Δύο πλάκες δαπέδου από το ίδιο τηνιακό μάρμαρο και με τις ίδιες περίπου διαστάσεις (100×57 εκ. η αριστερή και 94,5×57,5 εκ. η δεξιά), χρονολογούνται από την επιγραφή της πρώτης στη δεκαετία του 1780 (ΔΙ ΜΡ / 1781; – ο τελευταίος αριθμός δεν είναι απολύτως ευδιάκριτος). Η μεταξύ τους ομοιότητα στην τεχνική, στο ύφος και (σε παραλλαγές) στο διάκοσμο βεβαιώνει την προέλευσή τους από το ίδιο τοπικό εργαστήριο. Περιβάλλονται από διπλή μπορντούρα και από φυλλωτά γωνιακά κοσμήματα. Στο πάνω μέρος φέρουν στρογγυλό μετάλλιο, φυτικά καταυχένια και στέμμα με εννέα κορυφές. Στο κάτω μέρος δικέφαλος αετός, εστεμμένος, κρατά τη σφαίρα της οικουμένης και δόρυ (στην αριστερή πλάκα) ή σκήπτρο (στη δεξιά) και κοσμείται με επιστήθιο μετάλλιο. Τόσο οι αετοί όσο και ο μπαρόκ διάκοσμος, που θυμίζουν άλλα τηνιακά μαρμαρόγλυπτα εντός και εκτός του νησιού, εδώ έχουν αποδοθεί εγχάρακτα. Στη δεξιά πλάκα διακρίνονται υπολείμματα ένθεσης άλλου υλικού (κόκκινου στο στέμμα και στην μπορντούρα, πράσινου στα φύλλα), που μπορεί και να αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη.
Φωτογραφίες με τις δυο αυτές πλάκες δημοσιεύτηκαν το 1930 από τον Αντώνη Σώχο, στο βιβλίο του Η λαϊκή τέχνη στη Ντήνο. Συνοδευόμενες από δυτικότροπες επιστέψεις, καταγράφονται εκεί ως «εντοιχισμένα εικονοστάσια μέσα σε σπίτι». Πολύ αργότερα ξαναχρησιμοποιήθηκαν για πλευρικές επιφάνειες πλύστρας (σκάφης) με την πλευρά του διακόσμου χτισμένη.
Η χρήση τους ως «εντοιχισμένων εικονοστασίων» δεν πρέπει να ήταν η αρχική. Αυτό συνάγεται από το ότι δεν είναι γνωστό κανένα άλλο παράδειγμα τέτοιας κατασκευής, αλλά και από μορφολογικά στοιχεία. Στις φωτογραφίες του Σώχου, οι επιστέψεις, αν και σύγχρονες περίπου με τις πλάκες, είναι διαφορετικής προέλευσης και τεχνικής, όπως και οι κορνίζες πάνω και κάτω, που προστέθηκαν για να τις συγκρατούν. Πρόκειται, επομένως, για ανασύνθεση. Επιπλέον, ένα «εικονοστάσι» θα έπρεπε να διαθέτει επαρκή χώρο για εικόνες. Εδώ ο χώρος που μπορεί να αξιοποιηθεί είναι ελάχιστος: τα μετάλλια στο μπαρόκ κόσμημα και στο στήθος του αετού. Προσεκτική, μάλιστα, παρατήρηση αποκαλύπτει ότι αρχικά τα πρώτα ήταν επίπεδα, ενώ τα δεύτερα ούτε καν υπήρχαν (ανοίχθηκαν αργότερα, προφανώς για να δεχθούν κάποια εικονίδια).
Ως πιθανή πρώτη χρήση για τις δύο αυτές πλάκες θεωρούμε την ταφική σε δάπεδο εκκλησίας. Ο δικέφαλος αετός είναι, μεταξύ άλλων, και επιτύμβιο θέμα, γνωστό από ταφόπλακες στο κοιμητήριο του χωριού. Η περίπτωση να πρόκειται για θωράκια τέμπλου δεν μπορεί να αποκλειστεί, η απουσία όμως πατούρας, που θα συγκρατούσε όρθιες τις πλάκες, καθιστά την εκδοχή αυτή λιγότερο πιθανή.
Πηγή: Αλέκος Ε. Φλωράκης, Μουσείο Μαρμαροτεχνίας. Οδηγός, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2009.