Σκαρφαλωμένα στις πλαγιές του φαραγγιού μέσα από το οποίο περνάει ο Λούσιος ποταμός βρίσκονται τα ερείπια βιοτεχνικών εγκαταστάσεων που χρονολογούνται από τον 16ο αιώνα. Τρία απ’ αυτά τα εγκαταλελειμμένα κτίσματα επέλεξε το Πολιτιστικό Ίδρυμα του Ομίλου Πειραιώς για να δημιουργήσει στο Μαραδοχώρι, ανατολικά της Δημητσάνας, το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης. Το Μουσείο, αναπαριστώντας τη ζωή στο φαράγγι, συμβάλλει στη γνώση και στην κατανόηση της τεχνολογίας και του τρόπου παραγωγής και τεκμηριώνει τη «μακρά διάρκεια» των παραδοσιακών κοινωνιών του τόπου μας. [Ασπασία Λούβη].
Στο χώρο του μουσείου δεν έχουν ανακατασκευαστεί τρεις υδροκίνητες μηχανές: το μαντάνι, το νεροπρίονο και το λιοτρίβι.
Το μαντάνι (ή μπαντάνι), που λειτουργούσε στη Γαλλία ήδη από τον 11ο αιώνα και χρησίμευε στην κατεργασία των μάλλινων υφασμάτων με κτυπήματα, ήταν μηχανή εξ ολοκλήρου ξύλινη, τοποθετημένη σε φυσική πλαγιά για να διευκολύνεται η κατασκευή της κρέμασης. Πρόκειται για σκελετό, από το πάνω μέρος του οποίου κρέμονται συνήθως τέσσερα κοπάνια. Αυτά, κινούμενα παλινδρομικά, κτυπούν τα μουσκεμένα υφάσματα σε κοίλωμα (κορίτα) σκαλισμένο σε χοντρό, οριζόντια τοποθετημένο κορμό, ή (πιο σπάνια) μαρμάρινη γούρνα.
Η μικρή όρθια φτερωτή, που βρισκόταν έξω από την κυρίως κατασκευή και στο κατώτερο σημείο της, γύριζε τον οριζόντιο εκκεντροφόρο άξονα από τον οποίο προεξείχαν σφήνες (έκκεντρα). Με την περιστροφή, τα έκκεντρα σκάλωναν σε αντίστοιχες προεξοχές που κρέμονταν από τα κοπάνια και τα απομάκρυναν από την κατακόρυφη θέση τους. Όταν οι σφήνες του άξονα τα άφηναν ελεύθερα, επέστρεφαν με ορμή, και ακολουθούσε η κρούση τους.
Τα μαντάνια συνήθως αποτελούσαν τμήμα υδροκίνητων συγκροτημάτων στα οποία περιλαμβάνονταν νεροτριβές και αλευρόμυλοι με τον ίδιο χειριστή-μυλωνά.
Το νεροπρίονο δεν αποτελούσε μόνιμη εγκατάσταση. Το συναρμολογούσαν εκεί όπου υλοτομούσαν κάθε φορά, μεταφέροντας τα εξαρτήματά του (φτερωτή, πριόνι, στρόφαλο κ.ά.) και κατασκευάζοντας νέα βάση. Η θέση που επέλεγαν βρισκόταν πάντοτε σε πλαγιά με μεγάλη κλίση, ώστε να μεταφέρονται οι κορμοί, με ολίσθηση πάνω σε κατρακύλια ή ξυλόδρομους, αλλά και να τοποθετούνται με τη σωστή γωνία τα βαγένια της υδατόπτωσης, τα οποία οδηγούσαν το νερό στην όρθια, ξύλινη, μικρή φτερωτή.
Οι μηχανισμοί ήταν δύο: ο κινητικός του πριονιού και ο προωθητικός του κορμού που θα σχιζόταν. Και οι δύο ήταν στερεωμένοι στην ντάνα, βάση την οποία αποτελούσαν σειρές από δύο-τρία κομμάτια χοντρών κορμών, τοποθετημένες σταυρωτά η καθεμιά ως προς την από κάτω.
Η φτερωτή περιέστρεφε τον οριζόντιο άξονα στο κάτω μέρος της ντάνας και αυτός, μέσω μεταλλικού στρόφαλου (άξονα), έδινε κατακόρυφη παλινδρομική κίνηση στο πλαίσιο του όρθιου πριονιού, το οποίο έσχιζε κατά μήκος τον σταδιακά προωθούμενο κορμό.
Η έλλειψη ορεινών δρόμων, που καθιστούσε αδύνατη τη μεταφορά μεγάλων κορμών, ήταν ένας από τους βασικούς λόγους ανάπτυξης των εγκαταστάσεων νεροπρίονων στα ελληνικά δάση. Αυτά κυρίως παρήγαν την εγχώρια πριστή (πριονιστή) ξυλεία έως την εμφάνιση και επικράτηση των πετρελαιοκίνητων μηχανών.
Το υδροκίνητο λιοτρίβι, που αντικατέστησε το ζωοκίνητο, είναι εφεύρεση της βιομηχανικής εποχής. Προϋπόθεση λειτουργίας του είναι η ροή μεγάλης ποσότητας νερού που περιστρέφει την όρθια φτερωτή σε εγκαταστάσεις παραγωγής λαδιού.
Η κίνηση στα υδροκίνητα λιοτρίβια μεταδιδόταν από τον άξονα της φτερωτής σε όρθιο οδοντωτό τροχό που γύριζε οριζόντιο γρανάζι. Το γρανάζι, μέσω του άξονά του, περιέστρεφε τις μυλόπετρες που ήταν συνδεδεμένες με αυτό. Σε αυτά τα εξελιγμένα λιοτρίβια τα έως τότε ξύλινα πιεστήριά τους με τη βίδα τους μετατράπηκαν σε σιδερένια.
Παράλληλα με το υδροκίνητο λιοτρίβι, εξακολούθησαν να λειτουργούν, απαράλλακτες από τα αρχαία χρόνια, και μάλιστα σε μεγαλύτερη έκταση, ζωοκίνητες ή χειροκίνητες εγκαταστάσεις μικρής παραγωγικής ικανότητας. [Στέφανος Νομικός].
Πηγή: Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης. Οδηγός, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2009.