Τμήμα αρχαίας αμαξιτής οδού μήκους 300 μ. έφερε στο φως αρχαιολογική έρευνα, που διενήργησε η Εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής Πειραιώς και Νήσων στην παραλία του Μεγάλου Καβουρίου, Βουλιαγμένης.
Αναλυτικότερα, ήρθε στο φως τμήμα αρχαίας αμαξιτής οδού στην έκταση που απλώνεται ανάμεσα στη σημερινή οδό Καβουρίου και τον σύγχρονο παραλιακό πεζόδρομο. Από τη μελέτη της πορείας της οδού συμπεραίνεται ότι η τελευταία συνέδεε τον αρχαίο δήμο των Αιξωνιδών Αλών με το παραλιακό μέτωπο της περιοχής, όπου βρισκόταν οργανωμένη λιμενική εγκατάσταση. Το σωζόμενο τμήμα οδοποιίας κατασκευάστηκε στο μεγαλύτερο μέρος του σε μία ομαλή λοφοπλαγιά, με άξονα διεύθυνσης Α-Δ. Στο παράκτιο μέτωπο ο αρχαίος δρόμος ακολουθούσε άλλη κατεύθυνση και στρεφόταν προς το νότο, με σημείο κατάληξης τη σημερινή ακτογραμμή.
Η οδός ορίζεται από δύο αναλημματικούς τοίχους που περικλείουν και συγκρατούν το κατάστρωμα. Το πάχος των αναλημμάτων της οδού είναι περίπου 60-65 εκ. και το ύψος τους κυμαίνεται από 15 έως 65 εκ. Το πλάτος της οδού δεν είναι σταθερό και μεταβάλλεται από 1,90 έως 6,10 μ. Το κατάστρωμά της είναι λιθόστρωτο, με μικρούς λίθους σε πυκνή διάταξη, γεγονός που υπαγορεύεται από τη φύση του εδάφους που ήταν μαλακό και αμμώδες και υπήρχε κίνδυνος ο δρόμος να λασπώσει ή να καταστραφεί από νεροσυρμές. Για το λόγο αυτό επιβάλλονταν η ενίσχυσή του με λίθους.
Πλησίον του σημείου του δρόμου με το μεγαλύτερο πλάτος, σε άμεση επαφή με το βόρειο ανάλημμά του, εντοπίστηκε κτήριο ορθογώνιας κάτοψης, με διαστάσεις 3,30×2,50/2,60 μ., οι τοίχοι του οποίου σώζονται στο ύψος των θεμελίων. Το λιθόστρωτο δάπεδό του είναι όμοιο με το κατάστρωμα του δρόμου, γεγονός που αποδεικνύει την ταυτόχρονη κατασκευή τους. Δεδομένου ότι ο δρόμος οδηγούσε στο αρχαίο λιμάνι πιθανολογείται η ύπαρξη «φρουράς» στο χώρο, που θα ήλεγχε τη διέλευση των αμαξών και τη διακίνηση των προϊόντων.
Με βάση τα ευρήματα, την κεραμική και τα νομίσματα, διαπιστώνεται ότι ο δρόμος ήταν σε χρήση καθ’ όλη τη διάρκεια του 4ου αι. π.Χ.
Η ανεύρεση του αμαξιτού αυτού δρόμου προσφέρει σημαντικές πληροφορίες για την τοπογραφία, τον τρόπο οργάνωσης και το οδικό δίκτυο του αρχαίου δήμου των Αιξωνίδων Αλών, που ταυτίζεται γεωγραφικά με τις σύγχρονες Δημοτικές Ενότητες της Βούλας και της Βουλιαγμένης. Ο δρόμος στην πορεία προς τα ανατολικά πιθανότατα διασταυρωνόταν με την «Αστική Οδό», η οποία συνέδεε την Αθήνα με το Σούνιο. Η κεντρική αυτή αρτηρία των παράλιων δήμων Αλιμούντος, Ευωνύμου, Αιξωνής και Αιξωνίδων Αλών έχει εντοπιστεί και ανασκαφεί τμηματικά κατά τη διενέργεια σωστικών ανασκαφών. Σε ό,τι αφορά στην περιοχή της Βούλας έχει εντοπιστεί και ερευνηθεί κυρίως κατά μήκος της Λεωφόρου Βάρης στην περιοχή Πηγαδάκια. Η αστική οδός συναντούσε και την αρχαία παραλιακή οδό που «ακολουθούσε» την ακτή από το Φάληρο ως τη Βούλα. Τμήμα της οδού αυτής αποκαλύφθηκε το 2006 κατά τις εργασίες του τροχιόδρομου στη Βούλα, ενώ ο εντοπισμός νεκροταφείων κατά μήκος της σύγχρονης παραλιακής οδού και κυρίως στο ύψος του Δυτικού Αεροδρομίου επιβεβαιώνουν την πορεία της.
Το οδικό δίκτυο του αρχαίου δήμου των Αιξωνίδων Αλών ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένο και πέρα από τις προαναφερθείσες κεντρικές οδικές αρτηρίες υπήρχαν και δευτερεύουσες που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες μετακίνησης των Αλαιέων εντός των οικισμών, ενώ παράλληλα οδηγούσαν και στο σημαντικότερο ιερό του δήμου, το ναό του Απόλλωνος Ζωστήρος. Η αποκάλυψη του δρόμου στην παραλία του Καβουρίου είναι ιδιαίτερα σημαντική και φωτίζει πτυχές της οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας των κατοίκων και βέβαια της πολεοδομικής τους οργάνωσης.
Οι εργασίες ξεκίνησαν αρχικά στο πλαίσιο του έργου ΕΣΠΑ «Διάφορες Κατασκευές και Αναπλάσεις στην περιοχή Μεγάλου Καβουρίου Βουλιαγμένης» και στη συνέχεια χρηματοδοτήθηκαν από τον Αθανάσιο Μαρτίνο, η προσφορά του οποίου έδωσε στην Υπηρεσία την ευκαιρία να ολοκληρώσει την έρευνα και παράλληλα τη δυνατότητα να μετατραπεί η παραλία του Μεγάλου Καβουρίου σε ένα ολοκληρωμένο αρχαιολογικό πάρκο.
Όλες οι εργασίες πραγματοποιήθηκαν με ευθύνη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής Πειραιώς και Νήσων (πρώην ΚΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων) και έγιναν με την επίβλεψη της αρμόδιας για την περιοχή αρχαιολόγου, Μ. Γιαμαλίδη, και τη συνεργασία των αρχαιολόγων Ι. Εβρενόπουλου και Κ. Νταϊφά.