J. Boardman (σημ. 6). Οι παλαιότερες ενδείξεις για τη χρήση του χώρου ως λατρευτικού ανάγονται στα μυκηναϊκά χρόνια. Ο πρώτος ναός των μέσων του 6ου αιώνα καταστράφηκε από τους Πέρσες μετά την αποτυχία της Ιωνικής επανάστασης, στα 493 π.Χ., και στο β΄ τέταρτο του 5ου αι. π.Χ. ξανακτίστηκε λαμπρότερο κτήριο. Από αυτόν τον κλασικό ναό σώθηκε in situ μόνο ένα μέρος από τα θεμέλιά του. Όλα σχεδόν τα αρχιτεκτονικά μέλη του χρησιμοποιήθηκαν στην παλαιοχριστιανική βασιλική και σε μεταγενέστερα κτίσματα στην ευρύτερη περιοχή. Πάνω από το επιστύλιο, στη θέση της ζωφόρου, υπήρχε ένα περίτεχνα σκαλισμένο ιωνικό κυμάτιο διακοσμημένο με ανθέμια, έλικες και κάλυκες λωτού. Εντυπωσιακή καλλιτεχνική πρωτοτυπία είναι η βάση της παραστάδας, που είχε τη μορφή λεοντοπόδαρου (εικ. 12). Το ιερό λειτουργούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας, με τις αναγκαίες επισκευές και μετατροπές. Στα ρωμαϊκά χρόνια κτίστηκε δίπλα στο ναό μία βασιλική και αργότερα, γύρω στον 6ο αιώνα, η μεγάλη χριστιανική βασιλική με το βαπτιστήριο.
Ένα πλήθος λατρευτικών αντικειμένων και αφιερωμάτων βρέθηκαν στις ανασκαφικές έρευνες. Κομμάτια από μαρμάρινα αγάλματα, ειδώλια, αγγεία (εικ. 13), σφραγίδες, κοσμήματα, εργαλεία, κομψοτεχνήματα, όπως ένας ιππέας από ελεφαντόδοντο (εικ. 14), θαυμαστά αντικείμενα από χαλκό, αναθήματα από άλλες περιοχές, ειδώλια από φαγεντιανή, αιγυπτιακοί σκαραβαίοι, αγγεία από την Εύβοια, τις Κυκλάδες, το νοτιοανατολικό Αιγαίο, την Κύπρο, την Κόρινθο και την Αττική, δείχνουν όχι μόνο την εμβέλεια του ιερού, αλλά και την επικοινωνία της Χίου με άλλες περιοχές του αρχαίου κόσμου.
Το ιερό ήταν αφιερωμένο στη λατρεία της Αρτέμιδος και του Απόλλωνα, θεών πολύ αγαπημένων στη Χίο. Εντυπωσιακά ευρήματα ήταν οι χάλκινες γυναικείες ζώνες που συνήθιζαν οι κοπέλες να αφιερώνουν πριν από το γάμο τους στη θεά.
Το λαμπρότερο ιερό, το αφιερωμένο στον Απόλλωνα, στην Αρτέμιδα και στη μητέρα τους Λητώ, ήταν στη θέση «Κάτω Φανά» (σημ. 7). Για την προέλευση του ονόματος της περιοχής ο Αίλιος Ηρωδιανός αναφέρει: «Φαναί ακρωτήριον της Χίου από του εκείθεν αναφανήναι τη Λητοί την Δήλον». Στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. οικοδομήθηκε ο αρχαϊκός ναός, από τον οποίο σώζεται σήμερα μόνο η υποθεμελίωση της ΒΑ γωνίας του. Από το μέγεθος των αρχιτεκτονικών μελών, που συγκεντρώθηκαν από τη γύρω περιοχή, αποδεικνύεται ότι ο ναός αυτός συναγωνιζόταν σε μέγεθος τους σύγχρονούς του στο Ηραίο της Σάμου, στη Μίλητο και στην Έφεσο της Μ. Ασίας. Το ιερό καταστράφηκε μετά την Ιωνική επανάσταση και τη ναυμαχία της Λάδης, το 493 π.Χ., και ανοικοδομήθηκε μέσα στο α΄ μισό του 5ου αι. π.Χ.
Ιερά υπήρχαν αυτή την περίοδο και σε άλλα σημεία του νησιού και στην πόλη, όπως αποδεικνύουν οι ανασκαφές και τα μεμονωμένα ευρήματα από διάφορες θέσεις (σημ. 8). Σε κάποιο σημαντικό αρχαϊκό ιερό της πόλης θα είχαν αναμφισβήτητα αφιερωθεί οι δύο μαρμάρινες κόρες από την περιοχή της Ατσικής, που αποτελούν εξαίρετα δείγματα ενός χιακού εργαστηρίου γλυπτικής (εικ. 15). Η Χίος φαίνεται να έχει μια μακραίωνη παράδοση στη γλυπτική με φημισμένους εκπροσώπους, όπως ο Μικκιάδης, ο Άρχερμος και οι γιοι του Βούπαλος και Άθηνις, έργα των οποίων κόσμησαν όχι μόνο τη Χίο και άλλες πόλεις της Ελλάδας, αλλά ακόμη και την ίδια τη Ρώμη. Η ακμάζουσα οικονομία της Χίου κατά τους αρχαϊκούς χρόνους αποτέλεσε το πρόσφορο έδαφος για την καλλιτεχνική ανάπτυξη του νησιού.
Ιδιαίτερα διαδεδομένη από τους αρχαϊκούς και ως τους ρωμαϊκούς χρόνους ήταν και η λατρεία της Κυβέλης (εικ. 16), στην οποία ήταν αφιερωμένο και το υπαίθριο ιερό του 6ου αι. π.Χ. στη Δασκαλόπετρα του Βροντάδου.
Μια ιδιαίτερη κατηγορία μνημείων αποτελούν οι στήλες από γκρίζο μάρμαρο με εγχάρακτες παραστάσεις, που εμφανίζονται στη Χίο από τους αρχαϊκούς χρόνους και η παράδοσή τους συνεχίζεται ως τον 3ο αι. π.Χ. (σημ. 9) (εικ. 17). Το συγκεκριμένο είδος απαντά μόνο στη Χίο και στη Βοιωτία και μαρτυρεί τη στενή πολιτισμική σχέση των δύο περιοχών.
Κατά τους αρχαϊκούς χρόνους ακμάζει ιδιαίτερα και η τέχνη της χιακής αγγειογραφίας. Παράλληλα με τα μεγάλα σε μέγεθος αγγεία με γραμμική διακόσμηση, όπως τους ευρύστομους οξυπύθμενους αμφορείς και τις υδρίες, το χιακό εργαστήριο κεραμικής κατά τον 7ο και 6οο αι. π.Χ. έχει να παρουσιάσει εξαίρετα δείγματα που εντάσσονται στη γενικότερη ιωνική τέχνη με έντονες τις ανατολικές επιρροές. Ο ρυθμός των Αιγάγρων (εικ. 18), ο ρυθμός των Σφιγγών και των Λιονταριών (εικ. 19-20), οι ρυθμοί των Κυλίκων των Ζώων, και οι ρυθμοί της Κύλικας και των Κωμαστών αντιπροσωπεύονται από πλήθος αγγείων που έχουν βρεθεί στη Χίο, αλλά και στην αποικία της Ναυκράτεως στην Αίγυπτο. Το σχήμα αγγείου για το οποίο η Χίος φημίζεται αυτήν την περίοδο είναι η χιακή κύλικα, την εξέλιξη της οποίας παρακολουθεί κανείς ως τους ελληνιστικούς χρόνους (εικ. 21).
Παρά την καταστροφή και την περσική επικυριαρχία η Χίος γρήγορα ανέκτησε την οικονομική της ευημερία. Μετά τη ναυμαχία της Μυκάλης, που σήμανε ουσιαστικά το τέλος των Περσικών πολέμων, η Χίος, όπως και οι άλλες ελληνικές πόλεις, εξεδίωξε τον τύραννο Στράττι και την περσική φρουρά, και ανεξάρτητη και αφορολόγητη, εντάσσεται στην Αθηναϊκή Συμμαχία το 478 π.Χ. Οι Χίοι επιδίδονται και πάλι στο διαμετακομιστικό εμπόριο και αναδεικνύονται «πλουσιωτάτοι των Ελλήνων», όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης. Διοχετεύουν στις αγορές τα δικά τους αγροτικά προϊόντα και τον περίφημο χιακό οίνο, που μεταφέρουν με τους χιώτικους αμφορείς, εργαστήρια παραγωγής των οποίων έχουν ανασκαφεί σε διάφορα σημεία στην πόλη της Χίου.
Με την τέχνη της αμπελουργίας, την τόσο διαδεδομένη στη Χίο κατά την αρχαιότητα, σχετίζονται και οι τοπικοί μύθοι του νησιού, που θέλουν το γιο του Διονύσου, τον Οινοπίωνα, πρώτο βασιλιά και οικιστή. Πηγές για τις παραδόσεις αυτές αποτελούν ο Ψευδοαπολλόδωρος και ο Διόδωρος ο Σικελός. Ο μύθος λέει ότι ο Διόνυσος έστειλε το γιο του να διδάξει στους Χίους την τέχνη της αμπελουργίας και της παραγωγής του κρασιού και να διαδώσει τη λατρεία του θεού. Με τους τοπικούς αυτούς μύθους σχετίζεται και η Σφίγγα, φύλακας του τάφου του Οινοπίωνα, προστάτιδα της πόλης και διαχρονικό σύμβολο της Χίου. Η παρουσία της στον εμπροσθότυπο των νομισμάτων (εικ. 22) με το απλωμένο πόδι της επάνω στο χιακό οξυπύθμενο αμφορέα ή στην πλώρη πλοίου ή κρατώντας τσαμπί σταφύλι, δηλώνει ιερή προστασία και συμμετοχή στις σημαντικές χιακές δραστηριότητες (σημ. 10).
Διαδεδομένη λατρεία της Αφροδίτης, κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, αποδεικνύουν επίσης έργα γλυπτικής και κοροπλαστικής που έχουν βρεθεί στο νησί (εικ. 23). Το φίδι που συχνά συναντάμε ως κόσμημα της θεάς, γνωστό χθόνιο σύμβολο, τονίζει τη σχέση της με τη γονιμότητα της γης. Ο διασημότερος όμως ακόλουθός της ήταν ο Έρωτας, ο φτερωτός θεός της αγάπης, που όταν χτυπούσε με τα βέλη του δύο ανθρώπους, αυτοί ερωτεύονταν παράφορα. Το 1964 ο αείμνηστος Αντ. Στεφάνου, έκτακτος Επιμελητής Αρχαιοτήτων, είχε περισυλλέξει από τη συνοικία Ριζάρι, στην πόλη της Χίου, ειδώλια φτερωτών Ερώτων, με λευκό επίχρισμα και ίχνη από τους αρχικούς ζωηρούς χρωματισμούς του γαλάζιου, του ρόδινου και του χρυσού, που ξεχωρίζουν για τη λεπτότητά τους (εικ. 24). Στον ίδιο αποθέτη βρέθηκαν μικρές πλαγγόνες, στον τύπο των ιερόδουλων (εικ. 25), ευρήματα που μαρτυρούν την ύπαρξη στην περιοχή ιερού της Αφροδίτης. Τα τελευταία αυτά ειδώλια παραπέμπουν στη λεγόμενη ιερή πορνεία. Τα παραπάνω ειδώλια αποτελούν έργα ενός τοπικού εργαστηρίου κοροπλαστικής, που έχει επηρεαστεί έντονα από το αντίστοιχο εργαστήριο της Μύρινας στη Μ. Ασία, με το πλούσιο θεματολόγιο στο οποίο πρωταρχική θέση έχουν τα ειδώλια θεών και κυρίως της Αφροδίτης, ειδώλια ερωτιδέων, χορευτριών, τραγικών προσωπείων κ.ά.
Κι αν τα γλυπτά, τα ειδώλια, τα αγγεία και τα κάθε λογής αντικείμενα αποτελούν τα χειροπιαστά τεκμήρια του δημόσιου και ιδιωτικού βίου των ανθρώπων, μεταφέροντας κάτι από την αύρα αυτών που τα κατασκεύασαν, τα χρησιμοποίησαν ή τα ανάθεσαν ως δώρα στους θεούς τους, σημαντικότατη πηγή πληροφοριών σε συνδυασμό με τα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων αποτελούν οι επιγραφές.
Είναι ευτύχημα ότι στη Χίο έχει βρεθεί πλήθος επιγραφών, που μας προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για το ιστορικό παρελθόν του νησιού (σημ. 11). Στο σύνολό τους σχεδόν, έχουν περισυλλεγεί από τους λόγιους Χίους και Επιμελητές Αρχαιοτήτων, Κων/νο Κανελλάκη, Γεώργιο Ζολώτα, Χρήστο Σαρικάκη και Αντώνιο Στεφάνου. Σε αυτές βρίσκουμε στοιχεία για την αρχαία διάλεκτο του νησιού, την πολιτική και φυλετική οργάνωση, τη λατρεία διαφόρων θεοτήτων, τις σχέσεις της Χίου με άλλες πόλεις-κράτη και με τα ελληνιστικά βασίλεια.
Έτσι γνωρίζουμε ότι κατά τους αρχαϊκούς και πρώιμους κλασικούς χρόνους υπήρχαν στη Χίο Βουλή δημοσίη και Βασιλεύς, ότι στη Χίο, όπως και σε άλλες πόλεις υπήρχε ο θεσμός της προξενίας, της αναγνώρισης δηλαδή σε ξένους του δικαιώματος της επίσημης εκπροσώπησης της πόλεως ενώπιον των αρχών της πατρίδας τους, ότι δικαστές από την Άνδρο και τη Νάξο κλήθηκαν από τον Δήμο των Χίων, περί το 320 π.Χ., να εκδικάσουν εκκρεμείς υποθέσεις πολιτών. Οι επιγραφές επιδόσεων, δηλαδή χρηματικών εισφορών των πολιτών της Χίου για την καλύτερη οχύρωση της πόλης, παραπέμπουν στις περιπέτειες που γνώρισε η Χίος κατά καιρούς, με την αποστασία της π.χ. από την Αθηναϊκή Συμμαχία, το 412 π.Χ. ή την πολιορκία της πόλεως από τον Φίλιππο τον Ε΄ της Μακεδονίας, το 201 π.Χ.
Από τις σημαντικότερες και σπανιότερες επιγραφές είναι τα κείμενα δύο επιστολών του Μεγάλου Αλεξάνδρου προς τον Δήμο των Χίων, που χρονολογούνται το 332 π.Χ. Την περίοδο αυτή συντάραξαν τη Χίο έντονες πολιτικές διαμάχες μεταξύ των φιλικών προς τη Μακεδονία δημοκρατικών και των ολιγαρχικών, που ήταν υποστηρικτές της Περσίας. Το 334 π.Χ., όταν ο Αλέξανδρος αναχωρούσε από την Πέλλα για τη μεγάλη του εκστρατεία, την εξουσία στη Χίο κατείχε μια φιλοπερσική ομάδα ολιγαρχικών, που διευκόλυνε την εγκατάσταση στο νησί περσικής φρουράς. Τότε ο Αλέξανδρος αναδείχθηκε ρυθμιστής των πολιτικών πραγμάτων της Χίου.
Η Α΄ επιστολή είναι διάγραμμα, δηλαδή διαταγή, με την οποία ο βασιλεύς απαιτεί την επάνοδο των πολιτικών εξορίστων, αποκαθιστά το δημοκρατικό πολίτευμα και διατάσσει την εκλογή νομοθετών, οι οποίοι θα συντάξουν νέους νόμους και θα διορθώσουν τους παλαιούς. Καθορίζει επίσης τις υποχρεώσεις των Χίων προς τον ίδιο και επιβάλλει την παραμονή μακεδονικής φρουράς στο νησί, όσο είναι αναγκαίο (εικ. 26).
Την ίδια χρονιά και αμέσως μετά την προηγούμενη, πρέπει να στάλθηκε η Β΄ επιστολή, που αναφέρεται στις δίκες των φιλοπερσών προδοτών. Και ενώ πρόκειται για επιστολή δημόσιου χαρακτήρα, ο Αλέξανδρος ζητά από τον Δήμο των Χίων να δείξουν επιείκεια σε ένα φίλο του που εκατηγορείτο για φιλοπερσική στάση, προβάλλοντας τη δράση του υπέρ του Δήμου (εικ. 27).
Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής επικυριαρχίας, η Χίος διατηρεί φιλικές σχέσεις με τη Ρώμη και ανακηρύσσεται ελεύθερη και αφορολόγητη, όπως γνωρίζουμε από επιγραφικές και φιλολογικές μαρτυρίες. Η συλλογή ρωμαϊκών πορτρέτων του Μουσείου, που αποτελούν εξαίρετα δείγματα της ρωμαϊκής, αυτοκρατορικής και ιδιωτικής, προσωπογραφίας (εικ. 28) έρχεται να επιβεβαιώσει το γεγονός αυτό. Προέρχονται από τη σωστική ανασκαφή οικοπέδου στον Άγ. Ιακώβο στο κέντρο της πόλης, εκεί που τοποθετείται η αγορά των ρωμαϊκών χρόνων. Σε κλειστό αποθέτη που σφράγιζε δημόσιο κτήριο βρέθηκαν θαμμένα τα πορτρέτα αυτά, μαζί με κεφαλές θεών και άγαλμα Νίκης (σημ. 12) (εικ. 29). Από την ίδια θέση, από υστερορωμαϊκό, δημόσιο πιθανότατα, κτίριο, προέρχονται και τα ψηφιδωτά δάπεδα που εκτίθενται στον προθάλαμο του Μουσείου με παραστάσεις κυνηγιού (σημ. 13) (εικ. 30).
Τις προόδους της ιατρικής κατά τους ιστορικούς χρόνους και τη βαθιά τεχνογνωσία που διέθεταν οι αρχαίοι γιατροί, με κορυφαίο τον Ιπποκράτη, απηχεί η περίπτωση του τρυπανισμού της Χίου (σημ. 14) (εικ. 31) που χρονολογείται στο 2ο αι. π.Χ. και αποτελεί μια από τις λίγες γνωστές περιπτώσεις στον ελλαδικό χώρο, αλλά και παγκοσμίως. Πρόκειται για το κρανίο ενός ενήλικα άνδρα, τον τάφο του οποίου είχα την τύχη να ανασκάψω το έτος 2003, ο οποίος υπέστη χειρουργική επέμβαση μετά από κρανιακό κάταγμα, αλλά επέζησε, άγνωστο για πόσα χρόνια, αυτής της περιπέτειας. Στα Ιατρικά του Ιπποκράτη περιγράφεται αναλυτικά η μεθοδολογία της κρανιοανάτρησης, όπως ονομάζεται η συγκεκριμένη επέμβαση, και δίνονται μάλιστα οδηγίες για την μετεγχειρητική θεραπεία των ασθενών.
Ο άνθρωπος είναι, ήταν και θα είναι μια φιγούρα τραγική. Γεννιέται, ζει, δημιουργεί, ερωτεύεται, αγωνίζεται, φοβάται, ελπίζει, γνωρίζοντας ότι η μοίρα του είναι ο θάνατος. Στα πρόσωπα και τη στάση των νεκρών στις επιτύμβιες στήλες που αποχαιρετούν αγαπημένα τους πρόσωπα καθρεφτίζεται η θλίψη της αναχώρησης για το τελευταίο ταξίδι τους, ενώ η χειραψία μαρτυρεί την αδιάσπαστη ενότητα των δύο κόσμων, προσδίδοντας μια φιλοσοφική οπτική στα έργα αυτά (εικ. 32). Σε άλλες στήλες μαρτυρούνται οι ενασχολήσεις των νεκρών εν ζωή, όπως σ’ αυτές τις στήλες γεωργών (εικ. 33), ενώ στα νεκρόδειπνα (εικ. 34), που από τον 4ο αι. π.Χ. και εξής χρησιμοποιούνται ως επιτύμβια, βλέπουμε τον αφηρωϊσμένο πια νεκρό σε κεντρική θέση, να συμμετέχει στο δείπνο που γίνεται προς τιμήν του από τους συγγενείς του.
Ο πόνος της μάνας που χάνει το μονάκριβο παιδί της δεν γνωρίζει εποχές, είναι πάντα το ίδιο βαθύς και αποτυπώνεται με τον πιο συγκινητικό τρόπο στα κτερίσματα των παιδικών τάφων, όπως στον εγχυτρισμό σε χιώτικο αμφορέα ενός παιδιού με τα παιχνίδια του. Η μικρή αγελάδα και τα θήλαστρα έχουν τοποθετηθεί για να μην του λείψει το γάλα, που δεν μπορεί πια να του προσφέρει η μητέρα του (εικ. 35).
Τα κτερίσματα, σε όποιον κι αν ανήκαν, άνδρα ή γυναίκα, αθλητή, ταπεινό εργάτη, ανώνυμο ή επώνυμο, φτωχό ή πλούσιο (εικ. 36-38), κουβαλάνε μαζί τους κάτι από την αύρα των ανθρώπων που τα άγγιξαν κι έζησαν πριν από μας, σε χρόνους που σήμερα φαντάζουν μακρινοί, ανθρώπων όμως σαν και μας, που το παρελθόν τους, τα λάθη τους, τα ανδραγαθήματά τους, η ιστορία που έγραψαν μπορούν να μας διδάξουν. Γιατί η ψυχή των ανθρώπων τελικά δεν αλλάζει. Και ας μην ξεχνάμε πως ό,τι πράττουμε όσο ζούμε, ατομικά ή συλλογικά, ό,τι κληροδοτήσουμε σ’ αυτούς που θα μας διαδεχθούν, θα καθορίσουν το αν τα καταφέραμε ή όχι να τιμήσουμε την παρουσία μας σε τούτο τον κόσμο και το πώς οι απόγονοί μας θα μας θυμούνται.
Δέσποινα Α. Τσαρδάκα
Αρχαιολόγος, Εφορεία Αρχαιοτήτων Χίου