Μέσα στο επιβλητικό ορεινό φυσικό περιβάλλον της κοιλάδας Φενεού, στις ανατολικές υπώρειες του νότιου λοφίσκου της ακρόπολης, σε υψόμετρο 750 μ., τοποθετείται το Ασκληπιείο της Αρχαίας Φενεού.
Η αείμνηστη Ε. Πρωτονοταρίου-Δεϊλάκη ξεκίνησε το 1958 την ανασκαφική έρευνα του ιερού φέρνοντας στο φως μεγάλο τμήμα του. Από το 2007 έως το 2014, η αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων Κορινθίας πραγματοποίησε σταδιακά στο Ασκληπιείο εργασίες ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου, αποτύπωσης και τεκμηρίωσης των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, καθώς και μικρές δοκιμαστικές τομές για τη διασαφήνιση των πορισμάτων της παλαιότερης έρευνας. Το Σεπτέμβριο του 2015 ολοκληρώθηκε η πρώτη περίοδος του συστηματικού ανασκαφικού προγράμματος της ΕΦΑ Κορινθίας, υπό τη διεύθυνση του Προϊσταμένου της, Κωνσταντίνου Κίσσα, καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας, με τη συμμετοχή του καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας Torsten Mattern, από το Πανεπιστήμιο του Trier της Γερμανίας.
Η κύρια φάση του ιερού τοποθετείται στο β’ μισό του 2ου αι. π.Χ. Στο κεντρικό Δωμάτιο Β είχε αποκαλυφθεί ενεπίγραφο βάθρο, πάνω στο οποίο έστεκε σύνταγμα ακρόλιθων αγαλμάτων του Ασκληπιού και της Υγείας, που φιλοτεχνήθηκαν από τον Αθηναίο γλύπτη Άτταλο την περίοδο κατά την οποία ιερατικά καθήκοντα ασκούσε ο Θηρίλαος, γιος του Ηρωίδα. Ο θεός αποδιδόταν καθιστός σε μέγεθος τριπλάσιο του φυσικού, ενώ η θυγατέρα του έστεκε όρθια δίπλα του, σε διπλάσιο του φυσικού μέγεθος. Το κέντρο της αίθουσας καταλάμβανε ψηφιδωτό δάπεδο με γεωμετρικά σχήματα, πλοχμούς, ταινίες και μαιάνδρους.
Στο Δωμάτιο Α, βόρεια του προηγούμενου, αποκαλύφθηκε βάθρο στο οποίο αρχικά έστεκαν δύο χάλκινα αγάλματα που αντικαταστάθηκαν αργότερα από ένα λίθινο. Μπροστά στο βάθρο είχε τοποθετηθεί μαρμάρινη τράπεζα προσφορών με πόδια που απολήγουν σε λεοντοπόδαρα.
Το Δωμάτιο Γ, νότια του Δωματίου Β, παρουσιάζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, καθώς δεν διαθέτει κατώφλι εισόδου ή κάποια άλλη σχετική διαμόρφωση, αλλά αντίθετα στο βορειοανατολικό του άκρο σχηματίζεται παράθυρο, καθιστώντας δυσερμήνευτη προς το παρόν τη λειτουργία του στο πλαίσιο του Ασκληπιείου.
Έμπροσθεν των ανωτέρω δωματίων αναπτύσσεται περιστύλιο ιωνικού ρυθμού και υπαίθρια αυλή, τα οποία ωστόσο στο παρελθόν είχαν ερευνηθεί αποσπασματικά.
Κατά τη διάρκεια της φετινής ανασκαφικής περιόδου, διαπιστώθηκε ότι το περιστύλιο έχει κάτοψη σχήματος «Π» με μετακιόνιο διάστημα 2.30 μ. Επιπλέον, επιβεβαιώθηκε η πορεία των τοίχων του περιστυλίου και της υπαίθριας αυλής και αποκαλύφθηκε ότι η είσοδος στο ιερό επιτυγχανόταν από τα ανατολικά μέσω ράμπας. Δευτερεύουσα είσοδος υπήρχε στα βόρεια, κατά μήκος του αντίστοιχου τοίχου της αυλής.
Από τη μέχρι στιγμής ανάλυση των δεδομένων της παλαιάς ανασκαφής, των δοκιμαστικών τομών και των καθαρισμών της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κορινθίας αλλά και της φετινής, πρώτης περιόδου της συστηματικής ανασκαφής, διαπιστώνονται στο Ασκληπιείο αλλεπάλληλες οικοδομικές φάσεις. Η αρχική φάση του ιερού, που ήταν πολύ μικρότερο σε μέγεθος, χρονολογείται στο β’ μισό του 4ου αι. π.Χ. Η κύρια φάση του Ασκληπιείου, στο β’ μισό του 2ου αι. π.Χ., χαρακτηρίζεται από την πλήρη ανακατασκευή της κεντρικής αίθουσας και την τοποθέτηση των λατρευτικών αγαλμάτων, τη λειτουργία του βορείου δωματίου ως εστιατορίου και την κατασκευή του ιωνικού περιστυλίου. Σε αυτή τη φάση, οι τοίχοι των δωματίων αλλά και του περιστυλίου ήταν επιχρισμένοι με κονίαμα ποικίλων χρωμάτων, ενώ εντυπωσιακή ήταν και η πήλινη σίμη με τις πολύχρωμες λεοντοκέφαλες υδρορροές.
Το ιερό καταστρέφεται, πιθανώς από σεισμό, στο β’ μισό του 1ου αι. μ.Χ. και όταν ανακατασκευάζεται, μετατρέπεται σε χώρο αυτοκρατορικής λατρείας με επίκεντρο το βόρειο δωμάτιο, όπου τοποθετούνται δύο λατρευτικά αγάλματα αυτοκρατόρων και μαρμάρινη τράπεζα προσφορών.
Αξίζει ιδιαιτέρως να σημειωθεί ότι η χρήση του χώρου ανιχνεύεται ήδη από τη Μεσοελλαδική και την Υστεροελλαδική περίοδο, ενώ κατά τη διάρκεια της παλαιάς ανασκαφής εντοπίστηκαν τμήματα κατασκευών που χρονολογούνται περί τα τέλη του 7ου-αρχές του 6ου αι. π.Χ.