Μικρό νησάκι σήμερα στο Εσωτερικό Αρχιπέλαγος του Ιονίου, ο Κυθρός δεν περιβαλλόταν πάντα από νερό. Πριν από δεκάδες χιλιάδες χρόνια, σε περιόδους υποχώρησης της θαλάσσιας στάθμης, η ακατοίκητη, σήμερα, νησίδα ήταν ενωμένη με την ηπειρωτική Ελλάδα, τη Λευκάδα και το Μεγανήσι.
Επιπλέον, δεν ήταν έρημος τόπος. Όπως δείχνουν τα απολιθωμένα οστά ζώων και τα λίθινα εργαλεία, ευρήματα που είδαν το φως κατά τις πρόσφατες ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν σε κατακρημνισμένο σπήλαιο με κατάλοιπα της Παλαιολιθικής εποχής στον αιγιαλό του Κυθρού, η περιοχή κατοικούνταν από κυνηγούς – τροφοσυλλέκτες.
«Η δουλειά μας στον Κυθρό αποτελείται από δύο μέρη. Την αμιγώς αρχαιολογική έρευνα και τη χαρτογράφηση του βυθού του Εσωτερικού Αρχιπελάγους του Ιονίου, που γίνεται σε συνεργασία με επιστήμονες της θάλασσας και το Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών, με σκοπό να δημιουργήσουμε αξιόπιστες αναπαραστάσεις του τοπίου, άρα και των διαθέσιμων φυσικών πόρων στον προϊστορικό άνθρωπο, σε διαφορετικά σημεία της προϊστορίας. Δένουμε, δηλαδή, την ιστορία της ανθρώπινης παρουσίας με την ιστορία της περιοχής, έτσι όπως ήταν τα τελευταία 200.000 χρόνια, ανοίγοντας μικρά παραθυράκια στις αλλαγές του τοπίου και στην ιστορία του ανθρώπου», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Νένα Γαλανίδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια αρχαιολογίας και επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας του Πανεπιστημίου Κρήτης που πραγματοποιεί την έρευνα.
Η αρχαιολογική θέση εντοπίστηκε από την ομάδα κατά τη διάρκεια της επιφανειακής έρευνας που πραγματοποιήθηκε στον Κυθρό και τα άλλα νησιά το 2010 και το 2011. Βρίσκεται στον αιγιαλό του Κυθρού, «κυριολεκτικά τη χαϊδεύει το κύμα, αλλά κατά τη διάρκεια της κατοίκησής της πρέπει να την φαντασθούμε ως μια παρόχθια θέση», συμπληρώνει η ανασκαφέας για τη θέση που έφερε στο φως πολυάριθμα ευρήματα, η μελέτη και απόλυτη χρονολόγηση των οποίων αναμένεται να ρίξει φως στην έναρξη της παρουσίας του προϊστορικού ανθρώπου στην περιοχή.
Η αναγνώριση των εξαφανισμένων ειδών ζώων πραγματοποιείται από τον δρ Γιώργο Ηλιόπουλο, επίκουρο καθηγητή γεωλογίας και παλαιοντολογίας του Πανεπιστημίου Πάτρας. Όπως σημειώνει η κ. Γαλανίδου, «τα ζώα που έχουν αναγνωρισθεί μέχρι τώρα είναι θηλαστικά αρτιοδάκτυλα, κυρίως ελάφια και βοοειδή. Τα μηρυκαστικά αυτά ήταν τα θηράματα των παλαιολιθικών κυνηγών. Αποτελούν απορρίμματα αρκετών γευμάτων. Μπορούμε να φαντασθούμε τα μηρυκαστικά αυτά να βόσκουν στη ρεματιά που βρισκόταν μπροστά στο σπήλαιο. Τα οστά των ζώων ενσωματώθηκαν μαζί με τα αποκρούσματα της λάξευσης πυριτόλιθου για την κατασκευή εργαλείων και άλλα απορρίμματα στο δάπεδο του σπηλαίου. Όλα αυτά, μαζί με το άγγιγμα το νερού μέσα στο καρστικό περιβάλλον, συσσωματώθηκαν σε ένα σκληρό και συμπαγές ίζημα που ανασκάπτει η ανασκαφική ομάδα του Πανεπιστημίου Κρήτης με σφυρί και καλέμι», εξηγεί.
Παράλληλα, δεν παραλείπει να ευχαριστήσει θερμά τον κ. Πάνο Κονιδάρη, δημοτικό σύμβουλο Μεγανησίου, «για την αμέριστη υλική και ηθική συμπαράσταση, καθώς και τις θαλάσσιες μεταφορές στον Κυθρό και τον δρ Ανδρέα Ντάρλα, διευθυντή της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας Σπηλαιολογίας Ελλάδος για την παρουσία, συνδρομή και υλικοτεχνική υποστήριξη της έρευνας». Επίσης, τους ιδιοκτήτες του Κυθρού για την άψογη συνεργασία, τον Ανδρέα Αραβανή για την αεροφωτογράφηση της αρχαιολογικής θέσης, τον Μιχάλη Σπυριδάκη για την ορθοφωτογράφησή της, τον Νίκο και τη Ντίνα Ζαβιτσάνου για τη θερμή φιλοξενία στη μονάδα τους στο Σπαρτοχώρι.
Το επιστημονικό πρόγραμμα αποτελεί συνέχεια των ερευνών στην αρχαιολογία του Εσωτερικού Αρχιπελάγους του Ιονίου που ξεκίνησε το 2010 υπό την αιγίδα του Δήμου Μεγανησίου και του τότε δημάρχου Στάθη Ζαβιτσάνου. Χρηματοδοτείται από το Πανεπιστήμιο Κρήτης, στο πλαίσιο της εκπαίδευσης των φοιτητών του στο μάθημα της ανασκαφής. Το ανασκαφικό πρόγραμμα θα συνεχιστεί και το 2016.