Για τον δυτικό άνθρωπο το μαύρο είναι το χρώμα-σύμβολο της σκοτεινιάς, της δυσπραγίας, του πένθους. Άτομα και λαοί περιμένουν τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής, τη δικαίωση των ελπίδων τους, περιμένουν να δουν μιαν «άσπρη μέρα». Το άσπρο σε αντίθεση προς το μαύρο, άρα φως, ευπραγία, χαρά.
Θεωρητικά, μπορούμε να πούμε πως η διάκριση είναι απλή, εννοιολογική και ψυχολογική. Ωστόσο, ο συμβολισμός του χρώματος έχει επικρατήσει και σε άλλες χρήσεις. Παλιότερα, όταν οι εκλογές γίνονταν με σφαιρίδια, υπήρχαν λευκά και μαύρα. Τα πρώτα ήταν θετικά, τα δεύτερα αρνητικά. Και οι ψηφοφόροι που δεν ήθελαν κάποιον υποψήφιο, τον «μαύριζαν» ρίχνοντας στην κληρωτίδα τα μαύρα σφαιρίδια. Βέβαια, οι εκλογές δεν γίνονταν πάντα με τη χρήση σφαιριδίων. Υπήρχαν στο παρελθόν ποικίλες πρακτικές που είχαν εφαρμοστεί από διάφορους λαούς κατά καιρούς και τόπους: άλλοτε πετραδάκια, ξυλάκια, σπόροι ή κουκιά. Μήπως ακόμη δεν λέγεται ότι οι πολιτικοί ενδιαφέρονται να λογαριάσουν τα κουκιά τους; Μια ενδιαφέρουσα ιστορία που έχει καταγράψει ο Πλούταρχος (Βίοι παράλληλοι, Περικλής 25-27) αποκαλύπτει τη μεγάλη ιστορική διάρκεια αυτών των πραγμάτων.
Ήταν το 441 π.Χ. όταν ο Περικλής αποφάσισε να εκστρατεύσει εναντίον της Σάμου, για να τιμωρήσει τους Σαμίους επειδή είχαν καταλάβει την Πριήνη, πόλη της Ιωνίας, περιορίζοντας την εμπορική δραστηριότητα της Μιλήτου. Σάμος και Μίλητος, μέλη και οι δυο της αθηναϊκής συμμαχίας, βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση διεκδικώντας τον έλεγχο της Πριήνης. Οι αντίπαλοι του Περικλή έλεγαν ότι είχε αποφασίσει την εκστρατεία κατ’ απαίτηση της Ασπασίας που καταγόταν από τη Μίλητο. Ο Περικλής κατέπλευσε με τον αθηναϊκό στόλο στη Σάμο, κατέλυσε το ολιγαρχικό πολίτευμα και, αφού πήρε ομήρους πενήντα επιφανείς αριστοκρατικούς και ισάριθμους εφήβους στέλνοντάς τους στη Λήμνο, επέβαλε δημοκρατικό πολίτευμα και επέστρεψε στην Αθήνα.
Ωστόσο, οι Σάμιοι, μετά την αποχώρηση του Περικλή, επαναστάτησαν με την υποκίνηση του Πέρση σατράπη των Σάρδεων, Πεισσούθνη. Ο Περικλής αναγκάστηκε να επανέλθει και, αφού καταναυμάχησε τον αριθμητικά υπέρτερο αντίπαλο στόλο, πολιόρκησε την πόλη της Σάμου. Αλλά όταν έφτασαν ενισχύσεις από την Αθήνα, ο Περικλής με μοίρα του στόλου ανοίχτηκε στο πέλαγος για να αντιμετωπίσει εκεί φοινικικά πλοία που έρχονταν να βοηθήσουν τους Σαμίους ή, σύμφωνα με άλλη άποψη, έχοντας σκοπό να κατευθυνθεί προς την Κύπρο. Η απουσία του Περικλή έδωσε στους Σαμίους την ευκαιρία να αντιδράσουν και με επικεφαλής τον φιλόσοφο και στρατηγό Μέλισσο επιτέθηκαν κατά των πολιορκητών Αθηναίων, κατέστρεψαν πολλά από τα πλοία τους και συνέλαβαν αιχμαλώτους, στο μέτωπο των οποίων χάραξαν τη «γλαύκα» για να εκδικηθούν τους Αθηναίους που είχαν πρωτύτερα χαράξει στο μέτωπο των Σαμίων αιχμαλώτων τη «σάμαινα», το εμβληματικό σαμιώτικο πλοίο που είχε σχεδιαστεί από τον τύραννο Πολυκράτη. Διαχρονική υπήρξε μέχρι και τα νεότερα χρόνια η πρακτική στιγματισμού των αιχμαλώτων και των δούλων.
Όταν ο Περικλής πληροφορήθηκε την καταστροφή του αθηναϊκού στρατού και στόλου, έσπευσε στη Σάμο, νίκησε τον Μέλισσο και άρχισε να πολιορκεί την πόλη. Σκοπός του ήταν να πετύχει την άλωσή της, όχι με πολεμική ενέργεια αλλά με τον χρόνο που θα επέφερε την ταλαιπωρία και την εξάντληση των πολιορκημένων. Όπως είναι γνωστό και από άλλες περιπτώσεις, απέφευγε τη σύγκρουση θεωρώντας την ανθρώπινη ζωή πολύτιμη. Είχε μάλιστα πει κάποτε πως «τα κομμένα δέντρα ξαναφυτρώνουν γρήγορα αλλά οι άνθρωποι που σκοτώνονται δεν είναι εύκολο να ξαναβρεθούν». Στις επιχειρήσεις στη Σάμο όμως, οι Αθηναίοι δεν συμφωνούσαν με το πρόγραμμα αναμονής του Περικλή. Ήθελαν να πολεμήσουν και αδημονούσαν να καταλάβουν τη Σάμο. Γι’ αυτό και ο Περικλής αποφάσισε να χωρίσει το στράτευμα σε οκτώ τμήματα και έκανε κλήρωση με κουκιά. Σε όποιο τμήμα λάχαινε το λευκό κουκί οι στρατιώτες του είχαν το δικαίωμα να διασκεδάζουν και να ξεκουράζονται, ενώ οι άλλοι θα ασχολούνταν με τα πολεμικά έργα. Οι τυχεροί στρατιώτες είχαν την «άσπρη μέρα».
Απ’ αυτό το ιστορικό γεγονός, γράφει ο Πλούταρχος, όποιοι συνέβαινε να βρεθούν σε κάποια καλοτυχία, την έλεγαν από εκείνο το λευκό κουκί «άσπρη μέρα» (διό και φασι τους εν ευπαθείαις τισί γενομένους λευκήν ημέραν εκείνην από του λευκού κυάμου προσαγορεύειν). Κι έμεινε μέχρι σήμερα στην ελληνική γλώσσα η έκφραση που προέκυψε από το μακρινό περίκλειο επινόημα.
[Από το βιβλίο του Νίκου Γ. Μοσχονά, Στην επικαιρότητα του παρελθόντος, κεφ. «Περιμένοντας μιαν “άσπρη μέρα”», εκδ. Αρχείο, σειρά «Μικρό Αρχείο», Αθήνα 2015, σελ. 50-53].