Έπειτα από έρευνες που διήρκεσαν έναν αιώνα, αρχαιολόγοι ανακοίνωσαν ότι βρήκαν τα απομεινάρια ενός φρουρίου της Ελληνιστικής περιόδου, το οποίο αποτελούσε κάποτε κέντρο εξουσίας στην Ιερουσαλήμ και οχυρό για την αντιμετώπιση μιας εβραϊκής εξέγερσης που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη, στο βιβλίο των Μακκαβαίων.
Οι ερευνητές συζητούσαν εδώ και καιρό για τη θέση του οχυρού της Άκρας, που οικοδομήθηκε πριν από περισσότερο από 2.000 χρόνια από τον Αντίοχο Επιφανή, βασιλιά της δυναστείας των Σελευκιδών, κατά την Ελληνιστική περίοδο. Πολλοί υποστήριζαν πως βρισκόταν εκεί όπου βρίσκεται τώρα η Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ, σε σημεία όπως ο Ναός του Παναγίου Τάφου ή η κορυφή του λόφου όπου βρίσκονταν άλλοτε οι δύο εβραϊκοί ναοί και όπου βρίσκεται τώρα το συγκρότημα του τεμένους Αλ Άκσα.
Όμως, τα απομεινάρια που βρέθηκαν στη διάρκεια των ανασκαφών της Ισραηλινής Αρχής Αρχαιοτήτων βρίσκονται εκτός των τειχών και δεσπόζουν σε μια κοιλάδα προς νότο, περιοχή στην οποία, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, είχε επικεντρωθεί η κατασκευή της Ιερουσαλήμ επί του βιβλικού βασιλιά Δαβίδ.
Ο Αντίοχος, ο οποίος έζησε από το 215 έως το 164 π.Χ., επέλεξε το σημείο για την οικοδόμηση της Άκρας ώστε να εξασφαλίζει τον έλεγχο της πόλης και την παρακολούθηση της δραστηριότητας στον εβραϊκό ναό, λέει ο Ντόρον Μπεν-Άμι, ο οποίος ηγήθηκε της ανασκαφής. Με μήκος που υπολογίζεται σε 250 μέτρα και 60 μέτρα πλάτος, το οχυρό δέσποζε στην περιοχή.
Κάτω από την επιφάνεια που πριν από μια δεκαετία ήταν ένας ασφαλτοστρωμένος χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων, η ομάδα του Μπεν-Άμι ανάσκαψε επιμελώς έναν τεχνητό λόφο αποτελούμενο από στρώματα γης που άφησαν πίσω τους διαδοχικοί πολιτισμοί.
Σε ένα σημείο ανακάλυψαν λίθους από τμήμα ενός μεγάλου τείχους, τη βάση ενός πύργου και ένα κεκλιμένο αμυντικό ανάχωμα, κοντά στα οποία βρέθηκαν τεχνουργήματα, όπως νομίσματα και χερούλια από κούπες κρασιού, που χρονολογούνται από την εποχή του Αντίοχου.
Βρέθηκαν, επίσης, βλήματα σφεντόνας από μολύβι και αιχμές βελών από χαλκό από την ίδια περίοδο, ίσως από μάχες ανάμεσα στις προελληνιστικές δυνάμεις και Εβραίους αντάρτες που προσπαθούσαν να καταλάβουν το οχυρό.
«Πρόκειται για ένα σπάνιο παράδειγμα για το πώς πέτρες, νομίσματα και χώμα μπορούν να συμβάλουν σε μια ενιαία αρχαιολογική αφήγηση που αφορά συγκεκριμένες ιστορικές πραγματικότητες της πόλης της Ιερουσαλήμ», δήλωσε ο Μπεν-Άμι.
Η θέση της Άκρας αναφέρεται αόριστα σε τουλάχιστον δύο αρχαία κείμενα: το Βιβλίο των Μακκαβαίων που εξιστορεί την εξέγερση και ένα κείμενο του ιστορικού Φλάβιου Ιώσηπου. Ιστορικοί αφηγούνται πώς οι αντάρτες, με επικεφαλής τον Ιούδα τον Μακκαβαίο, ανακατέλαβαν την Ιερουσαλήμ από τους Έλληνες, μια νίκη που σηματοδότησε την εβραϊκή εορτή Χάνουκα. Όμως, η Άκρα άντεξε έως ότου οι αντάρτες, υπό τον αδελφό του Ιούδα, Σίμωνα, την πολιόρκησαν αργότερα και υποχρέωσαν τους υπερασπιστές της να παραδοθούν.