Την ολοκλήρωση της ερευνητικής περιόδου του 2015 στον αρχαιολογικό χώρο του ελληνιστικού-ρωμαϊκού θεάτρου της Νέας Πάφου, από την Αποστολή του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, ανακοίνωσε το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου. Η Αυστραλιανή Αποστολή, που ανασκάπτει τη θέση αυτή εδώ και δύο δεκαετίες, τον Σεπτέμβριο του 2015 διεξήγαγε επισκόπηση και χαρτογράφηση των καταλοίπων των ρωμαϊκών κιονοστοιχιών της αρχαίας πόλης.
Η ανασκαφική ομάδα έχει μέχρι στιγμής αποκαλύψει το αρχαιότερο θέατρο της Κύπρου το οποίο χρησιμοποιείτο ως χώρος παραστάσεων και άλλων θεαμάτων από το 300 π.Χ. μέχρι την τελική του καταστροφή από σεισμούς το 365 μ.Χ. Οι πιο πρόσφατες ανασκαφές επιχειρούν να κατανοήσουν τη θέση του αρχαίου θεάτρου εντός του ευρύτερου αστικού ιστού της πόλης, κυρίως μέσω της διερεύνησης των γύρω κτιρίων, μεταξύ των οποίων και ένα νυμφαίο του 2ου αι. μ.Χ.
Παλαιότερες ανασκαφές της Αυστραλιανής Αποστολής στα νότια του θεάτρου είχαν αποκαλύψει έναν λιθόστρωτο ρωμαϊκό δρόμο, πλάτους περίπου 8,40 μ., ο οποίος λειτουργούσε ως ο κύριος δρόμος πρόσβασης στο θέατρο και στο νυμφαίο. Η ανασκαφική ομάδα εκτιμά ότι ο δρόμος αυτός θα λειτουργούσε ως κεντρική οδική αρτηρία της αρχαίας πόλης και θα οδηγούσε στη ΒΑ πύλη που παραμένει αδιερεύνητη. Η παρουσία του δρόμου αυτού επιβεβαιώνει ότι η αρχαία Νέα Πάφος είχε οικοδομηθεί βάσει του τυπικού ιπποδάμειου ελληνιστικού πολεοδομικού συστήματος. Η αποκάλυψη μεγάλου αριθμού τμημάτων από γρανιτένιους κίονες στο χώρο του θεάτρου (περισσότερα από τριάντα τμήματα έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα) επιβεβαιώνει ότι ο δρόμος αυτός ήταν εξαιρετικής σημασίας. Οι κίονες πιθανόν να είχαν εισαχθεί στο νησί για την κατασκευή κιονοστοιχιών κατά μήκος των κύριων δρόμων σε όλη τη ρωμαϊκή πόλη.
Οι κίονες είναι λαξευμένοι σε γρανίτη από την Τρωάδα της σημερινής Τουρκίας, γεγονός που αντανακλά τις εμπορικές δραστηριότητες που αφορούσαν οικοδομικά υλικά τα οποία προορίζονταν για μνημειακά οικοδομήματα κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Οι γρανιτένιοι κίονες από την Τρωάδα είναι γνωστοί σε όλη τη Μεσόγειο. Συνεπώς, δεν μας εκπλήσσει το ότι η Νέα Πάφος, ως η πρωτεύουσα της Κύπρου κατά την περίοδο αυτή, θα κοσμείτο με αρχιτεκτονικά στοιχεία που θα φανέρωναν τη ρωμαϊκή δημόσια τάξη.
Κατά την επισκόπηση καταγράφηκαν 167 τμήματα από γρανιτένιους κίονες που εντοπίστηκαν επιφανειακά. Όλα τα τμήματα βρέθηκαν σε δεύτερη χρήση. Πολλά είχαν επαναχρησιμοποιηθεί για την ανοικοδόμηση μεταγενέστερων κτιρίων, όπως είναι το Φρούριο που είναι γνωστό σαν Σαράντα Κολόνες και η Παλαιοχριστιανική Βασιλική της Χρυσοπολίτισσας. Άλλα τμήματα αποτέλεσαν οικοδομικό υλικό για νεότερους τοίχους, βρύσες και κήπους. Η ομάδα κατέγραψε κάθε τμήμα κίονα με λεπτομέρεια όπως και το ακριβές σημείο ανεύρεσής του με τη χρήση Total Station και GPS. Οι συντεταγμένες αυτές τοποθετήθηκαν σε χάρτη από τον οποίο συμπεραίνεται ότι υπήρχαν δύο βασικοί άξονες στους οποίους βρέθηκαν τα τμήματα κιόνων. Όσα τμήματα δεν εντοπίστηκαν στους άξονες αυτούς είναι γιατί είχαν μετακινηθεί για την ανέγερση συγκεκριμένων κτιρίων.
Μπορούμε συνεπώς να υπολογίσουμε ότι δρόμος με κιονοστοιχίες ξεκινούσε από το λιμάνι της Πάφου, με κατεύθυνση Β-Ν και ότι ο λιθόστρωτος δρόμος στην περιοχή του θεάτρου ήταν επίσης με κιονοστοιχίες και αντιπροσώπευε τον βασικό δρόμο της Νέας Πάφου με κατεύθυνση Α-Δ, από την πύλη της αρχαίας πόλης προς το σημερινό αρχαιολογικό πάρκο.
Αναμένεται ότι οι μελλοντικές ανασκαφές του δρόμου στα νότια του θεάτρου θα αποκαλύψουν περισσότερα θραύσματα κιόνων, ενώ τυχόν ανακάλυψή τους στη θέση τους (in situ) θα φανερώσει τις μεταξύ τους αποστάσεις. Η επισκόπηση των κιόνων έχει αποκαλύψει ότι μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες: τους μικρότερου μεγέθους που έχουν βρεθεί κυρίως στην περιοχή του θεάτρου, τους μεσαίου μεγέθους, με ύψος περίπου 16 ρωμαϊκά πόδια (περίπου 4,6 μ.) και τους μεγάλου μεγέθους, με ύψος περίπου 24 ρωμαϊκά πόδια (πέραν των 7 μ.).
Παρόλο που οι φετινές έρευνες έχουν επιτρέψει στην αρχαιολογική αποστολή να προβεί σε συμπεράσματα σχετικά με τη γενική πορεία των κιονοστοιχιών, παραμένουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα που σχετίζονται με το χαρακτήρα της πρόσοψης του δρόμου και τη χρονολόγηση της ανοικοδόμησης των κιονοστοιχιών. Υπάρχουν εντούτοις ενδείξεις ότι η ανοικοδόμηση έγινε κατά τον 2ο αι. μ.Χ.
Εκτός από την επισκόπηση των κιόνων, η ομάδα προχώρησε και στην καταγραφή της περιοχής του θεάτρου με εναέρια φωτογράφιση (pole photography) και με τη χρήση προγραμμάτων φωτογραμμετρίας. Ως εκ τούτου πέραν των δύο χιλιάδων φωτογραφιών ενώθηκαν ψηφιακά για να αποδώσουν υψηλής ανάλυσης τρισδιάστατη απεικόνιση του θεάτρου και των περιοχών γύρω από το λόφο της Φάμπρικας.